Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

«Περίλυπος εστίν η ψυχή μου, ώσπερ θανάτου...»



   Προβληματίστηκα πολύ γιά τον σημερινό τίτλο. Πολλά τριγυρίζουν στο μυαλό μου που θα ταίριαζαν με την ημέρα και το φορτίο που αυτή κουβαλά. Τελικά διάλεξα -ας είναι συγχωρητέος ο εγωισμός- αυτό που «φέρνει» πιό κοντά και στην δική μου ψυχική κατάσταση.Τελικά, και αντίθετα προς το άχρωμο κλασσικό και ενίοτε ακατανόητα ακουόμενο... «αισίως», φθάσαμε -εντελώς «απαισίως»- στην σημερινή κορύφωση του Θείου Δράματος. Αυτό που κάποιοι ανόητοι και βλάσφημοι, σαν νεώτεροι Δάντηδες -λέγε με Αλαβάνο και σια-   θέλουν να μετατρέψουν με τα αστεία τους καμώματα σε... «Θεία Κωμωδία»! (Χωρίς, όμως, Καθαρτήριο και Παράδεισο, μόνο... Κόλαση, χωρίς εξιλέωση). Αυτοί που ορκίζονται στην Βουλή με πολιτικό όρκο, έβγαλαν από την κωλότσεπη την θρησκευτική τους ευλάβεια και θυμήθηκαν τώρα -όψιμα και υποκριτικά- πως θα τους λείψει...η περιφορά του Επιταφίου! Πιθανότατα γιά να δώσουν στην σημερινή αποφράδα ημέρα έναν ανάλαφρο τόνο ιλαρότητος. Το μόνο, άλλωστε, που απέμεινε να μπορούν να προσφέρουν στην χώρα και την κοινωνία.
   Η σημερινή ημέρα, στην οποία «σκαρφαλώσαμε» κουτσά, στραβά και ιοφοβικά, αν και χαρακτηρισμένη ως... «αποφράς», κατ’ εμέ αποτελεί την σημαντικότερη και συγκλονιστικότερη της Μεγάλης Εβδομάδος. Με τους πολλούς να θεωρούν ως τέτοια, εκείνη της Αναστάσεως.
   Η διαφωνία μου έγκειται στην αντανάκλαση των γεγονότων που συνέβησαν... «τω καιρώ εκείνω».  Η Ανάσταση, ως υπερφυσικό γεγονός, ανήκει στον Θεό, μαζί με την λυτρωτική ανακούφιση που φέρνει το μήνυμα που Αυτός στέλνει. Όμως ο σωματικός πόνος, το αίμα που ρέει, το δάκρυ που ποτίζει τη γη και η οδύνη που σκορπά η θέα της Σταύρωσης και η απόγνωση που γεννά η ταφή του πτώματος, ανήκουν στον Άνθρωπο. Και αυτά με συνεπαίρνουν περισσότερο.
  Ίσως, μια έμφυτη μελαγχολική προδιάθεση με έλκει στο γλυκύτατο μητρικό μοιρολόι -«Ω, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατό μου τέκνον...» και μαζί με το κατανυκτικό «Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη ταφή σου...» με θέλγουν και με συναρπάζουν πιότερο από το θορυβώδες αναστάσιμο άκουσμα, που ηχεί στ’ αυτιά μου, περίπου σαν ενθουσιαστικό εμβατήριο, συνοδευμένο από την φανφάρα των βαρελότων.
   Άλλωστε, η γνώση του... «φινάλε» του Θείου Έργου που βλέπεις κάθε χρόνο απαράλλαχτο, δημιουργεί -όπως να το κάνουμε- μία ρουτίνα που οδηγεί βιαστικά στην... μαγειρίτσα και την βάρβαρη ψησταριά! Όμως η συγκίνηση της συναίσθησης του Πάθους, η μεταφορική συνειδητοποίηση του πόνου των καρφιών, του μαστιγίου και του ακάνθινου στέμματος, οι υπέροχες μελωδίες του Επιτάφιου Θρήνου, με συγκινούν -και θα με συγκινούν, διά βίου- κάθε χρόνο το ίδιο, όπως την πρώτη φορά  που τα συνειδητοποίησα. Με πρόσθετο βάρος, ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες του κάθε Πάσχα. Κάτι που στην σημερινή περίπτωση προσθέτουν στην αποψινή Μ. Παρασκευή και αφαιρούν από την αυριανή Ανάσταση.
   Αν θα μου λείψει κάτι φέτος από τις προσωπικές μου συνήθειες, είναι η περιφορά του Επιταφίου, όπου συνήθιζα -βάσει των συνεχώς μειουμένων σωματικών μου δυνατοτήτων- να κρατώ επί τινα ανάλογο χρόνο μιά ακρούλα του περιφερόμενου θανόντος Χριστού. Συνήθεια χρόνων που αντικατέστησε την παιδική βουτιά -καταργημένη με το πέρασμα του χρόνου- κάτω από το σεπτό σκήνωμα, στα χρόνια της αθωότητος,  στην εκκλησία του Άι Γιώργη στην Ακ. Πλάτωνος.
   Προς το παρόν, αγαπητοί συμπολίτες, οπλιστείτε με καρτερία και ευλάβεια  (κάτι που φαντάζομαι πως σίγουρα θα κάνει και ο συνονόματος σύντροφος  Αλαβάνος) και αναρριγήσατε -ελεύθερα και κατά βούληση- επί τω ακούσματι του: «... καθελών του ξύλου, ο Αριμαθαίας, εν τάφω σε κηδεύει...».
   Φίλοι αναγνώστες, οι καιροί σε άλλους το επιτρέπουν και σε άλλους το επιβάλλουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου