Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Περιμένοντας το γύρισμα της τύχης, με το γύρισμα του χρόνου...

(Και η ελεύθερη -δική μου- μετάφραση γιά όσους δεν γνωρίζουν αγγλικά)

"Πες μου αγάπη μου, πώς ήσουν πριν σου κλέψουν το φεγγάρι και σε αφήσουν μόνο με το αμυδρό φως των αστεριών". 

Γνώση – μόρφωση – πείρα.

Αναπολώντας...

Πάντοτε με απασχολούσε η μόρφωση. Σαν όρος και σαν πράξη. Δηλαδή σκοπός, στόχος, επίτευξη. Και προσπαθούσα να την προσεγγίσω με την γνώση. Γι΄ αυτό χρησιμοποίησα πολύ, πλην των πέντε αισθήσεων, την ανάγνωση, το ταξίδι, την αναζήτηση. Τελικά, τώρα στα ύστερα, κατάλαβα… Μόρφωση είναι το «λουστράρισμα» του χαρακτήρα. Η «γυαλάδα» που μένει όταν ξεχαστούν οι γνώσεις που πήρες αναζητώντας την. Και η… «κατάντια» όλης της διαδικασίας αυτής λέγεται… πείρα. Το χρήσιμο απόσταγμα που έρχεται -αλοίμονο- αργά και συνήθως αποθηκεύεται… άχρηστο! 

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

Όταν η αλήθεια πονά…

Και λίγη αυτοκριτική δεν βλάπτει.

Χρειάστηκε να περάσουν διακόσια χρόνια από το 1821 για ν΄ αρχίσουν να διαφαίνονται τα πραγματικά γεγονότα και να αναδυθεί όλη η «μπόχα» που συνόδευσε την μεγαλειώδη εξέγερση που οραματίστηκαν οι λίγοι εκτός Ελλάδος, ξεκίνησαν ορισμένοι και ακολούθησαν αρκετοί -χωρίς πυξίδα και συναίσθηση που πάνε και τί θέλουν- παρασυρμένοι από τους λίγους ικανούς. Και που ολοκλήρωσαν, όπως πάντα, οι ξένοι!
Κατά την προσφιλή ελληνική προαιώνια πρακτική, (Περικλής δικάστηκε δις, Φειδίας πέθανε στη φυλακή ως καταχραστής, Μιλτιάδης το ίδιο ως προδότης, Αριστείδης εξορίστηκε, κ.ο.κ.), τα μικροσυμφέροντα και τα κοτζαμπασιλίκια έκαναν τους… «ήρωες» να τρώγονται σαν τα σκυλιά, (φυλάκισαν τον Κολοκοτρώνη, δολοφόνησαν Καποδίστρια και Ανδρούτσο), και άφησαν τον Αιγύπτιο Ιμπραήμ να αλωνίζει στον Μοριά, σβήνοντας κάθε σπίθα επανάστασης. Εν τέλει, ας όψονται οι… «μεγάλες δυνάμεις» -Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία- που γιά το δικό τους, φυσικά, νιτερέσο τσατάλιασαν τον αιγυπτιακό στόλο στο Ναυαρίνο και έβαλαν το πρώτο λιθαράκι Ανεξαρτησίας της Ελλάδος. Γιά να ακολουθήσει μετά το ίδιο γαϊτανάκι των διχασμών που, αφού πέρασε από πλήθος ατιμιών, αδικιών και καταστροφών, (π.χ. Μικρασιατική, ερήμωση υπαίθρου από τον Ανταρτοπόλεμο, κ.λπ.), καταλήξαμε στη σημερινή διχαστική ξεφτίλα κάποιων Τσιπραίων και Πολάκηδων που θέλουν -αμέτι Μωχαμέτη-… εξουσία!!!
Όμως, παραμερίζοντας προς στιγμήν το σημερινό μας χάλι, θέλω να βγάλω ένα πολύχρονο «άχτι» που με βασανίζει... "παιδιόθεν" και που κανείς ποτέ δεν τόλμησε να θίξει, αλλά -τουναντίον- όλοι θαυμάζουν και θριαμβολογούν γιά το μεγαλείο της φυλής και... "των αρχαίων ημών προγόνων"!! Και γιά μιά προαιώνια φαινάκη, την περίφημη «Αθηναϊκή Δημοκρατία», ιδίως κατά την ακμή των Αθηνών στον, όντως, περίλαμπρο «Χρυσό Αιώνα του Περικλέους», τον 5ο π.Χ.
Πάντως, όποιος ανατρέξει σοβαρά στις πηγές θα εκπλαγεί. Προς τα τέλη του 4ου αιώνα, όταν ο τότε τύραννος των Αθηνών Δημήτριος ο Φαληρεύς διενήργησε απογραφή προέκυψε η εξής πληθυσμιακή σύνθεση: Αθηναίοι πολίτες 21.000, μέτοικοι 10.000 και δούλοι 400.000… κομμάτια! Εξ αυτών μόνον οι ενήλικες «Αθηναίοι πολίτες», εξαιρουμένων των γυναικών, είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Δηλαδή καμμιά δεκαριά χιλιάδες άτομα εξουσίαζαν ένα σύνολο 431.000 ανθρώπων, (21.000 και 10.000 και 400.000)! Οπότε γιά τί διάβολο… «δημοκρατία» μιλάμε; Ακόμη και ο Πλάτων, που έγραψε γιά την… «ιδανική πολιτεία» είχε στην… «κατοχή» του, πεθαίνοντας, 5 δούλους! Επίσης, ο μέγιστος και πολυγραφότερος των αρχαίων φιλοσόφων, ο Αριστοτέλης, διεκήρυσσε πως η δουλεία είναι… ωραίο πράμα!
Άλλες πηγές, νωρίτερα, περιόριζαν τον αριθμό των δούλων σε 200.000, ιδίως κατά την εποχή του Περικλέους, χωρίς αυτό να αναιρεί, ή ν΄ αλλάζει -ούτε κατά κεραία- την ουσία του πράγματος.
Κοντολογίς, η περίφημη… «αθηναϊκή δημοκρατία» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μία ελιτίστικη «ολιγαρχία» του κερατά(!), όπου το 2,5% του συνόλου είχε στα χέρια του τις τύχες ολοκλήρου της αθηναϊκής κοινωνίας και κυβερνούσε κατά το δοκούν -και το συμφέρον του- εννοείται. Και το… πάσης φύσεως «κουλτουριάρικο» εξωραϊστικό αντίθετο, προσωπικά το ακούω… βερεσέ! Μαζί με όλες εκείνες τις σαχλαμάρες που θέλουν πλήθος επιφανών της Υφηλίου να έχουν ρίζες… ελληνικές. Δηλαδή να προκύπτουν από τον ευφυέστερο λαό της Γης. (Αυτόν που βγάζει «τέκνα» τσακάλια, σαν τον… εικονιζόμενο!).

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2021

«Ουκ εν τω πολλώ το ευ».


«Χρόνια πολλά»! Μιά ευχή επίκαιρη, εύκολη, πρόχειρη και… απερίσκεπτη! Γεννήθηκε προ αμνημονεύτων ετών και σε εποχές που το προσδόκιμο ζωής ήταν κάτω από τα σαράντα χρόνια. Η αθλιότητα, η μιζέρια και η επιστημονική ανεπάρκεια κυριαρχούσαν. Ακόμη και η διατροφή ήταν στα χέρια των ολίγων. Η φτώχεια κάλυπτε, σαν πελώριο πέπλο, τους λαούς και οι επιδημίες, μαζί με τους συνεχείς πολέμους, σάρωναν φροντίζοντας την οικονομία της Φύσεως και τις ισορροπίες στην κατανομή γαιών και την επάρκεια των φυσικών πόρων.
Η Ιατρική, πιό πολύ σαν γνώση από παρατήρηση, διαίσθηση και αγυρτεία, παρά σαν επιστημονική τεκμηρίωση, στηριζόταν στις διαπιστώσεις του… Ιπποκράτη και εμπλουτιζόταν από τα όνειρα που έστελνε ο Ασκληπιός, με την τύχη των ανθρώπων επαφημένη στα χέρια της Θείας Μέριμνας! Και όποιον πάρει ο Χάρος! Μόνη παρηγοριά οι εύκολες δικαιολογίες: …«τον αγαπούσε ο Θεός, γι΄ αυτό τον… πήρε κοντά του», «οι καλοί πεθαίνουν νέοι», «καλός αλλά άτυχος»,… «αθάνατος»! και διάφορα τέτοια παρηγορητικά. Οπότε το τετριμμένο… «Χρόνια Πολλά» ήταν ό, τι καλύτερο μπορούσε να ευχηθεί κάποιος, εννοώντας προφανώς πως αρκούσε να είσαι ζωντανός και μακροημερεύων. Έστω με όλα τα κακά να «χορεύουν» μαζί σου, γύρω σου, καθώς αυτό γινόταν σε όλη την «ανθρώπινη γραμμή παραγωγής».
Όμως οι σημερινές συνθήκες ζωής άλλαξαν, η ανθρωπότητα εξελίχθηκε, οι επιστήμες προχώρησαν αλματωδώς, οι καταστρεπτικοί πόλεμοι λιγόστεψαν, η παγκόσμια παραγωγή αυξήθηκε και η Ιατρική κάνει θαύματα απομυθοποιώντας το μείζον των παθήσεων! Λύσεις πολλές και ανατροπές παντού. Μόνο το… «Χρόνια Πολλά» παρέμεινε πεισματικά ακλόνητο! Σαν μία -τολμώ να το πω- ανόητη, αναχρονιστική και ενίοτε βασανιστική ευχή.
Αντί άλλων επιχειρημάτων, θα αναφέρω την περίπτωση γνωστού μου. Πολύ εύπορος άνθρωπος, βαθειά στον χώρο των πλουσίων, είχε την ατυχία -από ιατρικό λάθος και απροσεξία σε κάποιο από τα καλύτερα ιδιωτικά νοσοκομεία- να τον μετατρέψει ένα εγκεφαλικό επεισόδιο σε… φυτό! Οι προβλέψεις των γιατρών μιλούσαν για ανεπίστροφη κατάσταση και η ζωή του παρατεινόταν με σωληνάκια, πρίζες και… όσο αντέξει η καρδιά. Ένας πεισματάρης γιός και η τεράστια περιουσία μετέτρεψαν το ευρύχωρο σπίτι του σε… ΜΕΘ. Μηχανήματα, γιατροί, νοσηλευτικό προσωπικό κράτησαν το… «φυτό» τύποις ζωντανό, αφήνοντας την περιουσία να… λειώνει. Κάμποσα χρόνια κράτησε το μαρτύριο της οικογένειας μέχρι να λειτουργήσει λυτρωτικά ο νόμος της Φύσεως.
Αυτό το περιστατικό αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα -διαθέτω και πλήθος άλλων- όπου το μέγεθος της Ζωής ωχριά μπροστά στην ποιότητά της. Όπου «ποιότητα» νοείται, πρωταρχικά και παρασάγγες μπροστά όλων των χαρακτηριστικών της. Όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η δυνατότητα εξυπηρετήσεως βασικών ανθρωπίνων αναγκών, η πνευματική διαύγεια και η επικοινωνία με το περιβάλλον. Η έλλειψη αυτών, έστω και μιάς, και κάποιοι συντρέχοντες φρικτοί πόνοι, καθιστούν την ζωή ανυπόφορο μαρτύριο, οπότε το… «Χρόνια Πολλά» ηχεί, πλέον, σαν κατάρα! Χωρίς να υπολογίσουμε τις μικρότερες χαρές και απολαύσεις που προσφέρει η καθημερινότητα. Όπως, π.χ. ένα φιλί, ένα ερωτικό χάδι, ένα ηλιοβασίλεμα στο Σούνιο, η θέα ενός μικρού κυκλάμινου στην άκρη ενός γκρεμού, το αθώο βλέμμα μιάς αδέσποτης σκυλίτσας, η επίσκεψη σε μία Πινακοθήκη ή Έκθεση και το άκουσμα μιάς πρωτοχρονιάτικης βιεννέζικης συναυλίας.
Εβίωσα αρκετές τέτοιες καταστάσεις, οι οποίες με έκαναν να καταλήξω -μετά λόγου γνώσεως- στην τροποποίηση της αγνότερης, ευγενέστερης και πιο μεγαλόψυχης ευχής. Όχι, λοιπόν, «χρόνια πολλά», αλλά «Χρόνια Καλά». Και με, πάνω απ΄ όλα, ΤΥΧΗ! Γιατί γνωρίζω πάρα πολλούς ανθρώπους που «έφυγαν» υγιέστατοι, αλλά… άτυχοι, καθώς και άλλους που βασανίστηκαν και υπέφεραν πάρα πολύ, μέχρι να βγει η ψυχή τους. Όπως και αρκετούς οι οποίοι, ευτυχήσαντες ως εκλεκτοί, επαλήθευσαν το… «ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά», έχοντας μόνο να αντιμετωπίσουν, μετά την… «καλήν απολογία από του φοβερού βήματος» του Θεού, την όποια συνέχεια Αυτός μας επιφυλάσσει.

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Παραισθήσεις... οδυνηρές!

Μόνο μιά φορά... Μία και αρκετή. 


Προσπαθούσα χθες να κοιμηθώ, μάταια όπως τώρα τελευταία. Ένα μικρό ραδιοφωνάκι στο κομοδίνο, με sotto voce ένταση, έπαιζε το ρόλο… νανουρίστρας. Καθώς λαγοκοιμόμουν, ένα τραγούδι -αυτό που επισυνάπτω- με τράβηξε μακριά πίσω στο χρόνο. Σαν παραίσθηση, βρέθηκα ξαφνικά σε κάποιο ανατολίτικο παλάτι -κάπου στη λαγγεμένη Ανατολή- με την γυναίκα μου. Και είδα, λέει, έναν 17/χρονο… Αιγύπτιο πιτσιρίκο να την ξεμυαλίζει, γυναίκα ώριμη αυτή, και να μου την «παίρνει»! Και αυτή, μεν, έμαθε το… «γιαχαμπίμπι», όμως εμένα «οι φίλοι μου μάθανε το ρεζίλι μου», όπως έγραψε ο Κραουνάκης και τραγουδούσε ο Μακεδόνας! Πετάχτηκα έντρομος.
Αν και οι γυναίκες της ζωής μου έχουν «φύγει» σχεδόν όλες, ένας επίμονος πόνος παραμένει από χθες, και με βασανίζει, ακόμη και τώρα, ίσια στην καρδιά!
Πάντως, και γιά διάφορους λόγους, στην Αίγυπτο δεν πάτησα πόδι ποτέ, ούτε και πρόκειται!

"Το τόπι του Αρούλη"

(Μία πρωτοχρονιάτικη ιστορία γιά μικρούς και μεγάλους)

 Η ιστορία που θα σας διηγηθώ σήμερα και μοιάζει με πρωτοχρονιάτικο παραμύθι, συνέβη πριν πολλά-πολλά χρόνια σε κάποια μεγάλη πόλη της Ελλάδας, που τότε ήταν -και φάνταζε- μικρή, στην… Αθήνα. Την εποχή εκείνη όλα τα σπίτια ήσαν μικρά, φτωχικά και τις νύχτες σκοτεινά. Τα περισσότερα ήσαν πέτρινα, όπως πέτρινα ήσαν και τα χρόνια που ζούσαν οι άνθρωποι. Η φτώχεια ήταν απλωμένη σαν αόρατο μαγικό δίχτυ πάνω από τις περισσότερες συνοικίες της. Όμως οι άνθρωποι τότε, παρ’ όλη τη μιζέρια και την κακομοιριά τους, μπορούσαν να χαμογελούν και η καρδιά τους ξεχείλιζε από καλοσύνη και αθωότητα. Οι γειτονιές ήσαν ήσυχες και ασφαλείς και μόνο οι παιδικές, χαρούμενες κι αμέριμνες, φωνές διατάραζαν την απέραντη σιωπή τους, γεμίζοντας με ζωή κι αισιοδοξία την ατμόσφαιρα και ζεσταίνοντας τις ψυχές των μεγάλων, που απέβλεπαν στους μικρούς αεικίνητους διαβόλους τους και σε ένα καλύτερο αύριο.

    Οι νύχτες, ιδίως τον χειμώνα, ήσαν σκοτεινές, κατάμαυρες όπως σκοτεινή και μαύρη ήταν κι η ζωή των ανθρώπων. Τότε, στις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες το κρύο ήταν τσουχτερό κι ο παγωμένος αέρας -φαρμάκι- ξύλιαζε το σώμα και μαζί την, ήδη, παγωμένη τους ψυχή. Μόλις ο ήλιος έπεφτε και χανόταν στο βάθος του ορίζοντα, πίσω από το βουνό, ερχόταν βιαστικά η νύχτα κουβαλώντας μαζί της ένα απόλυτο σιωπητήριο στα σπίτια και μιά απέραντη ακινησία στους δρόμους. Τα μικρά, ξύλινα παντζούρια σφάλιζαν βιαστικά για να κρατήσουν μέσα, όσο μπορούσαν, τη σπιτική θαλπωρή εμποδίζοντας, κατά το δυνατόν, το άγριο κρύο να μπει και να περονιάσει τα κόκαλα των ενοίκων.

   Τότε έπιαναν δουλειά οι σόμπες του κωκ, του ανθρακίτη, ή των ξύλων, καθώς και τα ταπεινά μαγκάλια που μάζευαν γύρω τους τα πολυπληθή μέλη της οικογένειας. Για να ζεσταθούν και αποτελειώσουν οι μικροί τη μελέτη των αυριανών μαθημάτων και οι μεγάλοι  -μαμάδες, γιαγιάδες, θείες-  να καταπιαστούν με τις συνηθισμένες γυναικείες ασχολίες τους. Σίδερο, ράψιμο, μπάλωμα, κέντημα.

   Ο μικρός Αρούλης, μαζί με τα άλλα τρία μικρότερα αδελφάκια του, καθόταν κι αυτός, κατάχαμα, πάνω στο παλιό τριμμένο χαλί με τα ζωγραφισμένα ελάφια στην περίμετρο, που σκέπαζε το κέντρο του δωματίου, ενώ ολοτρίγυρα αυτό συμπληρωνόταν από μικρές κουρελούδες που, όλα μαζί, προσπαθούσαν να κόψουν το κρύο που αναδινόταν, σαν φαρμακερό φίδι, μέσα από τα τετράγωνα μωσαϊκά πλακάκια με τα οποία ήταν στρωμένο το κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού. Ένας μεγάλος χώρος που ήταν σαλόνι, τραπεζαρία και καθημερινό μαζί. Ένα δωμάτιο για όλες τις χρήσεις. Στο κέντρο του, το μεγάλο μαγκάλι, φτιαγμένο από ένα πελώριο στρογγυλό λαμαρινένιο ταψί, στηριγμένο σε χαμηλό σιδερένιο τρίποδο, είχε μέσα του απλωμένη πάνω σ’ ένα παχύ υπόστρωμα στάχτης και χόβολης, μια στρώση πυρήνα ελιάς που σιγοκαιγόταν τριζοβολώντας και λαμπυρίζοντας και σκορπούσε ολοτρίγυρα αλλόκοτες, μαγικές φωτεινές ανταύγειες μαζί με τη γλυκιά τoυ ζέστη.

   Οι μικροί, λουσμένοι από το αχνό φως της μεγάλης λάμπας πετρελαίου που την σιγοντάριζαν οι κόκκινες φωτίτσες του μαγκαλιού, ήσαν σκυμμένοι πάνω από τα βιβλία και τα τετράδια, απορροφημένοι στη μελέτη τους, σ’ ένα σκηνικό που θύμιζε  κρυφό  σχολειό  των ραγιάδων της  Τουρκοκρατίας!  Έγραφαν,  έσβηναν,  λογάριαζαν  ή σιγοψιθύριζαν  συλλαβίζοντας  τα  μεγάλα γράμματα των αναγνωστικών, έτοιμοι για την αυριανή εξέταση της δασκάλας. Όμως το μυαλό του Αρούλη, όσο ζύγωναν οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, τριβελιζόταν από μία και μόνη, την ίδια πάντα, πολύ επίμονη κι ανομολόγητη σκέψη, που πλησίαζε κι αυτή με τις γιορτές σαν…  τραίνο. Όπως τα τραίνα που έβλεπε να έρχονται από μακριά, καθώς στεκόταν ανάμεσα στις γραμμές τους, εκεί στη ΒΙΟ, και τα κοιτούσε κατάφατσα που ολοένα μεγάλωναν και μεγάλωναν, καθώς πλησίαζαν βιαστικά, μέχρι που ο μηχανοδηγός να σφυρίξει θυμωμένα και να διώξει τον ανόητο μικρό που στεκόταν, ασυλλόγιστα κι επικίνδυνα, στην πορεία του.

   Τα μάτια του ήσαν συνεχώς καρφωμένα, σαν μαγεμένα, στις εναλλασσόμενες κόκκινες ανταύγειες κι η σκέψη του κόλλαγε στα κόκκινα ρούχα του αγαπημένου Άγιου, του Άγιου Βασίλη, που του θύμιζε η αναμμένη πυρήνα στο μαγκάλι. Η μητέρα στη διπλανή κουζίνα ετοίμαζε, σαν τελευταία ασχολία της ημέρας όπως πάντα, το βραδινό φαγητό. Λιτό και φτωχικό πάντοτε, περιμένοντας τον πατέρα να γυρίσει, ξεθεωμένος, από τη δουλειά. Έτσι, όλοι μαζί να κλείσουν τον ημερήσιο κύκλο μ’ ένα βαθύ πιάτο σούπα χυλοπίτες, ή τραχανά, που έφτιαχνε μόνη της το φθινόπωρο, για να γεμίζει τις χειμωνιάτικες νύχτες το στομάχι και να ζεσταίνει, συνάμα, όλο το κορμί των μελών της οικογένειας. Και μετά, όλοι μαζί τρεχάτοι, να προλάβουν να χωθούν κάτω από τις βαριές φλοκάτες των κρεβατιών τους, φορώντας τις πιτζάμες που είχαν προηγουμένως ζεστάνει, ένας-ένας, στη ζεστή ανάσα που έβγαζε το μαγκάλι.

   Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν κι έφερναν πάντα μαζί τους κάποια αλλιώτικη και μαγική ατμόσφαιρα στο σπίτι. Η μητέρα, αναστατωμένη και φουριόζα, πάντα τέτοιες ημέρες αλαφιαζόταν περισσότερο. Καθαριότητα γενική και ειδικές ετοιμασίες. Μια μεγάλη λαμαρίνα, δανεική από το φούρνο, γέμιζε με λαχταριστά μακρουλά μελομακάρονα και μυρωδάτους ολοστρόγγυλους  κουραμπιέδες. Λιχουδιές εποχιακές που έρχονταν στο σπίτι για λίγες ημέρες και μετά χάνονταν στη λήθη και την νοσταλγία, επί ένα χρόνο, και να ξανάρθουν πάλι του χρόνου, μαζί με τους… καλικάντζαρους! Στο μυαλό των τεσσάρων μικρών διαβόλων της οικογένειας, Χριστούγεννα σήμαινε σχολικές διακοπές και απέραντο παιχνίδι στις οδούς και τις ρούγες της γειτονιάς. Όχι σχολείο, όχι διαβάσματα, όχι πειθαρχία!  Η ιστορία της γέννησης του μικρού Χριστού στην ταπεινή φάτνη, μιά ιστορία που η καλή θεία Μαρία, με την αργή, ζεστή και λίγο βραχνή, φωνή της διηγιόταν γλαφυρά, ζωντανά και παραστατικότατα, μετέφερε το εκστατικό παιδικό ακροατήριο στη φάτνη της Βηθλεέμ και συγκινούσε, επαναλαμβανόμενη ακούραστα κάθε χρόνο, μέχρι δακρύων τις τρυφερές ψυχές τους.

   Γοητευμένοι παρακολουθούσαν την τόσο ζωντανή αφήγηση της θείας και ένοιωθαν, εκστατικοί, να τους ζεσταίνει πιότερο η ανάσα των αλόγων της φάτνης, παρά η χόβολη του μαγκαλιού. Καθώς η διήγηση προχωρούσε το μισοσκότεινο δωμάτιο μεταμορφωνόταν  σε μαγική φάτνη, έτσι που όλοι περίμεναν ν’ ανοίξει ξαφνικά η πόρτα και να εμφανιστούν οι τρεις μάγοι με τα δώρα!  Στην παιδική τους φαντασία και μέσα στην έξαψη της αφήγησης, οι γύρω σκιές εξέφραζαν τους βοσκούς, τον Ιωσήφ, την Παναγία. Και όλοι, μέσα τους, έβλεπαν την αφεντιά τους σαν τον μικρό, νεογέννητο Ιησού! Η μαγεία των στιγμών κατίσχυε των πάντων και κάλυπτε κάθε γωνίτσα της παιδικής ψυχής. Νικούσε την φτώχεια, τη στέρηση, την ανέχεια και τα οδηγούσε, με την αθωότητα της ηλικίας, κατ’ ευθείαν στον ουρανό, να κολυμπούν ανάερα κι ανάλαφρα παίζοντας με τα Χερουβείμ.

   Ο μικρός Αρούλης, ο μεγαλύτερος, ένας μπόμπιρας της 5ης Δημοτικού, ήταν ο πιο προβληματισμένος απ’ όλα τ’ αδέλφια. Οι συγκινητικές αφηγήσεις της θείας Μαρίας δεν σταματούσαν στη γέννηση του Χριστού, αλλά προχωρούσαν, λόγω των ημερών, και στη γοητευτική ιστορία του Άγιου Βασίλη. Του μεγάλου κι αγαπημένου φίλου των παιδιών. Και τι δεν έλεγε η θεία Μαρία γι’ αυτόν τον καλοκάγαθο, χοντρούλη Άγιο. Όλο το χρόνο, αποτραβηγμένος στο εργαστήρι του στον βορά, στην παγωμένη κι απρόσιτη Λαπωνία, κάπου στην άκρη του κόσμου, κατασκευάζει μαζί με τους βοηθούς του, τα ξωτικά και τις νεράιδες, πολλές χιλιάδες παιχνίδια. Αυτοκινητάκια, τραινάκια, ποδηλατάκια, κούκλες, επιτραπέζια και διάφορα άλλα παιχνίδια, πέρα από κάθε φαντασία και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα φορτώνει σ’ ένα μεγάλο έλκηθρο που το σέρνουν δώδεκα δυνατοί τάρανδοι, κάτι σαν τεράστια ελάφια με μεγάλα υπέροχα κι επιβλητικά κέρατα, και ξεκινάει από τα βάθη της Ανατολής, την πατρίδα του την Καισαρεία, να τα μοιράσει στα αγαπημένα του παιδιά. Όμως όχι σε όλα. Μόνο σε όσα εκείνο το χρόνο ήσαν φρόνιμα στο σπίτι και καλοί μαθητές στο σχολείο. Ο Άγιος Βασίλης, σαν Άγιος που ήταν, γνώριζε τα καμώματα όλων των μικρών του φίλων και επιβράβευε πάντοτε τα καλά παιδιά, δίνοντας ταυτόχρονα ένα καλό μάθημα στα άτακτα για το τί θα παθαίνουν στη ζωή τους, αν δεν συμμορφωθούν και γίνουν καλοί άνθρωποι.

   Ο Αρούλης σε όλο το χρόνο προσπαθούσε να είναι καλό, ευγενικό και υπάκουο παιδί. Πρόσεχε, όσο μπορούσε, να μην κάνει σκανταλιές, να μην στενοχωρεί και θυμώνει τη μητέρα και να είναι καθαρός κι επιμελής στο σχολείο. Προσπαθούσε! Όμως φαίνεται πως δεν τα κατάφερνε πάντοτε γιατί, άθελά του, όλο και κάποια ζαβολιά και αταξία θα έκανε την οποία ο καλός και παρατηρητικός Άγιος, που όλα τα έβλεπε και όλα τα πρόσεχε, την κατέγραφε αμέσως στα κατάστιχά του. Έτσι, κάθε χρόνο μάταια ο Αρούλης περίμενε να του φέρει ο Άγιος εκείνο το δώρο που ποθούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του και που πάντα ανέφερε, ανελλιπώς, στην καθημερινή του προσευχή. Ένα μόνο δώρο λαχταρούσε η καρδούλα του και ένα μόνο ζητούσε, ο μικρός Αρούλης, από τον Άγιο Βασίλη. Ένα και μόνο ένα. Και το ίδιο πάντα! Αυτό που χρόνια έβλεπε να παίζουν κάτι πλουσιόπαιδα στην πάνω γειτονιά, στον Κολωνό, ενώ αυτός και όλη η μικρή παλιοπαρέα του, μόνο στα καλύτερά τους όνειρα έβλεπαν ότι έχουν. Ένα τόπι! Ένα ωραίο, μεγάλο τόπι. Ένα τόπι λαστιχένιο, που να πηδάει και να γκελάρει μέχρι εκεί πάνω.  Όλοι στη γειτονιά ήξεραν πως αυτό που η μαμά του Ζήση, η μοδίστρα, έφτιαχνε, παραγεμίζοντας με κουρέλια μια παλιά κάλτσα και ράβοντάς την σφιχτά, μόνο τόπι δεν ήταν, αφού ούτε τη μισή δουλειά του δεν έκανε! Δεν «μπίσταγε» στο χώμα, ούτε κλωτσιόταν σωστά και μακριά! Κι αυτό το κλοτσοσκούφι που έπαιζαν με δαύτο, μόνο ποδόσφαιρο δεν μπορούσε να είναι, αλλά άθλιο σουράβλι.

   - Αχ, και να είχαν ένα αληθινό τόπι!  Ένα ολοστρόγγυλο, μεγάλο άσπρο τόπι! Τί ωραίο ποδόσφαιρο θα έπαιζαν. Αν……

   Όμως όλα τα παιδιά στη γειτονιά είχαν φτωχούς γονιούς. Κι ο Στράτος, κι ο Στέλιος κι ο Ζήσης κι ο Νότης, όλοι. Και κανένας τους δεν μπορούσε ν’ αγοράσει στο παιδί του ένα αληθινό, πραγματικό άσπρο τόπι. Έτσι τα όνειρα και οι ελπίδες του Αρούλη είχαν εναποτεθεί, αποκλειστικά, πάνω στον Άγιο Βασίλη. Μαζί με τα θερμά παρακάλια και τις ικεσίες που κάθε βράδυ, όλο το χρόνο, με βουρκωμένα μάτια του έστελνε.

   -Αχ΄, Άγιε μου Βασίλη, σε παρακαλώ, φέρε μου ένα τόπι! Θα είμαι καλό παιδί!

   Αλλά, όπως φαινόταν από το αποτέλεσμα, οι  παιδικές αταξίες  ήσαν αναπόφευκτες οπότε ο καλός του Άγιος, αυστηρός αλλά δίκαιος, του έφερνε πάντοτε  μόνο  μικρά, ή  άσχετα,  δώρα, τιμωρώντας τον για όλες τις αταξίες της χρονιάς και αρνούμενος να πραγματοποιήσει την σφοδρή του επιθυμία. Όπως έλεγε η μητέρα, ο σοφός Άγιος Βασίλης, που ήξερε την φτώχεια και τις ανάγκες της οικογένειας, του έφερνε πρακτικά και χρήσιμα δώρα και όχι περιττές πολυτέλειες. Κανένα πουλοβεράκι, τίποτε παπούτσια ή καμιά κασετίνα με μολύβια. Τέτοιες αηδίες, έλεγε μέσα του ο Αρούλης, και ποτέ τόπι. Γι’ αυτό, όταν η μητέρα πήγαινε επίσκεψη, βαρετή καθ’ όλα, στη θεία τη Χαρίκλεια, πέρα από τον Κολωνό, κατά τον Λόφο του Στρέφη, με πολλή χαρά την ακολουθούσε, με την κρυφή ελπίδα να ξεκλέψει λίγη ώρα, να ξεγλιστρήσει από τα φουστάνια των γυναικών κι ανακατωμένος με τους άλλους μπόμπιρες της περιοχής, να κλωτσήσει λίγο ένα πραγματικό τόπι. Με τα γκελ και τα φάλτσα του! Να παίξει αληθινό ποδόσφαιρο, με τα δυνατά σουτ των επιθετικών και τα θεαματικά πλονζόν των τερματοφυλάκων. Στιγμές άφθαστης απόλαυσης. Τί ευτυχία, Θεέ μου!  

   Αυτή τη χρονιά, μεγαλύτερος και προσεκτικότερος, είχε βάλλει τα δυνατά του να είναι φρόνιμος και καλός και πίστευε ακράδαντα πως ετούτη τη φορά ο καλός του Άγιος δεν θα είχε καταγράψει και πάρα πολλά στο μεγάλο βιβλίο με τις παιδικές σκανταλιές, οπότε θα του κάνει, επί τέλους, το χατίρι. Δεν είχε τραβήξει καμιάς γάτας την ουρά, δεν είχε σπάσει με την σφεντόνα κανένα τζάμι γειτόνισσας, δεν είχε στήσει ξόβεργες για σπουργίτια και ούτε είχε σουφρώσει με το διχαλωτό καλάμι τα σύκα από τη συκιά του γείτονα, που τα κλαδιά της βρίσκονταν σύρριζα με τη μάντρα της δικής τους αυλής. Ήταν ένα πολύ καλό κι υπάκουο παιδάκι. Και στην τάξη πρώτος. Δέκα με τόνο στον έλεγχο και διαγωγή κοσμιωτάτη! Άρα είχε κάθε δικαίωμα να ελπίζει ότι, επί τέλους, ο Άγιος θα εκτιμούσε την καλή του συμπεριφορά και θα του έφερνε το δώρο που λαχταρούσε. Δεν τον ένοιαζαν καθόλου τα μεγάλα κουρδιστά αυτοκινητάκια, οι εντυπωσιακές τορπιλάκατοι, οι χοντρές γυάλινες γκαζές και, βεβαίως, οι κούκλες. Αυτές τις βλακείες που έπαιζαν, γλυκανάλατα, τα κορίτσια. Αυτός περίμενε ένα μεγάλο, καλοφουσκωμένο και ολοστρόγγυλο τόπι. Άσπρο με κόκκινες και μπλε βούλες, που θα το χτυπάς κάτω και θα γκελάρει ίσαμε τον ουρανό.

   Όσο πλησίαζε η μεγάλη ημέρα, η παραμονή πρωτοχρονιάς, η μέρα που ο Άγιος Βασίλης θα έκανε τη διανομή των δώρων του, τόσο η καρδιά του Αρούλη χτυπούσε όλο και πιο δυνατά. Δυνατότερα κι από το μεγάλο ρολόι στον τοίχο με τον κούκο, που κάθε ώρα έσκαγε μύτη και διαλαλούσε τις ώρες.

   - Τικ-τακ. Τικ-τακ, τικ-τακ! Κούκου! Ολοένα πιο δυνατά, όλο και πιο ανυπόμονα.

   Είχε βάλει στο μυαλό του μια πονηριά. Όμως μια πολύ αθώα πονηριά! Είχε σκεφτεί, το βράδυ που όλοι στο σπίτι θα έπεφταν για ύπνο, κουκουλωμένοι κάτω από τις χοντρές φλοκάτες, μπας και γλιτώσουν το κρύο που κατέφτανε, σβέλτο και τσουχτερό, μόλις έσβηνε η σόμπα και η πυρήνα στο μαγκάλι γινόταν άσπρη στάχτη, και αφού θα άφηνε να περάσει κάμποση ώρα, ώστε να βεβαιωθεί πως ο βαθύς ύπνος είχε πάρει όλους στην αγκαλιά του, αυτός θα σηκωνόταν αθόρυβα, θα έπαιρνε μαζί του την κουβέρτα και πατώντας στις μύτες των ποδιών θα έβγαινε στην αυλή. Κι από εκεί, με τη σιδερένια στριφογυριστή σκάλα, γραμμή στην ταράτσα.

   Μέρες πριν, είχε καταστρώσει το καταπληκτικό του σχέδιο, πιστεύοντας πως, στην  απίθανη   περίπτωση  που  ο  Άγιος  Βασίλης,  καταλογίζοντάς  του  κάποια αταξία που ο ίδιος έκανε ακούσια χωρίς να το καταλάβει, δεν τον υπολόγιζε και φέτος  στα  καλά  παιδιά  και  δεν  σκόπευε να  του ικανοποιήσει την παραγγελία, όταν θα τον έβλεπε, περνώντας από ψηλά, να τον περιμένει με τόση αγάπη και τόση λαχτάρα μέσα στο κρύο, σίγουρα θα συγκινιόταν, θα τον συγχωρούσε και θα του έδινε κι εκείνου το τόπι που καρτερούσε τόσα χρόνια! Σίγουρα, όλο και κάποιο τόπι θα περίσσευε του Άγιου. Είναι αδύνατον να μην είχε σκεφτεί να έχει και κάποια παιχνίδια ρεζέρβα, για κάποια καλά παιδιά, που μέσα στους πολλούς μπελάδες και τις φούριες των ημερών θα τα είχε ξεχάσει! Και ο ίδιος ήξερε καλά πως ο Άγιος Βασίλης -ποτέ μα ποτέ- δεν άφησε παραπονεμένο κανένα, πραγματικά καλό, παιδάκι. Άρα απόψε, ο Αρούλης είχε πάρα πολλές πιθανότητες.

   Από τις διηγήσεις της θείας Μαρίας, ο Αρούλης ήξερε πως το έλκηθρο του Άγιου Βασίλη ερχόταν από την ανατολή, γι’ αυτό και διάλεξε για να κουρνιάσει τη γωνία του στηθαίου με το πλυσταριό. Ήταν σχετικά απάνεμο και αντίκριζε, φάτσα, την εκκλησία του Αϊ Γιώργη, που όπως έδειχνε η μικρή πυξίδα που ήταν κολλημένη στη σφυρίχτρα που του είχε χαρίσει ο θείος ο Σταύρος στα γενέθλιά του, ήταν στη μεριά της ανατολής.

   Μόλις έσβησε κι η τελευταία λάμπα και στο σπίτι απλώθηκε απόλυτη σιωπή που την διέκοπτε μόνο κάποιο απότομο, στιγμιαίο, ροχάλισμα του κουρασμένου πατέρα, ο Αρούλης εφαρμόζοντας το σχέδιό του, βγήκε με τις πιτζάμες, τα παντοφλάκια και τη βαριά φλοκάτη, διπλωμένη στην πλάτη, στην ταράτσα. Κούρνιασε στη γωνία που είχε διαλέξει και διπλοκουκουλώθηκε με την κουβέρτα, όντας απόλυτα σίγουρος πως ο καλοκάγαθος Άγιος θα εντόπιζε αμέσως τον μικρό σκούρο όγκο στην γωνιά της ταράτσας και θα καταλάβαινε ποιός τον περίμενε με αγωνία κάτω από την φλοκάτη. Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν από τον ουρανό, εκεί στο βάθος του ανατολικού ορίζοντα και περίμενε.

   Ναι, όσο το σκεφτόταν τόσο σιγουρευόταν πως το κόλπο του θα έπιανε. Ήταν απόλυτα σίγουρος και περίμενε να φτάσουν τα μεσάνυχτα! Πίστευε στον Άγιο Βασίλη και την ιστορία του, ακριβώς όπως τους την διηγιόταν η θεία Μαρία, η οποία τα ήξερε καλά αυτά, αφού κάθε μέρα τριγύριζε από εκκλησία σε εκκλησία. Πίστευε με όλη τη δύναμη της ψυχής του και αδιαφορούσε για όσα, κάτι κακόπιστα και άτακτα παλιόπαιδα, διέδιδαν στο σχολείο. Ότι, δήθεν, δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, ότι όλα είναι φαντασίες και παραμύθια των μεγάλων γιά να κρατούν τα παιδιά φρόνιμα όλη τη χρονιά και πως τα δώρα τα αγόραζαν οι γονείς από τα παιχνιδάδικα της οδού Αιόλου! Ήξερε πως όλα αυτά ήσαν κακοήθειες, ζήλιες και δικαιολογίες όλων εκείνων των άτακτων παιδιών που ο Άγιος Βασίλης αγνοούσε με το δίκιο του. Έτσι ήθελαν, από ζήλια και φθόνο, να κλονίσουν την πίστη των καλών στον Άγιο και να τα παρασύρουν στις αταξίες τους.  Όχι, ο Αρούλης δεν τα δεχόταν αυτά. Δεν θα του την έσκαγαν οι πονηροί. Πίστευε στο καλό, την καλοσύνη, τις καλές πράξεις  και στον Άγιο Βασίλη που τις επιβραβεύει με τα δώρα του. Και απόψε, σε λίγες ώρες, θα τους το απόδειχνε.

   Ένας χειμωνιάτικος, μα καθαρός ουρανός, γεμάτος αστέρια φώτιζε πολύ την κατασκότεινη  γειτονιά,  παρ’ όλο που δεν φαινόταν πουθενά ίχνος από φεγγάρι.  Όλος ο κόσμος κοιμόταν, περιμένοντας να ξημερώσει ο καινούριος χρόνος και μόνο, κι αυτό πού και πού, κάποιο μακρινό γαύγισμα έσπαγε τη σιωπή και τρόμαζε, έτσι ξαφνικά  όπως ακουγόταν, τον κουκουλωμένο Αρούλη, που για πρώτη φορά στη ζωή του έμενε τόσο αργά έξω στην ταράτσα και μάλιστα χειμωνιάτικα. Οι μόνες υπαίθριες διανυκτερεύσεις γινόντουσαν μερικές πολύ ζεστές καλοκαιριάτικες νύχτες, τότε όπου ολόκληρη η οικογένεια, ξαπλωμένη στρωματσάδα ο ένας δίπλα στον άλλο, αναζητούσε στον ύπνο τη δροσιά της ταράτσας. Όμως τώρα, τα πράγματα ήσαν τελείως διαφορετικά. Όσο περνούσε η ώρα τόσο το κρύο γινόταν όλο πιο έντονο και πιο δυνατό, σε βαθμό που η φλοκάτη δεν μπορούσε, πλέον, να το σταματήσει. Κουλουριαζόταν όλο και περισσότερο μέσα της, μικραίνοντας το κορμί του και χουχούλιαζε με την ανάσα τις χούφτες του, προσπαθώντας να ζεστάνει τα παγωμένα του δάχτυλα που, λίγο-λίγο, έπαυε να τα αισθάνεται.

    Ήταν αδύνατον να προσδιορίσει πόσος χρόνος είχε περάσει και πόσος απέμενε μέχρι το πέρασμα του Άγιου Βασίλη. Το μόνο που καταλάβαινε καλά ήταν το πώς θα ένοιωθε ο νεογέννητος Χριστός, γυμνός και μικρός, μέσα στην παγωμένη φάτνη, ζεσταμένος μόνο με την ανάσα λίγων αλόγων, μια βδομάδα νωρίτερα. Να φύγει, ούτε λόγος. Καμία δύναμη και κανένα κρύο δεν θα τον έκανε να  εγκαταλείψει την ταράτσα γυρίζοντας στο ζεστό του κρεβάτι. Θα έμενε εκεί περιμένοντας τον Άγιο Βασίλη. Ο κόσμος να χαλάσει, αφού ήταν απόλυτα σίγουρος ότι απόψε θα τον συναντούσε. Όσο κι αν αργούσε αυτός κι όσο κρύο κι αν έκανε. Θα έμενε κι έναν ολόκληρο χρόνο, αν χρειαζόταν. Πάει και τελείωσε!

   Δεν ήξερε πια αν χρόνος έτρεχε, κυλούσε, ή είχε σταματήσει εντελώς. Ούτε κι αν οι ώρες προχωρούσαν στο ρολόι του τοίχου. Εκείνο που καταλάβαινε μόνο ήταν ότι, σιγά-σιγά, είχε πάψει να αισθάνεται τα πόδια του, που είχαν παγώσει. Το ίδιο όπως και τα χέρια του, που ήταν αδύνατον πλέον να ζεστάνει με την ανάσα του. Δεν ήξερε αν κι  αυτή ακόμα έβγαινε ζεστή ή κρύα! Μόνο η καρδιά του χτυπούσε ακόμη και ένιωθε τον αργό της χτύπο, συνεχώς και αργότερο. Καταλάβαινε μόνο πως συνέχιζε να δουλεύει, όπως και τα μάτια του που έμεναν καρφωμένα στην ανατολή, πάνω από τον τρούλο του Αϊ Γιώργη και περίμεναν ανυπόμονα. Ξάφνου, καθώς το βλέμμα του είχε θολώσει αρκετά από το κρύο, ένα άστρο του φάνηκε σαν να κουνιόταν λίγο. Ναι, ναι!, ένα άστρο είχε ξεκολλήσει από τον ουρανό και πλησίαζε προς την ταράτσα με μεγάλη ταχύτητα. Καθώς σίμωνε γινόταν όλο και πιο μεγάλο, όλο και πιο φωτεινό! Σε τέτοιο βαθμό που τον θάμπωνε. Ο Αρούλης μισόκλεισε τα μάτια ώστε ν’ αντέξουν το εκτυφλωτικό φως. Όταν μπόρεσε να διακρίνει καθαρά πάλι και είδε ένα μεγάλο έλκηθρο να κατεβαίνει στην ταράτσα. Δώδεκα τεράστιοι τάρανδοι, με δυνατά στήθη και μεγάλα επιβλητικά κέρατα, σαν βασιλικά στέμματα, στο κεφάλι, ξεφυσώντας σαν ατμομηχανές το προσγείωσαν σαν πούπουλο μπροστά του. Ένα έλκηθρο γεμάτο κουτιά τυλιγμένα με πολύχρωμα χαρτιά και δεμένα με παρδαλές γιορταστικές κορδέλες. Ακριβώς όπως το περιέγραφε στις αφηγήσεις της η θεία Μαρία.

   Μόλις προσγειώθηκε το έλκηθρο -Ω΄, Θεέ μου- πρόβαλε μέσα από τους σωρούς των δώρων, ο Άγιος Βασίλης! Ο ίδιος, αυτοπροσώπως, με το ίδιο γλυκό καλόκαρδο γέλιο, ακριβώς όπως στις περιγραφές και τις φωτογραφίες που ήξερε ο Αρούλης από τις εφημερίδες! Ο Άγιος πλησίασε, τον πήρε αγκαλιά, του χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά, ζεσταίνοντας με το χοντρό μάλλινο γάντι του το παγωμένο του πρόσωπο και είπε αργά, με τη βαριά του φωνή.

   - Αρούλη, είσαι ένα πολύ καλό παιδί. Το πιο καλό παιδί του κόσμου! Αυτό που έκανες για μένα, ποτέ κανένα άλλο παιδάκι δεν σκέφτηκε και δεν τόλμησε να κάνει μέχρι σήμερα!

   Τον φίλησε στοργικά στο μέτωπο και τον τύλιξε απαλά με τη φλοκάτη. Μετά έβγαλε από το σακούλι του ένα ολοστρόγγυλο, μεγάλο, καλοφουσκωμένο και γυαλιστερό τόπι και το έβαλε στην αγκαλιά του. Ένα μεγάλο άσπρο τόπι με ωραίες κόκκινες και μπλε βούλες! Ακριβώς όπως εκείνο που ονειρευόταν σε όλη του τη ζωή. Ο Αρούλης έκλεισε τα μάτια τρισευτυχισμένος. Δεν ένιωθε πια κανένα κρύο. Μια γλυκιά ζέστη τον είχε αγκαλιάσει ολόκληρον.

* * *

   Όταν ξύπνησε, ίσως το άλλο πρωί, ίσως το παρ’ άλλο, ίσως πολλά πρωινά μετά, δεν έχει σημασία, βρισκόταν σ’ ένα λευκό δωμάτιο, κουκουλωμένος σ’ ένα άσπρο κρεβάτι όπου πάνω και γύρω του κρέμονταν διάφορα σωληνάκια. Η μητέρα, με πρόσωπο σφιγμένο και την αναστάτωση ζωγραφισμένη επάνω του, καθόταν στην καρέκλα δίπλα του και η θεία Μαρία, όρθια στο κάτω μέρος του κρεβατιού, τον σταύρωνε από απόσταση. Τα πόδια και τα χέρια του ήσαν τυλιγμένα ολόκληρα με άσπρους επιδέσμους και δίπλα, σ’ ένα ψηλό λευκό κομοδίνο, το μεγάλο, ολοστρόγγυλο και καλοφουσκωμένο άσπρο τόπι, με τις μεγάλες κόκκινες και μπλε βούλες! Το τόπι που του έφερε ο αγαπημένος φίλος των καλών παιδιών, ο Άγιος Βασίλης! Ο Αρούλης ξανάκλεισε πάλι τα μάτια για να ζήσει στα μικρά του όνειρα, το μεγάλο όνειρο της μικρής του ζωούλας. Ένα πλατύ χαμόγελο ευδαιμονίας σφράγιζε το πρόσωπό του και δεν αισθανόταν πλέον κανένα πόνο στο σώμα, ούτε έβλεπε τα δάκρυα στα μάτια της μητέρας και της θείας του, καθώς έπαιζε «δίτερμα» στον ουρανό με τους αγγέλους. Εννοείται με το μεγάλο άσπρο τόπι που του έφερε, πρωτοχρονιάτικο δώρο, ο αγαπημένος του Άγιος Βασίλης. Ο αγαπημένος Άγιος όλων των φρόνιμων μικρών και των αγαθών μεγάλων. Ο Άγιος των δώρων και της ελπίδας, αυτής που προσδοκούμε και σήμερα, περισσότερο από ποτέ.

 ΤΕΛΟΣ

  

 

  

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2021

Μοναξιά...

Ξέρω πως η σημερινή ημέρα αντεδείκνυται γιά τέτοιες αναρτήσεις. Γιά τους πολλούς, τους κανονικούς, τους συμβατικούς ανθρώπους...
Όμως υπάρχουν και κάποιοι άλλοι. Διαφορετικοί. Τυχεροί στην ατυχία τους, ή άτυχοι στην ιδιαιτερότητά τους. Γευόμενοι την αχαριστία αποστρέφονται τα εγκόσμια και στρέφονται στην απομόνωση και την προσωπική "φωλιά" της ψυχής τους. Κλεισμένοι στην κάψα της παραμένουν προστατευμένοι από κάθε εξωτερική προσβολή και ασχήμια. Και εκεί... ησυχάζουν μόνοι, αλλά πανίσχυροι. Πιό καλή η μοναξιά...

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

Η συγγνώμη, της συγγνώμης... ώ συγγνώμη!

"Δώστε τώρα που γυρίζει.. (ο χρόνος").

Καθώς πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και ο χρόνος θ΄ αλλάξει, θέλω:
-α) Να ζητήσω συγχώρεση από όσους πλήγωσα -"λόγω και έργω"- καθ΄ όσον... "διανοία" είναι αδιανόητο να το έκανα.
-β) Να συγχωρέσω όσους με έβλαψαν, λόγω, έργω, διανοία.
-γ) Να ζητήσω συγγνώμη από όσους συγχώρησα, γιατί δεν μπορώ να ξεχάσω γιατί... τους συγχώρησα!


Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

Σύγχρονες ανθρώπινες σχέσεις…

 

Γιά να «μπεις» αρκεί ενθουσιασμός και επιπολαιότητα.
Γιά να «μείνεις» χρειάζεται υπομονή, ανοχή και περίσκεψη.
Γιά να «βγεις» απαιτείται σωφροσύνη και δύναμη…

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Όνειρα... χειμερινής νυκτός!

 


Τελικά, δεν μας απέμεινε τίποτα παρά να ονειρευόμαστε. Και το μόνο που θα ήθελα, στα όνειρά σου να είμαι μέσα...

Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

Θλίψη, κατήφεια, απογοήτευση…

 


Γιά πρώτη φορά στην αρκετά μακριά ζωή μου αισθάνομαι τόσο άδειος, τόσο απογοητευμένος και τόσο απόμακρος από την αθλιότητα, τον παραλογισμό και την βλακεία που έχει καλύψει, σαν το παλιό νέφος της Αττικής, ένα μεγάλο μέρος από τον, τάχα, ευφυέστερο λαό του Κόσμου, ο οποίος ποδηγετείται από απίθανης ηλιθιότητος και κακεντρέχειας τύπους!
Μοντέρνοι «λωτοφάγοι», σύγχρονα «μαραπούντα» -καθόλου «ιδανικοί αυτόχειρες»- και στο βάθος… απίθανοι συριζαρέοι! Κακόπιστοι, κουτοπόνηροι, καταστροφικοί.
Αδιανόητα και θεοπάλαβα γεγονότα, π.χ… -Μπουρδολόγοι σχιζοφρενείς… «σωματοφύλακες» που… συλλαμβάνουν αθώους και τους οδηγούν στο αστυνομικό τμήμα, οπότε εκεί… συλλαμβάνονται (!!!) και οδηγούμενοι στο Δικαστήριο, τους εξανεμίζεται η μαγκιά κι αρχίζουν την κλάψα! -Ψευτόμαγκες δημοσιογράφοι που «έγλειφαν» κάθε αντιπολίτευση προκειμένου, ερχόμενη στην κυβέρνηση, να χαρίσει τα χρέη τους που δημιουργήθηκαν από αποτυχημένες επιχειρήσεις στον χώρο του Τύπου. Μέχρι να γίνουν κυβέρνηση και τον αγνοήσουν, οπότε άρχιζε το «γλείψιμο» στη νέα… αντιπολίτευση κ.ο.κ., με αποτέλεσμα να φάει το κεφάλι του στο βωμό του κορωνοϊού και της, κατά Μητσοτάκη, αντιπολιτευτικής λύσσας! -Αποτυχημένα πολιτικά «ψώνια» που, γιά να κρατηθούν στην επιφάνεια, μετά την παταγώδη πολιτική καταβύθισή τους, έπαιξαν το ίδιο «χαρτί του αντιεμβολιασμού» και κατάντησαν αξιοθρήνητα σκελετωμένα ζωντανά λείψανα, αγνώστου πνευματικού υπολείμματος και υπολοίπου ζωής. -Θλιβερό κατάλοιπο μεγάλης πολιτικής οικογένειας που κατρακύλησε ολόκληρη τη σκάλα της αποτυχίας -από κορυφαίο αξίωμα, μέχρι την πλήρη αποκάλυψη της κάτω του μηδενός… αξίας του- ο οποίος δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει την «σφαλιάρα» που έβλεπαν να έρχεται προς τον σβέρκο του μέχρι και τα παιδιά του νηπιαγωγείου, αλλά κάθισε να την εισπράξει χωρίς ντροπή και ίχνος διαθέσεως προστασίας του «ονόματος». Και μάλιστα γιόρτασε κιόλας τη φάπα(!) χορεύοντας ζεϊμπέκικο! -Άθλια συριζαρέικα «εγκάθετα» μίσθαρνα σκουληκάκια που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο διάφορες αισχρές ανοησίες και ύβρεις του τύπου… «δολοφόνε», «εγκληματία» Μητσοτάκη… «γαμ…σαι», πιστεύοντας πως έτσι κάνουν αντιπολίτευση και… φθείρουν με τη χολή που ξερνούν συνεχώς την κυβέρνηση! –Βαρύμαγκες «σταλίνες» τέως υπουργοί… κουραδόμαγκες της αριστερής αποτυχίας -κατά δική τους ομολογία φοροκλέφτες- που μας απειλούν ξεδιάντροπα πως την… επόμενη φορά θα μας κόψουν τον… "κώ..ο"!
Με αυτό τον διάχυτο βόρβορο που μας περιβάλλει, ας θεωρηθεί η παρούσα ανάρτηση ως αγωνιώδης προσπάθεια ανακάλυψης διεξόδου διαφυγής από την επικρατούσα ασχήμια και αναζήτησης καθαρού αέρα, προς αποφυγή ασφυξίας. Γεγονότα που επιτείνονται και από προσωπικές αντιξοότητες.

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

«Αχ΄, Αννούλα του χιονιά…»

Αχ Αννούλα του χιονιά-Αντώνης Καλογιάννης - YouTube

Δεν θα ήθελα να χαρακτηριστώ… σεξιστής -σας διαβεβαιώ ουδέποτε υπήρξα- αλλά οι σημερινές μου σκέψεις αναφέρονται και αφιερώνονται στο, εξ υμών, άρρεν μέρος των αναγνωστών. Στους «άντρες» και όχι τα «αρσενικά» με την ενστικτώδη διάσταση και χαρακτηριστικά του όρου «άρρεν». Σε όσους η ευαισθησία τους επιτρέπει να συγκινούνται, ακόμη και να δακρύζουν.
Από τη ζωή όλων αυτών θα «πέρασαν» -μπήκαν και βγήκαν, αφήνοντας πίσω τους το «άρωμα» και την ανάμνησή τους- κάποιες γυναίκες. Συνήθως περισσότερες, σπανίως μία. Από όλες αυτές, μία υπήρξε, οπωσδήποτε, η… «μία» τους. Μπορεί να την έλεγαν… Μαρία, Κατερίνα, Ελένη, ή οπωσδήποτε αλλοιώς. Όμως γιά όλους μας, αυτή η «μία», υπήρξε η δική μας… «Αννούλα του χιονιά». Και γράφω «υπήρξε» γιατί ακόμη και αν δεν «έφυγε», (με χίλιους δυό τρόπους και γιά άλλους τόσους λόγους), αλλά παραμένει κοντά μας, στην πραγματικότητα είναι… «φευγάτη», αλλοτριωμένη και αγνώριστη. Παραμορφωμένη, «στραμπουλιγμένη» και παρηκμασμένη. Με ξεθυμασμένο από την ηλικία, την διαβρωτική ρουτίνα της συνήθειας, την πεζότητα της καθημερινότητας και την αναπόφευκτη μετάλλαξη από τον άθλιο και αδυσώπητο Πανδαμάτορα, εκείνου του παλιού, του πρωτόγνωρου πάθους που κάποτε συνέδεσε ερωτικά δύο ανθρώπους.
Έτσι -με απειροελάχιστες και σπάνιες εξαιρέσεις- η εξαφανισμένη μαγεία αυτού του ισχυρότερου συστατικού της ερωτικής σχέσεως, οδηγεί μοιραία στην απόλυτη κατίσχυση του… «δεν θα είμαι πιά μαζί σου», ακόμη κι αν οι δύο πρώην εραστές συνεχίζουν να συζούν συμβατικά και να κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι! Στην πραγματικότητα ανάμεσά τους διαρρέει η άβυσσος της αποξένωσης, του εγωισμού και, τελικά, της απομόνωσης.
Σε όλες αυτές τις, πρώην,… «μίες» -τις "Αννούλες" της ζωής μας- αφιερώνω ένα δάκρυ, ένα νοερό, δροσερό τριαντάφυλλο, οπωσδήποτε χρώματος γκρενά, ένα νοερό θερμό φιλί και αυτό το αιώνια πανίσχυρο τραγούδι του Μάριου Τόκα, με κυρίαρχα στοιχεία την φωνή του Αντώνη Καλογιάννη κι εκείνο το αβάσταχτο… «Αχ΄» της αρχής.

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

«Τα μεταξωτά βρακιά…» και η γλύκα της εξουσίας.

 Οι μεγάλες και δύσκολες αποφάσεις ανήκουν στους μεγάλους άνδρες, (και γυναίκες... εννοείται).


Ο Γιώργος Παπανδρέου -ουδέποτε υπάρξας «Γεώργιος»- ανήκει, εξ αίματος, σε μία μεγάλη πολιτική οικογένεια. Γαλουχήθηκε και ανδρώθηκε στους κόλπους της και, οπωσδήποτε, ήρθε σε άμεση επαφή με πολιτικές διαδικασίες, μηχανισμούς, δημαγωγίες και πολύπλοκους πολιτικούς χειρισμούς και λαϊκίστικα τερτίπια, αλλά μέχρις εκεί. Φύσει ευγενής άνθρωπος, τα μόνα χαρακτηριστικά που κληρονόμησε από τους ανιόντες του πολιτικούς «γάτους» είναι το μικρόβιο -λέγε με και… «ψώνιο»- και η δίψα της εξουσίας. Η μέχρι τούδε πολιτική διαδρομή του αποδεικνύει την αξία του γνωστού ρητού: «Αρχή άνδρα δείκνυσι», καθ΄ όσον οι επιδόσεις του στην πολιτική κονίστρα είναι πενιχρές έως ασήμαντες. Και, ενίοτε, επικίνδυνες για την χώρα και τον λαό της.
Ήδη, μετά από μάλλον μικρόνοη και τυχάρπαστη διαδρομή, ξαναβρίσκεται στην αφετηρία γιά νέα… αναμέτρηση. Στην πρώτη φορά πέρασε… «by» και άνευ αντιπάλου, με «απονομή» του "δακτυλιδιού" χάριν ονόματος και δεν χρειάστηκε να παλαίψει. Όμως τώρα -στη δεύτερη- τα πράγματα είναι αλλοιώς και η ακόρεστη εξουσιολαγνεία τού βάζει παρωπίδες. Με την βεβαιότητα -προσωπική μου άποψη- μιάς επερχόμενης ήττας, μάλλον ταπεινωτικής λόγω σχετικής ασημαντότητος του αντιπάλου, δεν αντιλαμβάνεται το μέγεθος των συνεπειών και το στίγμα με το οποίο θα σφραγίσει την πολιτική διαδρομή ολόκληρης της «δυναστείας» Παπανδρέου. Μία παραίτηση και μιά… ηρωική έξοδος, (γιά το μπλα, μπλά της οποίας μπορεί να φροντίσει εξωραϊστικά το επιτελείο του), θα περισώσει τα «κουρέλια» ενός καταρρακωμένου γοήτρου και θα του εξασφαλίσει ένα ελάχιστο ποσοστό υστεροφημίας.
Η -σχεδόν βεβαία- υποστήριξη του πικραμένου Λοβέρδου της υποψηφιότητος Ανδρουλάκη καθιστά την αξιοπρεπή αποχώρηση Παπανδρέου από τα κοινά ως αναγκαιότητα, κατά τον γνωστόν αισώπειο μύθο της αλεπούς με τα «κρεμαστάρια» σταφύλια. Αν αντιληφθεί εγκαίρως πως η πολιτική και τα οφίτσια κατέστησαν γι΄ αυτόν… «όμφακες», θα μπορέσει να τερματίσει την πολιτική του σταδιοδρομία με όσο γίνεται περισσότερη, έστω στραπατσαρισμένη, αξιοπρέπεια. Ειδ΄ άλλως θα έχουμε την ευκαιρία να μας διασκεδάζει και στο μέλλον.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2021

Δημοκρατία σημαίνει να μπορείς ακόμη και να την… καταπολεμάς!

Τον... Ραπούτιν, τον θυμάστε; 

Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα υπήρχε σήμερα –εποχή που η επιστημονική γνώση και η πληροφόρηση είναι διάχυτες και προσβάσιμες στους πάντες, (καθώς κρεμιόνται ακόμη και στα μανταλάκια των περιπτέρων)- τέτοιος μεσαιωνικός σκοταδισμός, τέτοια αμορφωσιά και τόσο λυσσαλέος φανατισμός, που θα μπορούσε να υπερβεί ακόμη και το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως.
Δυστυχώς, όλα αυτά που συμβαίνουν τώρα -και που ακούγονται θεοπάλαβα- είναι περιβεβλημένα από ουσιαστικά άγνωστες, εν τοις πράγμασι και τη ουσία, πολυφορεμένες λέξεις π.χ. «φιλελευθερισμός», «νεοφιλευθερισμός» και τέτοια, διατυμπανιζόμενες από τις αγελαίες μάζες. Γεγονός που αδυνατώ να καταλάβω και που αποφεύγω ακόμη και να τα διαβάσω φευγαλέα. Η ανθρώπινη βλακεία έχει γίνει φορέας ποδηγεσίας από τα ακραία πολιτικά, αντιδημοκρατικά περιττώματα τα οποία την οσμίζονται και συμπλέοντα -λειτουργώντας παράλληλα- προσπαθούν να την προσεταιριστούν και αποσπάσουν την ψήφο της.
Έτσι βλέπουμε να έχουν λόγον, βαρύνοντα μάλιστα, διάφοροι τύποι, λ.γ. ο καραφλός «Έλλην λύτης» που πουλάει φάρμακο γιά την φαλάκρα, περιτυλιγμένο σε χειρόγραφα του Ιησού Χριστού (!) και ο ομογάλακτος άθλιος μαινόμενος υβριστής που «μακελεύει» το νευρικό σύστημα ακόμη και των ομοϊδεατών του, να συμπορεύονται με τον γνωστόν αριστερό ψευτοπαλληκαρά «α-λήτη» και τον εσμό του, που συγκεντρώνει ό,τι μικρόψυχο, μίζερο, λυσσαλέο και υστερικό σκουπίδι υπάρχει στην, πάλαι ποτέ, πεφωτισμένη αριστερά. Όρα τον αντιπαθητικό σπιθαμιαίο ασβό με το όνομα -επί τω ακούσματι και μόνο γεννά απεχθείς συνειρμούς του παρελθόντος- που ωρύεται… «να φύγει ο Μητσοτάκης», αλλά χωρίς να ζητεί… εκλογές, λόγω δημοσκοπήσεων!
Επίσης δυστυχώς -δυστυχέστατα θα έλεγα- μεγάλο μέρος του ελληνικού κλήρου αποδεικνύεται κατώτερο της αποστολής και του ρόλου του, ως ηθικοπλαστικού ταγού του απλού λαού και προκύπτει ως στενόμυαλος και στενόκαρδος περάτης του «απλοϊκού» λαού στην βάρκα του Αχέροντα. Παρωπιδιασμένοι και περιχαρακωμένοι στενόκαρδα στην ουσία του όρου: «δόγμα», φανατικοί ζηλωτές και στενόμυαλα ερμηνευτές των γραφών, με το Σταυρό στο ένα χέρι και την ελληνική Σημαία στο άλλο διασχίζουν την Αχερουσία με γεμάτη τη βάρκα από αφελείς, που αγνοούν την ανθρώπινη φύση. Κάτι που δεν έκανε ούτε ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος «γεύτηκε» όλα τα ανθρώπινα δεινά. Ταπεινώθηκε, βασανίστηκε, πόνεσε, μάτωσε και, εν τέλει, θανατώθηκε, ως «Άνθρωπος», πριν αναστηθεί ως «Θεός»! Κάτι που δεν μπορεί να κάνει –μεταξύ άλλων- πρόσφατα και η ταλαίπωρη 38/χρονη μάνα των Σερρών, η οποία άκουσε κάποιον τέτοιον… «πνευματικό» και… παρέδωσε το «πνεύμα», χωρίς να προλάβει να αντικρύσει, το μονάκριβο νεογέννητό της.
Συμπέρασμα: Εξ ορισμού -και από χέρι- σφόδρα πολέμιος όσων περικλείει και εννοεί η λέξη: «δόγμα» και οπαδός της επιστημονικής διαδικασίας: «αίτημα-θεώρημα-υπόθεση -έρευνα-απόδειξη-νόμος», θυμήθηκα κάποιες παρεΐστικες φοιτητικές πλάκες, όπου -αμπελοφιλοσοφώντας- είχαμε καταλήξει στο δικό μας… δόγμα: «Όσοι είναι με τον Θεό, πηγαίνουν κατά… Διαβόλου, ενώ όσοι είναι με τον Διάβολο, βλέπουν… Θεού πρόσωπο»! (Η θεωρία μου κάλυπτε και όλες, όσες γυναικοδουλειές μας προέκυπταν, τις οποίες, τότε, τις λέγαμε… «γκομενοδουλειές»).