Μιά και πήραμε φόρα... ας κλείσουμε ένα κεφάλαιο που ανοίξαμε, σαν αντίβαρο της καταθλιπτικής και ζοφερής ατμόσφαιρας που μας περιβάλλει. Ένα "χαρμάνι" του ρομαντισμού με τον ρεαλισμό. Του πεζού λόγου με την πεζότητα που δίνει στον λόγο η αναστάτωση, ο παραλογισμός και η αμφισβήτηση των πάντων στην ταραγμένη μας εποχή.
Μιά αποπνοή ηρεμίας μέσα στο πάθος, φερμένη από ένα καλύτερο παρελθόν. Η δύναμη των αισθήσεων και των παραισθήσεων που δίνει διέξοδο διαφυγής στο "στρίμωγμα" και οξυγόνο στην ασφυξία. Η καταφυγή στην ουτοπία, ως μέθοδος επίλυσης -στρουθοκαμηλισμός ίσως- πιεστικών καθημερινών προβλημάτων. Και μιά πρόχειρη αναλγητική λύση, μέσω... "μη λύσης". Κάτι σαν το πλαστό χαρτονόμισμα που -παραχαραγμένο τέλεια- μπορεί να πλασσαριστεί σαν γνήσιο και να μετρήσει ισότιμα στις συναλλαγές. Πολλά μπορεί... ακόμη κι ένα απλό, εκτονωτικό παραλήρημα του γράφοντος. Ένας χορός που μπορεί να σε φτάσει στα πέρατα της Αγάπης...
Και πιό κάτω, η δεύτερη -υπεσχημένη- ερωτική περιγραφή από το ίδιο βιβλίο. Με τελείως αντίθετη φιλοσοφία απ' αυτήν που, κραυγαλέα και ριζοσπαστικά, "ταρακουνά" το κατεστημένο η θεωρία του Έντουαρντ Άλμπυ. Όμως χωρίς αθυροστομίες αλλά και προκαταλήψεις ψευτοπουριτανισμού. Χωρίς κανένα... φόβο γιά την οποιαδήποτε Βιρτζίνια Γούλφ και πόρρω μακράν από πρότυπα τύπου Νταίηβιντ Λώρενς. Κοντολογίς, ό,τι και όπως μού 'ρθε!
«……………………………………………………………………………………………...
Της κράτησε με τα δυό του χέρια απαλά το πρόσωπο και την κοίταζε συνέχεια στα μάτια. Ποτέ του δεν την είχε παρατηρήσει τόσο έντονα πριν. Για πρώτη φορά ίσως, διαπίστωνε με ευχάριστη έκπληξη ότι η Μιτσίκο πρέπει να ήταν πολύ πιο όμορφη απ’ όσο την έδειχνε, επιτηδευμένα, η άσπρη μάσκα του μακιγιάζ.
- Μιτσίκο, φέρε σε παρακαλώ ένα ακόμη μπολ με ζεστό νερό. Και ένα στεγνό πανί.
Τα γελαστά μάτια του νεαρού διασκέδαζαν με την έκπληξη της μικρής γκέισας στα παράξενα φερσίματά του.
- Για πλησίασε κοντά να σε δω, της είπε όταν εκτελέστηκε κι η καινούρια επιθυμία του.
Με αργές κινήσεις έβγαλε τις δυό μεγάλες καρφίτσες που κρατούσαν σφιχτοδεμένα τα μαλλιά της κι αμέσως ένας μαύρος, μεταξένιος χείμαρρος ξεχύθηκε απ’ το κεφάλι της Μιτσίκο. Τα κατάμαυρα μαλλιά, αμφίβολο αν τα είχε κόψει ποτέ στην ζωή της, έφτασαν μέχρι τη μέση της. Ο έκπληκτος Κωσταντής την κράτησε πάλι τρυφερά με τα δυό του χέρια και της ανασήκωσε απαλά το κεφάλι μέχρι να συναντήσει τα συνεσταλμένα της μάτια που προσπαθούσε να κρατήσει, με το μίγμα της απορίας, της έμφυτης ντροπαλότητας και μιας αόριστης προσμονής, χαμηλά. Πήρε με το ένα χέρι το ύφασμα, το βούτηξε λίγο στο χλιαρό νερό και βάλθηκε με απαλές κινήσεις, σαν βελούδινο χάδι, να της καθαρίζει το πρόσωπο. Η Μιτσίκο, καθηλωμένη από την έκπληξη, αμήχανη και μαγεμένη από την τρυφερότητα του νεαρού, αφέθηκε στη φροντίδα του.
Το αποτέλεσμα της αφαίρεσης του μακιγιάζ ξεπέρασε κάθε προσδοκία του Κωσταντή. Ένα όμορφο νεανικό πρόσωπο ξεπήδησε απ’ τη μεταμόρφωση, αποκαλύπτοντας και ένα σωρό λεπτομέρειες λεπτών και καλοσχεδιασμένων χαρακτηριστικών που ισοπέδωνε και έκρυβε το λευκό, παχύ μακιγιάζ. Η Μιτσίκο ήταν ένα πανέμορφο και γλυκύτατο γιαπωνέζικο μπιμπελό, που για πρώτη φορά παρουσιαζόταν αυτούσιο στα έκθαμβα μάτια του νεαρού!
Της χάιδεψε απαλά, περιγράφοντας με τα άκρα των δακτύλων το πρόσωπο και γέρνοντας τη φίλησε στο στόμα. Το ανεπαίσθητο τίναγμα των χειλιών της πρόδωσε απειρία, αποδοχή αλλά και ευχαρίστηση μαζί. Στο δεύτερο φιλί ήταν έκδηλη η ανταπόκριση.
Έγειραν στο άβολο και σκληρό τατάμι που κάλυπτε σαν τάπητας το δωμάτιο. Ο Κωσταντής, με κάποια προσπάθεια της έλυσε την όμπι και την απάλλαξε από το κιμονό και την τεχνητή καμπούρα που κουβαλούσε στην πλάτη. Το αλαβάστρινο μικροκαμωμένο σώμα που απλωνόταν νωχελικά και ντροπαλά, αλλά και με άπειρη θηλυκότητα μπροστά του, ξετρέλανε τον Κωσταντή.
«Περπάτησε» με τα χείλη κι ανίχνευσε τους δρόμους και τα μονοπάτια του κορμιού της. Σκαρφάλωσε στους λόφους του και κατρακύλησε στις ρεματιές και τα λαγκάδια του, ανακαλύπτοντας σε κάθε ανατρίχιασμά της την ανταπόδοση της ηδονής που του προσέφερε. Ενώθηκαν με ένα μίγμα συμπυκνωμένου πάθους, διαλυμένου μέσα σε θάλασσες απαλότητας και ωκεανούς τρυφερότητας.
Ο αρχικός πόνος της Μιτσίκο σύντομα υποχώρησε μέχρι που οι μικροί, κοφτοί στεναγμοί της μικρής έδωσαν τη θέση τους σ’ έναν παρατεταμένο, μακρόσυρτο ηδονικό αναστεναγμό. Κανείς τους δεν κατάλαβε το πόσο κράτησε το αγκάλιασμά τους. Παρασυρμένοι κολυμπούσαν σαν εξαϋλωμένοι στα πουπουλένια σύννεφα της υπέρτατης ευχαρίστησης, με τη βοήθεια και του φαναριού που έσβησε όταν έλειωσε το κερί του, αφήνοντάς τους στο τέλος μόνους και μετέωρους στον χρόνο και τα φτερά του έρωτα, που τους ανέβασε σε υπερκόσμια ύψη και απόκοσμες καταστάσεις. Ώσπου έγειραν και κοιμήθηκαν αποκαμωμένοι, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
..................................................................................................................................................»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου