Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Με τη σκέψη στον Καβάφη...

 ... και την αποστροφή στην χυδαιότητα της ρουτίνας.


    Η χθεσινή ανάρτηση μου καλάρεσε. Και συγγραφικά με ενέπνευσε, γυρίζοντάς με  κάμποσα χρόνια πίσω. Όχι στο 2014 που έγραψα αυτό το μυθιστόρημα, αλλά πολλά-πολλά πριν. Όταν κάποια Πολωνέζα εργάτρια ισχυριζόταν πως είναι, δήθεν διασωθείσα από την ομαδική εκτέλεση της οικογένειας του Τσάρου Νικόλαου Β΄, η τελευταία του κόρη, η Αναστασία και διεκδικούσε δικαστικά τίτλους και περιουσία. Είχα δει τότε την ιστορία αυτή στο φιλμ "Αναστασία", με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, στο ρόλο της σφετερίστριας, και με είχε γοητεύσει και συγκινήσει. Μετά την έκανα... "αχταρμά" -μυθιστορηματική αδεία- με διάφορα πρόσωπα και καταστάσεις -άλλα πραγματικά και άλλα φανταστικά-  οπότε στο τέλος βγήκε το πιό πάνω μυθιστόρημα. Απ' αυτό αναρτώ ένα μικρό απόσπασμα.

«...............................................................................................................................................................

   Σ’ ένα ταξίδι ρουτίνας -με τον Ματίας μαζί- φθάνοντας νύχτα στην Κόρινθο βγήκε, κατά τη συνήθειά του, να ξαλεγράρει στα καπηλειά του λιμανιού. Πιωμένος  τύφλα, του γυάλισε μια πρωτοεμφανιζόμενη νεαρή... «Λαΐδα» που δεν είχε ματαδεί εκεί. Γλύκα στη γλύκα μ’ αυτήν, λόγο στο λόγο με τους ντόπιους νταβατζήδες, βρέθηκε μ’ ένα μαχαίρι στην πλάτη!

   Όταν ήρθε η ώρα να σαλπάρουν, ο καπετάν Σπαβέντος δεν ήθελε, επ’ ουδενί, να μείνει στο νοσοκομείο.

   -Αφεντικό, στον Θεό που πιστεύεις, πάρε με απ’ εδώ! Δεν θέλω να πεθάνω σε ξένο τόπο. Θέλω να γυρίσω στη Σμύρνη. Έχει κι εκεί νοσοκομεία.

   Παρά τις αντιρρήσεις των γιατρών ο τραυματίας δεν άκουγε τίποτε. Χάλαγε τον κόσμο! Έτσι  ο Ματίας υπέγραψε αναλαμβάνοντας την ευθύνη και μαζί με τη σταφίδα φορτώθηκε, μπανταρισμένος, κι ο καπετάν Σπαβέντος στην κουκέτα του. Πρώτη φορά ταξίδευε ο θαλασσόλυκος ξάπλα. Πρώτη και τελευταία! Ξεψύχησε μεσοπέλαγα.

   Ο Ματίας ήταν σίγουρος πως ο καπετάνιος ήξερε καλά τί του έγραφε η μοίρα και γνώριζε το τέλος του. Γι’ αυτό δεν ήθελε να μείνει στην Κόρινθο. Ήθελε να ξεψυχήσει στη θάλασσα. Και εκείνος αποφάσισε να σεβαστεί την επιθυμία του. Αυτό που σ’ όλη του τη ζωή διαλαλούσε για τον ναυτικό:

   «- Πατρίδα του είναι η θάλασσα! Αυτή τον γέννησε, αυτή τον ζει κι αυτή θα τον πάρει κοντά της, όταν έρθει η ώρα του!»

   Τα λόγια αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό του, καθώς νόμιζε πως άκουγε πάλι τον μακαρίτη να τα φωνάζει δυνατά με τη βραχνή φωνή του. Και μ’ αυτά τον αποχαιρέτησε. Φασκιωμένος όπως ήταν από τους γιατρούς, δεν χρειαζόταν ούτε σεντόνι. Του έζωσαν τα πόδια σφιχτά με μια καδένα, όπου στην άλλη της άκρη κρεμόταν η εφεδρική άγκυρα του καϊκιού, και τον φουντάρισαν στο νερό. Η μπουρού τον χαιρέτησε κι αυτή με τρία παρατεταμένα, μελαγχολικά σφυρίγματα. Ίσα για να ειδοποιήσει νεράιδες και γοργόνες του βυθού να βγούν  και να τον υποδεχτούνε, οδηγώντας τον στα υποβρύχια καπηλειά και μπορντέλα τους.»

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου