Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος.

Μνήμες νοσταλγικές...


Τον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο δεν τον γνωρίζω προσωπικά. Δεν είχα την τιμή. Όμως γνώρισα τον δικηγόρο αδελφό του, τον κ. Γεώργιο Γιαννουλάτο και την κυρία Ελένη, την σύζυγό του. Τους είχα συνταξιδιώτες σε ένα γκρουπ, πολλά χρόνια πριν. Ο κύριος Γιώργος, αρκετά χρόνια μεγαλύτερος του Μακαριοτάτου, θα πρέπει -τότε-να φλερτάριζε με της όγδοη δεκαετία της ζωής του και η εν γένει φυσική του κατάσταση ήταν ανάλογη. Επρόκειτο περί εξαιρετικών και γλυκύτατων ανθρώπων, κάτι που με έκανε να τους ξεχωρίσω και συνδεθώ μαζί τους, περισσότερο από όλους στο γκρουπ. Τους πρόσεχα ιδιαίτερα και στα δείπνα έτρωγα πάντα μαζί τους συζητώντας, καθ’ όσον η σοφία και η προσήνεια ήταν πάντα δικό μου ζητούμενο.

  Η εκδρομή περιήρχετο, κατά σειράν, την Μπάνγκοκ, το Χονγκ-Κονγκ, το Μπάλι και τέλος την Σινγκαπούρη. Στο Μπάλι υπήρχαν δύο ελεύθερες ημέρες γιά να τριγυρίσουν, μόνοι τους, οι ταξιδιώτες, κατά το δοκούν. Φιλοδοξία και καθήκον μου, ως αρχηγού, ήταν να συστήσω -και συνοδεύσω- όσους ήθελαν σε διάφορες εκδρομούλες που η εμπειρία μου είχε επιλέξει, προκειμένου να τους γεμίσω τις ημέρες με πρωτόγνωρες εντυπώσεις. Πολύ δημοφιλής περιπέτεια ήταν ένα 6/ωρο, περίπου, ράφτινγκ στον ποταμό Αγιούνγκ, κάτι που ακόμη και σήμερα θυμάμαι και «μηρυκάζω» με νοσταλγία, κι ας το έζησα γύρω στις 100+ φορές. Διαδρομή εκπληκτική μέσα σε ένα καταπράσινο εξωτικό τροπικό τοπίο! Η δυσκολία της περιπέτειας ήταν συνάρτηση της εποχής. Την περίοδο των βροχών το ύψος του νερού ήταν μεγαλύτερο, οι δυσκολίες λιγότερες και η διαδρομή περίπατος. Όμως την περίοδο της ξηρασίας και της χαμηλότερης στάθμης, οι βράχοι που εξείχαν από το νερό απαιτούσαν ιδιαίτερους ελιγμούς και χειρισμούς, τόσον από τον ντόπιο τιμονιέρη της βάρκας, όσο κι από τα δύο μπροστινά κουπιά, ένα των οποίων κρατούσα πάντα εγώ λόγω πείρας. Γιά απέναντί μου, δεύτερον, διάλεγα τον -κατά την κρίση μου- πιό καπάτσο συνταξιδιώτη. Εννοείται πως γιά τιμονιέρη επέλεγα πάντα τον ίδιο, γιά λόγους εμπιστοσύνης και αυτόματης συνεννοήσεως, τον οποίον το γερό φιλοδώρημα του τέλους, τον έκανε να αλαλάζει από χαρά, επί τη εμφανίσει του γκρουπ μου στο μεγάλο υπόστεγο της αφετηρίας. Μάλιστα, άγνωστο πώς και γιατί, όλοι οι γελαστοί Μπαλινέζοι βαρκάρηδες με γνώριζαν με αποκαλούσαν... «Αγκοστίνο» και με υπεδέχοντο πάντα φωνάζοντας αυτό το όνομα, με αποτέλεσμα να γίνεται πανηγύρι με γέλια και χαρές!

   Δείχνοντας στο σαλόνι της ρεσεψιόν του ξενοδοχείου -πότε το «Σαντίκα», πότε το «Πάτρα Τζάσα»- μπροσούρες της πρωτόγνωρης αυτής περιπέτειας και εξηγώντας λεπτομέρειές της, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να γεμίσω 3-4 βάρκες μουστερήδες, οι οποίοι θα ζούσαν, όντως, μιά σπουδαία εμπειρία και θα γύριζαν κατενθουσιασμένοι -ξεκινώντας πολύ πρωί από το ξενοδοχείο- αργά το απόγευμα.


   Την φορά με τον κ. Γιαννουλάτο ήρθα σε πολύ δύσκολη θέση. Ενώ εξηγούσα ένθερμα στο γκρουπ τα προσεχή... καθέκαστα, η άκρη του ματιού μου έπιασε τα δικά του να... μπιρμπιλώνουν από ενθουσιασμό και στο τέλος μου δήλωσε συμμετοχή... πρώτος! Γνωρίζοντας πως εκείνη την εποχή τα νερά ήσαν κάτω και η περιπέτεια θα ήταν πολύ ζόρικη γιά τον κ. Γιώργο, προσπάθησα να τον αποτρέψω! Μάταια όμως. Η θέρμη της ικεσίας και η θολούρα στα δακρυσμένα μάτια του λύγισαν τις αντιστάσεις μου. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα από αγωνία, σχεδιάζοντας πώς να τον «κλειδώσω» καθισμένο δίπλα μου, γιά να μην μου φύγει στο ποτάμι.

   Και τώρα η συγκίνηση. Κύριος οίδε πώς με μπουρδουκλωμένα πόδια και, πολλές φορές, το κουπί μου προστατευτική κουπαστή στην πλάτη του, στα δύσκολα περάσματα, φτάσαμε επί τέλους στα τελευταία 200-300 μέτρα πριν το τέρμα, όπου το ποτάμι ηρεμούσε και προέτρεπα τους πιό τολμηρούς να αφήσουν τα κουπιά στη βάρκα και να βουτήξουν, αφήνοντας το ρεύμα να τους φέρει κολυμπώντας στην μικρή αποβάθρα του τερματισμού. Με έκπληξη είδα τον υπερήλικα κ. Γιώργο να βουτά ακολουθώντας με! Τελευταία λαχτάρα, καθώς λίγο πιό κάτω υπήρχε μικρός καταρράχτης που δεν... αστειευόταν. Έτσι και δεν έπιαναν τα... φρένα μου κρατώντας τον, θα υπήρχε προσεχής πτώση μας με άγνωστες συνέπειες.

   Τελικά, όλα πήγαν καλά και φτάνοντας στο ξενοδοχείο, η κυρία Ελένη καθισμένη στον καναπέ -έτρωγε τα νύχια της από αγωνία- με την θέα του άντρα της... σώου, σηκώθηκε και χίμηξε στην αγκαλιά του. Και αγκαλιασμένοι έκλαιγαν, ενώ αυτός -πού και πού- ψέλλιζε ανάμεσα στ’ αναφιλητά του: 

- «Ελένη μου τα κατάφερα, τα κατάφερα! Άλεξ μου σ’ ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ γιά την ευκαιρία που μου έδωσες ν΄αποδείξω πως δεν είμαι άχρηστος πιά»! 

   Δεν άντεξα και γιά να κρύψω τους δικούς μου λυγμούς... έτρεξα στο δωμάτιό μου. Το ίδιο κάνω και τώρα...

   Και γιά να μην ξεχαστώ. Οι συγκινητικές αυτές μνήμες, ας γίνουν οι θερμότερες ευχές μου γιά την σωτηρία του Μακαριοτάτου αδελφού του. Νομίζω πως τις χρειάζεται... Και πιστεύω ακράδαντα πως το πολύτιμο μέταλλο που κρύβεται στην οικογένεια Γιαννουλάτου θα λάμψει πάλι και ο χαλκέντερος και χαρισματικός ιεράρχης, με την βοήθεια του Θεού και την φροντίδα της ιατρικής επιστήμης, θα επανέλθει σύντομα υγιής στις επάλξεις, γιά να συνεχίσει το θεάρεστο ποιμαντορικό έργο του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου