Η ΠΟΡΕΙΑ
Στο επόμενο κεφάλαιο, με τον γνωστό, πλέον, παραληρηματικό και χειμαρρώδη λόγο, τον άλλοτε ασύνδετο, άλλοτε αλληγορικό και άλλοτε κυριολεκτώντας, ο Ν.Κ. ασχολείται με την αγχώδη πορεία της Ζωής. Το φωτεινό διάλειμμα μεταξύ «αβύσου και… αβύσου», όπως ο ίδιος προσδιόρισε.
Αρχίζοντας από το έλασσον προς το μείζον, δηλαδή την μονάδα -και τί προσφορότερο πρόπλασμα δημιουργίας και υπόστασης από τον εαυτό του απολογητού- χαράζει την ακολουθητέα διαδρομή. Ποιόν άλλον δρόμο παρά τον κοπιαστικό, τον τραχύ και δύσβατο, μα τον καλό. Τον ανήφορο!
(Εδώ είναι εμφανής και λογικός ο συσχετισμός με το τελευταίο και πρόσφατα δημοσιευμένο έργο του: «Ο ανήφορος». Κατά προσωπική μου άποψη, «Ο ανήφορος» αποτελεί συναρμολόγημα, βάσει συστατικών της προηγηθείσης «Ασκητικής», θέλοντας να παρουσιάσει ένα πλατύτερα κατανοητό έργο, σε μορφή μυθιστορήματος, προκειμένου να ενισχύσει τις προοπτικές και πιθανότητες απονομής του πολυπόθητου σ΄ αυτόν Νόμπελ Λογοτεχνίας. Φρονώ πως η προσπάθεια αυτή δεν τον ικανοποίησε. Γι΄ αυτό και, θεωρώντας την αποτυχημένη, το ανάγνωσμα έμεινε -αδημοσίευτο- στο χειρόγραφο).
Στο ανηφορικό αγκομαχητό, πλην του ΕΓΩ, ο Άνθρωπος φορτώνεται στις αδύναμες πλάτες του, πρώτα από όλους, τη γενιά του και μετά -αγωνιώντας και αγκαλιάζοντας- κι ολόκληρη την Ανθρωπότητα. Χωρίς να παραλείψει ν΄ ασχοληθεί -νομοτελειακά- εκτός από το περιεχόμενο και με το… περιέχον, δηλαδή τη Γη. Το "μεγάλο γήπεδο" όπου ο Δημιουργός έστρωσε να παίξει το αέναο παιχνίδι της Δημιουργίας Του. Μιά Γη -χωνευτήρι και μάνα- στην οποία, με τον ιδρώτα και το αίμα προηγουμένων γενεών, πλάθει με το χώμα της τις επόμενες.
Μέσα από την απεραντοσύνη του σπαρακτικού και άναρχου λεξιλογίου του, ξεπηδούν με χαρακτηριστικά έντονη οξύτητα, σαν τσιμπήματα μελισσών -και κάποτε φιδιών- μαζί με τα όνειρα, τους πόνους, τους πόθους, την αδικία, την απελπισία και τις αμαρτίες του Κόσμου και κάποιες αλλιώτικες λέξεις-σωσίβια. Με ιδιαίτερη σημασία και βάρος ασήκωτο. Όπως, π.χ. το «χρέος», το «αίμα», η «αγάπη». Με την αγωνία και σημασία που είναι φορτωμένες να ηχούν σαν απεγνωσμένα ουρλιαχτά και την ηχώ τους ν΄ απλώνεται και να καλύπτει τον Κόσμο. Μιά σαν ανάλαφρο, αραχνοϋφαντο αμμουδερό χαλί των ερήμων της Σαχάρας και μιά σαν βαριά παγωμένη κουβέρτα χιονιού πάνω στις στέπες της Σιβηρίας. Και όλο αυτό το φορτίο να βαραίνει σαν κληρονομική κατάρα από γενιά σε γενιά -αμείλικτη ειμαρμένη- το μικρό φωτεινό διάλειμμα της αβύσου, την Ζωή.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου