Μόλις τέλειωσα την ανάγνωση του τελευταίου μυθιστορήματος του Καζαντζάκη. Ένα από τα πιό «πυκνά» και δύσκολα έργα που έχω διαβάσει. Σχεδόν σαν την «Ασκητική» του ίδιου και τους «Σατανικούς στίχους» του Σαλμάν Ρούσντι. (Ομολογώ πως στα δύο τελευταία δεν κατάφερα να ολοκληρώσω την ανάγνωση.
Τους μεν «Σατανικούς στίχους» τους βρήκα άκρως σουρεαλιστικούς, κουραστικούς και απόλυτα ακαταλαβίστικους. Μετά βίας -στην τρίτη προσπάθεια που επιχείρησα- κατάφερα να φτάσω μέχρι την σελίδα 50, όπου και… εγκατέλειψα χωρίς να έχω καταλάβει γρι! Η «Ασκητική», από την άλλη, μιά «λυδία λίθος», πάνω στην οποία δοκιμάζω κατά καιρούς τον βαθμό της ωριμότητάς μου, καθώς με κουράζει αφάνταστα με την πυκνότητα των νοημάτων, που μου θυμίζουν άθροισμα κοινωνικών, ηθικών, νοητικών και υπαρξιακών προβληματισμών που βασανίζουν ένα ανήσυχο πνεύμα σαν του Καζαντζάκη και των διδαγμάτων που διαρρέονται υπό μορφή διαδοχικών «τσιτάτων». Στην περίοδο που γράφτηκε ο «Ανήφορος», (Σημ. Προσωπικά πιστεύω πως τον τίτλο δεν τον έδωσε ο ίδιος ο συγγραφέας), τον Καζαντζάκη απασχολούσε η απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας , κάτι που του είχε γίνει μανία, στόχος και σκοπός ζωής. Κάτι που -μεταξύ μας- το άξιζε και με το παραπάνω. Τουλάχιστον πολύ περισσότερο από τον Σεφέρη και λιγάκι πιότερο του Ελύτη. Όμως, την ταραγμένη εκείνη μεταπολεμική εποχή, όπου τα το αίμα που είχε χυθεί πρόσφατα ήταν νωπό, τα δάκρυα δεν είχαν στεγνώσει και τα ντόπια πολιτικά πάθη κόχλαζαν, οι σκοπιμότητες υπερκάλυπταν τις αξίες και του το στέρησαν αδίκως.
Ο «Ανήφορος» δεν έχει την κλασική φόρμα ενός μυθιστορήματος, (αρχή, μέση, τέλος), αλλά αποτελείται από τρία ανεξάρτητα κι ετερόκλητα κομμάτια -Κρήτη, Αγγλία, Μοναξιά- τα οποία η συγγραφική μαστοριά του Καζαντζάκη καταφέρνει να συνδέσει, χωρίς να το πετύχει πλήρως, κάνοντας σαφώς ακατανόητες λογικές υπερβάσεις. Π.χ. η εγκατάλειψη από τον πρωταγωνιστή Κοσμά, (σ.σ. τον ίδιο τον συγγραφέα), στο πατρικό σπίτι του στο Ηράκλειο, σχετικά νιόπαντρος της εγκύου συζύγου του -την οποίαν υπεραγαπούσε- και έτρεξε στην Αγγλία, αναζητώντας, μέσω επαφών με Άγγλους διανοούμενους -τους οποίους σκιαγραφεί ως πνευματικές καρικατούρες- απαντήσεις στα εναγώνια υπαρξιακά ερωτήματα που τον βασάνιζαν. Αναζήτηση γιά εκτόνωση εσωτερικών προβληματισμών τους οποίους «βγάζει» εντονότερα από ποτέ και τους αποτυπώνει με την ψυχή ως πέννα. Ένα κονταροχτύπημα αλλεπάλληλων ανησυχιών που ψάχνουν πειστικές απαντήσεις.
Πελαγοδρομώντας στην αντάρα των αμφιβολιών και αμφισβητήσεων αναζητεί υπαρξιακές διεξόδους και λύσεις ανάσας από την αγγλική διανόηση, την αδιατάρακτη αγγλική κουλτούρα και την μακροχρόνια παράδοση.(Σαίξπηρ, Μπέρναρντ Σόου, κ.α.).
Ομολογώ πως τελειώνοντας το βιβλίο βγήκα πολύ προβληματισμένος. Με την καρδιά σφιγμένη και χωρίς να γίνω σοφότερος.
Τέλος, θα ήθελα να διατυπώσω μιά γενικότερη και συνοπτική άποψη γιά τις θέσεις του Καζαντζάκη:
α) Πρόκειται γιά έναν αγνό ιδεαλιστή. Έναν ουτοπιστή Δον Κιχώτη.
β) Αναντίρρητα ήταν, το ομολογεί άλλωστε και ο ίδιος στον Ανήφορο, κομμουνιστής. Όμως πίστευε σ΄ έναν δικό του ιδανικό κομμουνισμό, πόρρω απέχοντα από τον εφαρμοσθέντα, ο οποίος τον απογοήτευσε, (όπως κι όλους τους αγνούς αφελείς, εφ΄ ω και απέτυχε παταγωδώς).
γ) Κατηγορήθηκε -άδικα, επιπόλαια και εμπαθώς- ως άθεος. Λάθος μέγα. Ήταν απόλυτα ένθεος, καθ΄ όσον η άρνηση του Ανώτατου Όντος, ως Δημιουργού, είναι αδιανόητη, εφ΄ όσον υπάρχει η Δημιουργία. Απλά δυσπιστούσε με τις υποκειμενικές κι ανθρώπινες απεικονίσεις του Θεού, ήταν φοβερά απογοητευμένος από τις σκοπιμότητες των θρησκειών και, ιδίως, από την συμπεριφορά ορισμένων ιερέων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου