Όταν η
απόσταση του χρόνου και η νοσταλγία κάνει τα όρια, μεταξύ ονείρου και
πραγματικότητος, δυσδιάκριτα.
Όταν ο ζόφος
της σημερινής εποχής δεν σου παρέχει ευκαιρίες ευτυχίας και σου στερεί την
έμπνευση, τότε καταφεύγεις στο παρελθόν. Το ανασκάπτεις, βρίσκεις κάτι καλό και
προσπαθείς να το ξαναζήσεις στα όνειρά σου.
Την πιό κάτω
ιστορία -πέρα για πέρα αληθινή- την έζησε ένας... «φίλος» μου. Μου την
περιέγραψε τόσο παραστατικά, ώστε είναι σαν να την έζησα κι εγώ. Συνέβη τα
Χριστούγεννα του ’65.
Τότε, εκείνος, ζούσε
μνηστευμένος με μία λεπτεπίλεπτη ξανθή Δανέζα κούκλα, την Κάριν. Οικονομικοί
λόγοι και η προοπτική αλλαγής της ζωής του, τον ανάγκασαν να πουλήσει ένα
εξαίρετο και σπάνιο αυτοκίνητο που κατείχε, μόλις δύο κυκλοφορούσαν στην Αθήνα. Αγοραστής ένας μεγάλος μόδιστρος της εποχής, ο Τσούχλος. Ήταν μία Lancia Flavia 1800 cc, σχεδιασμένη από τον Pininfarina. Τιμή πωλήσεως 165.000 δραχμές. Πολλά λεφτά τότε. Η πίεση του χρόνου δεν του επέτρεψε να
τις μετατρέψει σε συνάλλαγμα. Όμως, εκείνη την εποχή, οι δραχμές ήσαν... χρυσές
και κυκλοφορούσαν άνετα στο εξωτερικό και μάλιστα με πολύ μικρή απώλεια στην
ανταλλαγή τους με ξένα νομίσματα.
Το πρωί της 22ας
Δεκεμβρίου ξεκίνησαν από τον Σταθμό Λαρίσης με την ταχεία γιά το Μόναχο. Μιά μικρή
βαλίτσα με τα χρειώδη στο χέρι και στην τσέπη ένα διαβατήριο ισχύος 15 ημερών,
καθώς η αναβολή στρατεύσεως λόγω σπουδών δεν επέτρεπαν έκδοση κανονικού
διαβατηρίου, και ένα πάκο... χιλιάρικα!
Στο κουπέ της
β' θέσεως ήσαν μόνοι μέχρι τα σύνορα και μόνη τους έννοια το πού και πώς θα κρύψουν τον...
θησαυρό τους, γιά τον φόβο των... Ιουδαίων τελωνειακών. Η κούραση, η ένταση και
η αγωνία -τα διαβατήριά τους τα είχαν παραδώσει από την Θεσσαλονίκη ακόμη γιά έλεγχο- τους έριξαν σ’ έναν βαθύ ύπνο, λυτρωτικό
όπως απεδείχθη, γιατί τους ξύπνησε ένας Γιουγκοσλάβος ελεγκτής γιά να τους
παραδώσει τα διαβατήρια, λίγο πριν τα Σκόπια! Το πρόβλημα είχε λυθεί διά της καταργήσεώς του.
Ξημερώματα της
παραμονής Χριστουγέννων, κατέβηκαν στον Σταθμό του Μονάχου. Στο ταξί που
επιβιβάστηκαν, ο οδηγός ήξερε και τους οδήγησε, όπως του ζήτησαν, στην πλησιέστερη έκθεση
αυτοκινήτων BMW. Νομίζω πως την έλεγαν...
Σρόσμάγιερ, ή κάπως έτσι.
Οι νυσταγμένοι
υπάλληλοι που, πριν σηκώσουν ρολά, είδαν έκπληκτοι το νεαρό ζευγάρι με την βαλίτσα
να τους κάνουν... ποδαρικό, έσπευσαν να εξυπηρετήσουν την κατάσταση. Σε περίπου
δύο ώρες μία αστραφτερή λευκή BMW 1800
TI ήταν έτοιμη γιά το παρθενικό ταξίδι της.
Διαδικασίες, γραφειοκρατίες και κάτι μικροέξτρα στο αυτοκίνητο είχαν τελειώσει
με μερικές υπογραφές και... 45.000 δραχμές! Οβάλ πινακίδες -zoll numbers τις έλεγαν- διακριτικές γιά αυτοκίνητα προς εξαγωγή
από Γερμανία, κάποιες οδηγίες γιά προσέγγιση της autobahn και η μικρή οδύσσεια του
νεαρού ζευγαριού στη λευκοστρωμένη από χιόνι Γερμανία άρχιζε. Προορισμός το
μικρό χωριό Borup, λίγο έξω
από την Roskilde, μικρή πόλη
κάπου 18 χιλιόμετρα από την Κοπεγχάγη, (προ αυτής γιά τον ερχόμενο από Γερμανία).
Με την
αγωνία να προλάβουν το φέρρυ από το γερμανικό Puttgarden γιά το δανέζικο Rodby, κάτι που έγινε, έφτασαν κατάκοποι στο σπίτι της Κάριν, ένα μικρό κουκλίστικο πυργάκι παραμυθιού, περίπου δύο
ώρες πριν τα μεσάνυχτα. Νυσταγμένες χαιρετούρες με τους γονείς της, φιλιά και, κατ’
ευθείαν, ύπνο.
Στις 12.00', στο
σκοτεινό υπνοδωμάτιο άνοιξε με πάταγο η πόρτα -ή έκπληξη που του ετοίμασαν οι
Δανοί, πιθανόν και με συμμετοχή της Κάριν, άρχισε να λειτουργεί- καθώς μιά ομάδα
μικρών παιδιών, ντυμένα... αγγελάκια, με φτερά στους ώμους και αραχνοΰφαντα
ρούχα, μπήκαν στον σκοτεινό χώρο και άρχισαν να ψάλλουν το «Άγια Νύχτα»,
κρατώντας αναμμένα κεριά. Στην παραζάλη του ο φίλος μου νόμισε, προς στιγμή,
πως είχε πεθάνει και βρισκόταν στον Παράδεισο περιστοιχισμένος από... Χερουβείμ!
Τελειώνοντας
το τραγούδι, τα αγγελάκια τους πήραν σηκωτούς με τις πιτζάμες και τους κατέβασαν κάτω, στο
μεγάλο σαλόνι που επιμελώς δεν τους είχαν αφήσει να μπουν νωρίτερα. Ένα πλήθος
ξανθά χαρωπά πρόσωπα, όλο το συγγενολόι της Κάριν, ξέσπασε σε χειροκροτήματα, φωνές,
γέλια και ευχές, αφήνοντας τον -τάχα- εκδηλωτικό και θερμό μεσογειακό φίλο μου
άφωνο, ντροπαλό και κατάπληκτο.
Σε μιά άκρη
του χώρου ένα τεράστιο στολισμένο δέντρο και στην άλλη ένα μεγάλο τραπέζι
γεμάτο... «σμέαμπρεδ». Τα παραδοσιακά δανέζικα καναπεδάκια, όπου πάνω σε μικρά
ψωμάκια μπαίνει ό,τι φαγώσιμο μπορεί να φανταστεί ο νους ενός Ελληνα εθισμένου σε μίζερη λιτότητα.
Το δέντρο,
σε αρκετό ύψος από το δάπεδο, ήταν κρυμμένο από έναν σωρό πολύχρωμα κουτάκια. Τυλιγμένα με γυαλιστερά
χαρτιά και δεμένα με πολύχρωμες κορδέλες. Ο πατριάρχης της οικογένειας, ένα
καλοδιατηρημένο ραμολί που έμοιαζε με Βίκινγκ εν αποστρατεία, και όπως έμαθε
αργότερα ήταν ένας αιωνόβιος θαλασσοδαρμένος καπετάνιος, με τεράστια γενειάδα
και βραχνή φωνή, έπιανε, ένα-ένα, τα κουτιά και διάβαζε στην καρτελίτσα που είχαν
κολλημένη επάνω: -«Από τον Τάδε, στον Δείνα» και το παρέδιδε αρμοδίως, μέσα σε
πανζουρλισμό χαρούμενων επιφωνημάτων και σχολίων. Ένα ακόμη συγκινητικό
στοιχείο ήταν πως, ερήμην και εν αγνοία του φίλου μου, είχαν προβλέψει και δώρα
που -δήθεν- αυτός είχε αγοράσει και πρόσφερε σε όλους!
Η πρωτόγνωρη
αυτή διαδικασία ανταλλαγής χριστουγεννιάτικων δώρων πήρε ώρες και η νύχτα
κύλησε ζωηρή και χαρούμενη με ταυτόχρονο άδειασμα του τραπεζιού από τα «σμέαμπρεδ»
και κατανάλωση άφθονης ντόπιας μπύρας «Karlsberg».
Αυτά, και
όσα ακόμη όμορφα, ανθρώπινα και συγκινητικά, ακολούθησαν την ολιγοήμερη
παραμονή του «φίλου» μου στην Δανία, κατά τα Χριστούγεννα του 1965 και την
Πρωτοχρονιά του ’66. Τώρα που... «αυτός»
δεν υπάρχει πιά, αλλοτριωμένος, παρηκμασμένος και αλεσμένος στο μύλο του χρόνου
και της φθοράς, στύβω την ασθενική, πλέον, μνήμη μου γιά να τα συγκεντρώσει και
καταθέσει σήμερα, με πολλή ευλάβεια, σαν ιστορική μαρτυρία της πολυτάραχης ζωής του.