Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Οι μπουάτ κι εγώ!

Νοσταλγία. Ευχή ή κατάρα;

http://www.avgi.gr/documents/10179/0/%CE%93%CE%99%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%97%CE%A3%20%CE%91%CE%A1%CE%93%CE%A5%CE%A1%CE%97%CE%A3%201.jpg/e7ef6c8a-0e43-4b7f-a0c5-2184efd4cf05?t=1451949873536&imageThumbnail=3
Γιάννης Αργύρης, ο Έλληνας Στιούαρτ Γκρέητζερ

   Μιά σημερινή ανάρτηση του φίλου και... «συμπλογκέρη» μου,  του «πίσω στα παλια(τζή)», μου ξύπνησε μνήμες παμπάλαιες -καταπλακωμένες στα βάθη του νου και της ψυχής,  και με γύρισε δεκάδες χρόνια πίσω. Τόσο που δεν ξέρω καν αν τα παρακάτω τα έζησα, ή αποτελούσαν ένα ωραίο, γλυκό όνειρο  και ένα νοσταλγικό παραμύθι,  που η «πολυκαιρία» το συγχέει με την πραγματικότητα.

   Η ιστορία θέλει να συνέβη κάπου μεταξύ 1964 και τέλη του ’66, γιατί μετά -έχοντας τελειώσει το Πολυτεχνείο-  πήγα φαντάρος.

  «Τω καιρώ εκείνω», είχα έναν «φίλο»... θεοπάλαβο, πού ένεκα του ότι είχε χάσει τους γονείς του πολύ μικρός, κατά βάση, ήταν... ασύδοτος και έκανε ό,τι του κατέβαζε η γκλάβα! Στα περιθώρια της παλαβομάρας του, κρατούσε την πατρική επιχείρηση, φρόντιζε τ’ αδέλφια του και, κάπου-κάπου, σπούδαζε κιόλας! Ήταν «συμμαθητής» και πολύ... «κολλητός» μου. Τα πάρα κάτω τα ξέρω από πρώτο χέρι και αν, τυχαία, κάποιος «παροικούσε -τότε- την Ιερουσαλήμ», θα μπορούσε να τα προσυπογράψει.

   Ο «φίλος» μου κουτσοτραγούδαγε γιά την πλάκα του -σε κάποιους άρεσε κιόλας- και μιά βραδιά που βρέθηκε στις «Εσπερίδες», ακομπανιάρισε τον Πουλόπουλο -βασικό τραγουδιστή της μπουάτ- και... αυτό ήταν. Τσίμπησε!

   Η κατάσταση στις μπουάτ, τότε, δεν έχει καμμία σχέση με τα λουσάτα και αστραφτερά κέντρα του σήμερα. Υπόγεια ή ισόγεια σε παλιά σπίτια, όπως τα γέννησε η «μάνα» τους! Άβαφα, αφτιασίδωτα, χωρίς φώτα, χωρίς μικρόφωνα, χωρίς έπιπλα, χωρίς τίποτα. Στον άδειο χώρο, μικρά σκαμνάκια γύρω-γύρω στους τοίχους και η νεολαία -αποκλειστική πελατεία του μαγαζιού- ή καθισμένη σ’ αυτά, ή στρωμένη κατάχαμα, ζέσταινε την ατμόσφαιρα με το χνώτο, τον ενθουσιασμό και την αγάπη της. Στις «Εσπερίδες» -ένα μικρό υπόγειο επί της οδού Θόλου 6, νομίζω-  που γνώρισα πολύ καλά, και στα «Ταβάνια», που δεν θυμάμαι καν που βρίσκονταν, (κάπου εκεί κοντά, σίγουρα), τα πράγματα ήσαν έτσι ακριβώς.

   Επανέρχομαι στις «Εσπερίδες», όπου αφεντικό της επιχείρησης ήταν ο αείμνηστος και σχετικά πρόσφατα «αποδράσας» από τον μάταιο κόσμο μας Γιάννης Αργύρης. Ταυτόχρονα ήταν και ο μόνος σερβιτόρος, λαντζέρης και... «παραδουλεύτρα». Γυρνούσε μ’ ένα μεγάλο δίσκο, μοιράζοντας -στην μεγάλη πλειοψηφία της νεαρής πελατείας- βερμούτ! Το πρόγραμμα το κρατούσαν δύο τραγουδιστές.  Πρώτο νούμερο ο Γιάννης Πουλόπουλος και δεύτερο ο Γιώργος Ζωγράφος. Αμφότεροι τραγουδούσαν παίζοντας κιθάρα και, ενίοτε, έλεγαν κάποια τραγούδια... «a capella». Δεν ξέρω πώς, αλλά σε κάποιο τραγούδι του Χατζιδάκι, ο φίλος μου τόλμησε ένα... «ακομπανιάρισμα», που έγινε αποδεκτό από τον ιδιόρρυθμο, και μάλλον βεντετίζοντα, Πουλόπουλο, αλλά και το κοινό.

   Μετά το πρώτο... «βάφτισμα», ο «φίλος» ξετσουτσούρδωσε και αφού... ξελαρυγγιάστηκε ολονυχτίς, άρχιζε να συχνάζει -με τη... «έτσι» του, τη Ντίνα- στις «Εσπερίδες». Όμως, αφού τίποτε δεν πήρε στη ζωή του στα σοβαρά, ο πολυπράγμων τύπος,  θα έπαιρνε το τραγούδι; Πριτςςςς!

   Σουξέ, τότε, του Πουλόπουλου ήταν το: «Η Πούλια που΄χε εφτά παιδιά», του Ζωγράφου το: «Ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος» και του «φίλου» μου έγινε το: «Τ’ αστέρι του βοριά», του Χατζιδάκι. Όμως η μόνη συνέπεια του «φίλου» μου ήταν η... ασυνέπεια, οπότε μιά μέρα, μετά πολυήμερη απουσία, τον κάλεσε στην κουζίνα ο Αργύρης και καθώς η μπουάτ ανέβαινε σε πελατεία του είπε: -Άκου να δεις, στον  Γιάννη δίνω δυό κατοστάρικα μεροκάματο, στον Γιώργο ένα κι εσύ -επειδή δεν σε παίρνω και πολύ στα σοβαρά- τα ποτά σου και... πολύ είναι. Κι αν σοβαρευτείς, τα ξαναλέμε.

-Εντάξει, κύριε... «Στιούαρτ Γκρέηζερ» -έτσι τον αποκαλούσε ο «φίλος μου, λόγω ομοιότητος με τον διάσημο ηθοποιό, (κάτι που πολύ άρεσε του Αργύρη). Σιγά, τώρα, που -με τη ζωή χύμα μπροστά του και την οικονομική ανεξαρτησία δεδομένη-  ο «φίλος» να κλεινόταν κάθε βράδυ σ’ ένα υπόγειο, χτυπώντας... κάρτα. Πιθανώς γιά ένα... πενηντάρι!

   Εκεί γνώρισε, φευγαλέα, τον συνθέτη Γιάννη Σπανό και εντυπωσιάστηκε ακούγοντας πως είχε γράψει ένα τραγούδι που λανσάρισε η Μπριζίτ Μπαρντό στο σινεμά. Ήταν το περίφημο «Sidonie», στο φιλμ: «Η ιδιωτική μου ζωή». Ένα εύθυμο τραγουδάκι που ακόμη και σήμερα πολλοί αγνοούν τον συνθέτη του!

 Την εποχή εκείνη μας συγκινούσαν ιδιαίτερα η Καίτη Χωματά με το: «Μια αγάπη γιά το καλοκαίρι» και η Πόπη Αστεριάδου με την πρώτη συνθετική εμφάνιση του Γιάννη Αργύρη. Το: «Κάποιος γιορτάζει κι είμαι εγώ».

  Πάντως, η πιό μεγαλόπρεπη τραγουδιστική εμφάνιση του «φίλου» μου, και μάλλον το κύκνειο άσμα του, έγινε μιά παραμονή Πρωτοχρονιάς, μάλλον του ΄65 θα ήταν, χάριν μιάς αναπάντεχης συμπτώσεως. Μιά μεγάλη παρέα συμφοιτητών του ΕΜΠ -με τη Ρένα Κ., μεγάλη κι ανολοκλήρωτη αγάπη του, τον Κωστή Β. και κάποιους άλλους που το πέπλο της λήθης καλύπτει τώρα διακριτικά- αποφάσισε να... «ρεβεγιονάρει» στα «Ταβάνια», όπου τραγουδούσε-σόλο- ο Λάκης Παππάς. Ο χώρος τίγκα στον νεαρόκοσμο και όλοι κατάχαμα απολαμβάναμε έναν Παππά που, προϊόντος του χρόνου, η φωνή του βράχνιαζε και έκλεινε. Η ματιά του διασταυρώθηκε με του «φίλου» και έδειχνε απελπισμένη. Ένα νεύμα κι ο Λάκης προστέθηκε στην παρέα μας που καθόταν σ’ ένα μεγάλο κύκλο.

-«Κάτσε δίπλα μου και παίζε μόνο κιθάρα. Ξέρω, σχεδόν, όλα σου τα τραγούδια. Όποιο δεν ξέρω θα σε σκουντάω να τ’ αλλάζεις», του είπε!

   Αργά το πρωί, όλο το «μαγαζί» έφευγε ικανοποιημένο και τρισευτυχισμένο. Όμως η... «καριέρα» του φίλου μου τερματίστηκε εκεί. Η ζωή τον πήγαινε πότε εδώ και πότε εκεί, μέχρι που σήμερα, στα γεράματα, η νοσταλγία κι η  μελαγχολία μας στέλνει, αμφότερους, να αναπολούμε όσα ζήσαμε - αμέριμνα κι ασυλλόγιστα- και σκόρπισαν σαν το νερό μέσα από τη χούφτα μας. Και τώρα τρέχουμε να τα μαζέψουμε και να τα αποθέσουμε ευγενικά στο μαξιλάρι της αϋπνίας μας. Προς δόξαν της ματαιότητος της ζωής.

2 σχόλια:

  1. Καλημέρα Αλέξανδρε θαυμάζω το μυαλό σου και το κουράγιο σου !
    Να είσαι καλά !!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή