"Η κραυγή". Έντβαρ Μούνκ (1863 - 1944). |
Μικρό παιδί στο σπίτι μας,
στην Ακ. Πλάτωνος, μιά μεγάλη... «ζωγραφιά» -έτσι την έλεγαν όλοι οι... άσχετοι
συγγενείς και φίλοι- καρφωμένη στον
άδειο, μεγάλο, τοίχο στόλιζε το μονόχωρο που έπαιζε ρόλο επίσημης τραπεζαρίας,
(συνήθης η κουζίνα), σαλονιού και καθημερινού, καθώς τα υπόλοιπα τρία
δωμάτια... «κοίμιζαν» την εξαμελή οικογένεια. Ταυτόχρονα, γέμιζε τα μάτια μου με
χρώμα και μιά αδιευκρίνιστη ευφορία, όταν την κοιτούσα. Κατάλοιπο μιάς
περιουσίας της μάνας, μέλους παλιάς εύπορης οικογένειας του Αιγίου, που η
περιουσία της-φορτηγίδες, (μαούνες τις έλεγαν), μεταφόρτωσης σταφίδας στα
μεγάλα καράβια της ράδας- καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς των Γερμανών, στη
διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Δεν ξέρω, ποτέ δεν έμαθα, αν
επρόκειτο γιά ζωγραφικό πίνακα ή απλό χαρτί κολλημένο σε κάδρο. Γιά μένα, όμως,
αυτό δεν είχε καμμία σημασία. Εκείνο που μετρούσε ήταν η αίσθηση που
δημιουργούσε η χρωματική πανδαισία και η
γοητεία που εξέπεμπε. Όπως και ποτέ δεν έμαθα πως εξαφανίστηκε στην αντάρα που
δημιούργησαν μελλοντικοί θάνατοι και μετακομίσεις. Χρόνια μετά, φέρνοντάς την
στη μνήμη -αν και ποτέ δεν έφυγε απ’ αυτήν- συνειδητοποίησα πως επρόκειτο γιά την
Πλατεία του Αγίου Πέτρου, στο Βατικανό!
Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με
την ζωγραφική και το βασικό ερέθισμα που με τράβηξε σ’ αυτήν. Ατάλαντος ων, η
αγάπη μου διοχετεύτηκε, σαν δέκτης, στην... «σπουδή» της. Στην μελέτη, την
παρατήρηση, τις επισκέψεις σε μουσεία, πινακοθήκες, γκαλερί, αντικάδικα, κ.λπ. Και
αργότερα, όταν η οικονομική μου κατάσταση το επέτρεψε, στο χτίσιμο -δειλά,
δειλά- μιάς μικρής, στην αρχή, συλλογής, η οποία στη συνέχεια μεγάλωσε και
κατάντησε πάθος και σκοπός ζωής. Μέχρι που κάποιες αντίξοες συνθήκες, ζήλια, ανθρώπινος φθόνος, αλλά και συνειδητοποίηση της ματαιότητος των εγκοσμίων,
ιδίως όταν δεν υπάρχει κατανόηση, διατήρηση και συνέχιση από τους κατιόντες, με
οδήγησαν σε μία απόφαση, από τις λίγες γιά τις οποίες μετάνιωσα στη ζωή μου. Να την «διαλύσω»
και την αντικαταστήσω με πεζότερες αξίες.
Σήμερα -μόνος, βαρύς και έρημος-
ξετυλίγω τις ζωγραφικές μου εμπειρίες, προσπαθώντας στον μηρυκασμό της μαγείας του παγκόσμιου χρωστήρα να πνίξω το
σκοτάδι που με τυλίγει. Έτσι, ξαναγυρίζω στον Ιούλιο του ’63, όπου, στο
μισοάδειο Λούβρο, σπατάλησα ώρες μπροστά στην «Μόνα Λίζα», προσπαθώντας να μάθω
γιατί υπήρχε μεγάλη υστερία μ’ αυτό το έργο του Ντα Βίντσι. Κάτι που ακόμη δεν
κατάλαβα. Όταν υπάρχει ένας Βερμέερ -στο μικρό σε πλήθος συνολικό του έργο- και
ένας συγκεκριμένος θεϊκός πίνακας, σαν την «Νυχτερινή περιπολία» του Ρέμπραντ,
το... «κόλλημα» με την «Μόνα Λίζα» μου μοιάζει υπερβολικό και προϊόν φήμης, μιμητισμού
και... διαφήμισης. Με τον τελευταίο με συνδέει κάτι εντυπωσιακό. Όταν, γιά πολλοστή
φορά τον θαύμαζα με τις ώρες, μαγεμένος, στο Ρέικσμουζέουν του Άμστερνταμ -πριν
κλείσει γιά ανακαίνιση- ο ευγενικός φύλακας μου υπενθύμισε πως... έκλειναν και θα
έπρεπε να φύγω, μιά έμμονη ιδέα και παρόρμηση με όπλισαν με θράσος και ρώτησα: -«Γιατί...
ακρωτηριάσατε τον πίνακα;»! Η μισή φιγούρα του τυμπανιστή δεξιά με ενοχλούσε.
Δεν μπορούσα και δεν ήθελα να φανταστώ τον Ρέμπραντ να κόβει το πλάνο του κατά
τέτοιον τρόπο! Ο φύλακας, αποσβολωμένος, από την παρατήρηση με οδήγησε στο
γραφείο κάποιου ανώτερου. Διευθυντής, προϊστάμενος, δεν κατάλαβα ποτέ.
-«Γιατί το είπατε αυτό κύριε;»,
με ρώτησε εκείνος, με αχνό χαμόγελο.
-«Διαίσθηση», απάντησα
αυθόρμητα, καθώς δεν είχα κάτι καλύτερο να πω!
Με συνεχάρη γι’ αυτήν και μου «ομολόγησε» τον βανδαλισμό, ολοτρίγυρα
του έργου, χωρίς να θυμάμαι, τώρα, τον λόγο που έγινε.
Μία, σχετικά πρόσφατη, επίσκεψη
στο Μουσείο Πικάσσο, στην Βαρκελώνη και ένα έντυπο με άγνωστα στο ευρύ κοινό έργα
του Νταλί, με έκαναν ν’ αλλάξω άποψη γι’ αυτούς. Κάτι καταπληκτικές μινιατούρες
του πρώτου, φτιαγμένες στην παιδική του ηλικία και μιά αχαλίνωτη χρωματική
πανδαισία του δεύτερου, με γέμισαν ντροπή γιατί μιά ζωή τους... περιφρονούσα,
διαφωνώντας.
Πάντως, αν ήθελα με ένα
ζωγραφικό έργο να απεικονίσω το σύνολο του «είναι» μου τώρα -μέσα και έξω- θα
διάλεγα την «Κραυγή» του Νορβηγού ζωγράφου Έντβαρ Μουνκ. Και αν, μάλιστα, ήταν στο χέρι μου θα το
βάφτιζα... «Ατενίζοντας την μοίρα», γιατί η κραυγή εκφράζει τον σπαραγμό και
την απόγνωση που γεννά η συνάντηση με την μοίρα. Αυτή που κυριαρχεί και,
τελικά, συντρίβει την ύπαρξη όλων των εμβίων.