Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

«Τα δυό μικρά κουκλάκια»


Μικρή πρωτοχρονιάτικη ιστοριούλα.


 
   Ήταν τότε, τα πολύ παλιά χρόνια, που οι άνθρωποι ήσαν φτωχότεροι στην τσέπη και πλουσιότεροι στα αισθήματα. Το σώμα τους πάγωνε από το κρύο, μα η καρδιά τους ήταν ολόθερμη, σαν αναμμένο κάρβουνο. Το «καλημέρα» έβγαινε ολόγλυκο κι αβίαστο, μαζί με το λαμπερό χαμόγελο που φώτιζε τα πρόσωπά τους. Κι οι φτωχικές γειτονιές της Αθήνας αντιλαλούσαν από τις χαρούμενες φωνές των μικρών και τα τραγούδια από τα πικ-απ των μεγάλων.

   Τέτοιες ημέρες τα παιδιά είχαν την τιμητική τους. Όλο τον χρόνο περίμεναν τον Άι Βασίλη να τους φέρει το δώρο τους. Όχι τίποτε σπουδαίο, σχετικά με την σημερινή κλίμακα. Κάποια κουκλίτσα τα κορίτσια και κανά μεγάλο -ολοστρόγγυλο και πολύχρωμο- τόπι τ’ αγόρια. Τα πρώτα κουρασμένα από το «κουτσό» και το «περνά-περνά η μέλισσα» προσδοκούσαν να κρατήσουν στα χέρια ένα... μικρό κουκλίστικο «μωρό», που θα το φρόντιζαν σαν πραγματικές μαμάδες. Και τα άλλα, απογοητευμένα από το κλωτσοσκούφι με τις παραγεμισμένες με κουρέλια κάλτσες -ευρεσιτεχνία της μαμάς- που υποδύονταν... τις τρίφυλλες μπάλες των χρόνων της οικονομικής αναβροχιάς, περίμεναν κάποιο λαστιχένιο διάβολο που θα τον κλωτσούσαν και θα μπίσταγε μέχρι τον ουρανό, παίζοντας -επί τέλους- αληθινό ποδόσφαιρο και όχι κλωτσοσκούφι.

   Φωλιά του ονείρου των πιό ψαγμένων πιτσιρικάδων, ο Τσοκάς. Το μεγαλύτερο παιχνιδάδικο της παλιάς Αθήνας, στην οδό Αιόλου. Ήταν γιά τους μπόμπιρες και τις μικρές σουρλουλούδες με τους φιόγκους στα μαλλιά, ό,τι το καρβέλι γιά τους πεινασμένους διακονιαρέους, ή το κόκκαλο των ξενηστικωμένων σκύλων. Ακόμη κι όσοι δεν είχαν δει την προκλητική του βιτρίνα είχαν, σίγουρα, ακούσει γι’ αυτόν. Η φήμη του προέτρεχε και κάλυπτε τις φτωχογειτονιές της πόλης. Τα Πετράλωνα, το Θησείο, τον Βοτανικό, τον Βούθουλα, την Πλάκα.

   Σε κάποιο ψηλό ράφι του παιχνιδάδικου, δύο κουκλάκια στριμωγμένα κοίταζαν αντικριστά το ένα το άλλο. Μακρυμαλλούσα η μία, με παιχνιδιάρικα μελιά ματάκια και μιά θημωνιά στο κεφάλι, λυγερόκορμο και ρωμαλέο παλικαράκι ο άλλος. Τότε δεν είχαν λανσαριστεί ακόμη οι σχετικές σειρές με τις... Μπάρμπες, τις Bi bi bo και τις υπόλοιπες τυποποιημένες αηδίες, όμως σίγουρα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι πρόδρομοι αυτών. Τότε οι κούκλες ήσαν χειροποίητες. Είχαν ψυχή, ποιότητα και μοναδικότητα.  Και, όπως θα δείτε πιό κάτω και... αισθήματα!
   Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη και πολλή φιλοσοφία γιά να καταλάβει κανείς πως με τον καιρό είχε ερωτευτεί αυτή αυτόν κι αυτός... αυτή. Και με κάθε ευκαιρία που ο υπάλληλος πλησίαζε το ράφι και, σπρώχνοντας, ακούμπαγε ο ένας το χέρι του άλλου ριγούσαν, ενώ στα μάτια τους έτρεχε ένας φόβος, μπας και κάποτε τους... χωρίσουν!

   Τελικά, το πεπρωμένο δεν το απέφυγαν. Μιά πρωτοχρονιά η χερούκλα του υπαλλήλου, όντως τους χώρισε. Ένας τύπος αγόρασε την, ας πούμε, Μπάρμπι και ένας άλλος τον, ας πούμε, Κεν. Και έτσι έγιναν δύο παιχνίδια σε δυό διαφορετικά παιδικά χέρια.

   Γιά χρόνια, τα παιδάκια αγάπησαν τα παιχνιδάκια τους. Τα έπαιξαν, τα σγάρλισαν, τα βασάνισαν. Τα κούρασαν τα κακόμοιρα τα κουκλάκια. Μέχρι που τα παιδάκια μεγάλωσαν και κουράστηκαν κι αυτά από δαύτα.

   Έτσι, κουρελιασμένα, φθαρμένα, απαξιωμένα κι αντικαταστημένα από κάποια ηλεκτρονικά υποκατάστατα βρέθηκαν μιά παραμονή πρωτοχρονιάς σε διαφορετικούς κάδους απορριμμάτων, στα δυό άκρα της Αθήνας. Τσαλαπατημένα από τους τόνους των σκουπιδιών που έπεσαν πάνω τους και ζαλισμένα από το στριφογύρισμα των απορριμματοφόρων, ούτε πήραν χαμπάρι γιά το πότε και πώς βρέθηκαν -δίπλα, δίπλα- παραμορφωμένα και ταλαιπωρημένα από το χρόνο και την τριβή του, στην άκρη μιάς χωματερής! Κοιτάχτηκαν στα μάτια -αναγνωρίζοντας αμέσως το ένα το άλλο- και σφιχταγκαλιασμένα και τρισευτυχισμένα τα δυό μικρά βασανισμένα κουκλάκια -παρ’ όλο το χάλι τους- κατάλαβαν πως τίποτε πιά δεν θα τα χώριζε ποτέ! Και να δείτε, που και τώρα ακόμη, σαπίζοντας, χαμογελούν με ικανοποίηση κι ευδαιμονία...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου