Μνήμες, αναδρομές και
νοσταλγίες, κάπου από τα τέλη της δεκαετίας
του ’40.
Κάποιος προοδευτικός νους στη φτωχογειτονιά της Ακαδ. Πλάτωνος -τότε γνωστής
και ως «Βούθουλας»- όπου λόγω του φυσικού γουβώματος στο οποίο βρισκόταν γεωγραφικά, έτσι κι έβρεχε πέραν ενός ορίου η περιοχή θύμιζε Κωπαΐδα λίγο πριν
αποξηρανθεί, έριξε την ιδέα γιά μιά ρεφενέ εκδρομή. Πιθανώς να έγινε και κάποια
σχετική τοιχοκόλληση στη στάση του Κρίθαρη, ή στον τοίχο του ψιλικατζίδικου του
Μπενέτου, γιά να μαζέψει κόσμο. Δεν είμαι βέβαιος, καθ’ ότι -τότε- ήμουν... μικρός κι απερπάτητος! Αυτή
είχε γίνει αποδεκτή, τουλάχιστον από καμιά τριανταριά Βουθουλέους, οι οποίοι,
νωρίς-νωρίς, την Καθαρά Δευτέρα περίμεναν υπομονετικά, στην πλατεία Μαυρομάτη,
την άφιξη του ναυλωμένου φορτηγού, προκειμένου να επιβιβαστούν. Προορισμός
το... μακρινό Λουτράκι, γιά το οποίο οι φήμες ήθελαν τα... καλύτερα. Μεταξύ
όλων των... εκδρομέων και η ημετέρα οικογένεια. Έξι, συνολικά, τον αριθμό τα μέλη της.
Μπαμπάς, μαμά και τέσσερα τέκνα. Ο συνοδευτικός εξοπλισμός όλων των εκδρομέων...
άστα να πάνε. Ένα σημερινό ασκέρι εξευγενισμένων γυφταρέων θα αισθανόταν αποτροπιασμό,
ακόμη και στην πιθανότητα να συνταξιδέψει μαζί μας. Το τί συμπράγκαλο κουβαλούσε
το ταξιδιωτικό κοινό δεν περιγράφεται. Και όλα με φαγώσιμα, συν μιά κουρελού γιά...
τραπεζομάντηλο.
Τελικά, το αγκομάχημα του
σαράβαλου ακούστηκε αχνό στην αρχή, στην στροφή του Άη Γιώργη, και σαν μουγκρητό
Στούκας όταν πλησίασε. Ήταν ένα τέως στρατιωτικό GMC, Τζαίημς τα λέγαμε τότε, που
γύρευε πως ξαπόμεινε στα χέρια κάποιου επιτήδειου, να κουβαλάει πατάτες από την
Αράχωβα -συνήθως- και με κάποια αρπαχτή εκδρομή -καλή ώρα- να τσοντάρει στις γλίσχρες
αποδοχές του αφεντικού του.
Μιά σιδερένια απότομη σκάλα, που στήθηκε αμέσως και η βοήθεια του
οδηγού, εξασφάλισαν την επιβίβαση του μικρού συρφετού χωρίς απώλειες. Οι δύο
πάγκοι που ήσαν τοποθετημένοι παράλληλοι στα πλάγια του φορτηγού δεν
επαρκούσαν, οπότε κάποιες κουρελούδες, πού βγήκαν και στρώθηκαν στο κέντρο της καρότσας, έλυσαν κι αυτό το
πρόβλημα.
Οι μεγαλύτεροι από τους μικρούς, εγώ φερ’ ειπείν, στριμώχτηκαν όρθιοι στους
πάγκους, ανάμεσα στους μεγάλους, και παρακολουθούσαν μαγεμένοι τη θέα της
διαδρομής. Τότε πρωτοσκέφτηκα πως ο κόσμος θα πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερος
από αυτόν που χωρούσε το μυαλό μου. Και έκτοτε βάλθηκα να τον μετρώ και αποκρυπτογραφώ. Τυχαία
καθόμασταν στην αριστερή πλευρά, όπως πήγαινε το φορτηγό, οπότε όταν έσκασε μύτη
η θάλασσα, καθώς το Τζαίημς εβρυχάτο στις ανηφόρες, λίγο πριν την Κακιά Σκάλα,
η συγκίνηση έγινε έντονη. Κάτω ο συνεχής γκρεμός προκαλούσε δέος κι ενδιαφέρον,
όχι από κίνδυνο -αφού τέτοιος δεν υπήρχε στο παιδικό ρεπερτόριο- αλλά απ’ αυτό
που συνειδητοποίησα χρόνια μετά και που, απλά, λεγόταν... ομορφιά!
- Μαμά, μαμά, κοίτα μιά μικρή βαρκούλα και δυό μικρά ανθρωπάκια μέσα
που κάνουν κουπί! Οι κραυγές ενός μπόμπιρα, λίγο πιό δίπλα σε αντίστοιχο παρατηρητήριο,
με ξάφνιασαν, με εντυπωσίασαν και με προβλημάτισαν. Πράγματι, οι ιστορίες από
τα ταξίδια του Γκιούλιβερ, που είχα διαβάσει -λόγω επαγγέλματος του πατέρα, με
τα βιβλία που μου κουβαλούσε σπίτι, είχα μάθει να διαβάζω πριν πάω σχολείο- τελικά
ήσαν αληθινές! Υπήρχε όντως η Λιλιπούτη και η Μπλαφούσκου και ίσως κάποια από
δαύτες να ήταν κοντά στο... Λουτράκι. Κάθε φορά που θυμάμαι τη σκηνή -ακόμη και
τώρα- γελώ με την παιδική αφέλεια, που δεν καταλάβαινε από μεγέθη, αποστάσεις
και φυσικά φαινόμενα. Η φαντασία είναι ο καλύτερος και πιό αρεστός φίλος του
παιδιού. Του φτιάχνει τα πράγματα όπως εκείνο τα θέλει και τα καταλαβαίνει. Κρίμα
που η μαγεία της χάνεται, πνιγμένη στο τέλμα της πεζής πραγματικότητας, της ενηλικίωσης και της γνώσης.
Η μνήμη τώρα, κάνοντας άλματα γιά να γεμίσει τα κενά και τα χάσματα που
δημιουργεί ο χρόνος και η αλλοίωση των κυττάρων, στέκεται σε ό,τι την
εντυπωσίασε και τότε. Το Λουτράκι ήταν μιά μικρή ήσυχη πόλη, με μιά απέραντη και άδεια παραλία
γεμάτη μεγάλα πλακέ βότσαλα. Η μητέρα, όπως και όλες οι άλλες μανάδες, να στρώνει την κουρελού-τραπεζομάντηλο και να
βγάζει -σαν τυμβωρύχος, ή θαυματοποιός- από τα βάθη ενός μεγάλου κοφινιού,
διάφορα καλούδια που επιμελώς είχε στοιβάξει από την προηγουμένη. Ο πατέρας να
χάνεται με το μεγάλο χακί ντεπόζιτο άδειο και να το γυρίζει γεμάτο:
-Το καλύτερο νερό της Ελλάδος, να λέει με στόμφο. Πιείτε όσο θέλετε και
φεύγοντας θα το ξαναγεμίσω, να το πάρουμε σπίτι!
Κάτι ανάλογο έκαναν όλοι οι μεγάλοι, γεμίζοντας παγούρια και σταμνιά
από την πηγή Καραντάνη, αλλά ομολογουμένως, εγώ δεν κατάλαβα καμιά διαφορά πίνοντας.
Προσωπικά, το καλύτερο νερό ήταν εκείνο που κατέβαζα μονορούφι ιδρωμένος και ξέπνοος, μετά
το ξελύσσασμα στις αλάνες σε πολύωρο τρεχαλητό, πίσω από ένα μεγάλο τόπι. Η
κανονική μπάλα, εννοείται, εκείνη την εποχή ήταν είδος πολυτελείας και σε πλήρη
αφάνεια.
Τέλος, εμείς η πιτσιρικαρία, να ασχολούμαστε με τους χαρταετούς.
Κανονικούς, βουιχτάρια, σμυρνάκια, απ’ όλα. Τελευταία μέριμνα η ουρά, τα ζύγια
και οι πιο μερακλήδες να τους βάζουν και «αυτιά». Οι αετοί, τότε, δεν
πουλιόντουσαν σε παιχνιδάδικα και ψιλικατζίδικα, αλλά ήσαν... homemade. Σαν τη σαρακοστιανή ταραμοσαλάτα, τα τουρσιά και
τα γλυκά του κουταλιού. Χαρτί πολύχρωμο λαδόκολλα, σπάγκος κερωμένος γιά περισσότερη
αντοχή, αλευρόκολλα και, προπάντων, μαστοριά μεταφερμένη από την συσσωρευμένη πείρα
των μεγαλυτέρων γαβριάδων της γειτονιάς.
Το πέταγμα του αετού ήταν, όντως, απόλαυση. Το θαλασσινό αεράκι και η
απουσία καλωδίων της ΔΕΗ -το μεγαλύτερο πρόβλημα και άγχος των πιτσιρίκων του
Βούθουλα, καθώς αυτά αποτελούσαν παγίδα και κοιμητήρι χαρταετών- έκαναν την διασκέδαση
σούπερ απόλαυση. Γιά να σηκωθεί ο αετός δεν χρειαζόταν ούτε καν... «κεφάλι», όπως
λεγόταν η υποβοήθηση που πρόσφεραν οι μικρότεροι αδελφοί κρατώντας τον αετό σε
κάποια απόσταση, μέχρι να πάρει ύψος, αμέσως με το πρώτο τράβηγμα. Λίγο
τρέξιμο, σε συνδυασμό με σταδιακό άφημα του σπάγκου και... αμόλα καλούμπα.
Στο τέλος της ημέρας πήρα το πρώτο μεγάλο μάθημα πως όλα τα ωραία
πράγματα τελειώνουν πάντα με ένα μελαγχολικό τέλος. Αυτό που αναπόφευκτα και
νομοτελειακά ακολουθεί, καιροφυλακτώντας, την κάθε αρχή. Γιά να κλείσει ο κύκλος
που, ως κίνηση, διέπει τα πάντα.
Την ώρα που ο φωτεινός δίσκος του άστρου της ζωής έγερνε κουρασμένος στο βάθος του ορίζοντα, έτοιμος να βουτήξει στη θάλασσα, και ένας ζωντανός λεβάντες κρατούσε σταθερά τον χαρταετό μας ακίνητο στα ύψη, το κορνάρισμα του οδηγού σήμανε την αρχή του τέλους της εκδρομής. Ο πατέρας, τότε, είπε:
Την ώρα που ο φωτεινός δίσκος του άστρου της ζωής έγερνε κουρασμένος στο βάθος του ορίζοντα, έτοιμος να βουτήξει στη θάλασσα, και ένας ζωντανός λεβάντες κρατούσε σταθερά τον χαρταετό μας ακίνητο στα ύψη, το κορνάρισμα του οδηγού σήμανε την αρχή του τέλους της εκδρομής. Ο πατέρας, τότε, είπε:
-Παιδιά, περάσαμε όμορφα και σήμερα. Εδώ τελειώνουν οι Απόκριες και ο
αετός μας, που τόσες φορές πετάγατε γιά τρεις βδομάδες, θα πρέπει κι αυτός,
κουρασμένος, να αναπαυθεί. Και τί καλύτερο κρεβάτι απ’ αυτή την πλατειά γαλάζια
αγκαλιά. Του χρόνου, θα φτιάξουμε και θα πετάξουμε έναν φρέσκο, νέο, πιό μεγάλο
και πιό όμορφο αετό.
Η σιγή που ακολούθησε τα λόγια του σήμανε συγκατάθεση και ο πατέρας με
ένα μαχαίρι έκοψε το σπάγκο και ο αετός μας άρχισε ν’ απομακρύνεται,
παρασυρμένος ελεύθερα από το αεράκι, μέχρι που χάθηκε απ’ τα δακρυσμένα μάτια
μου στο βάθος του ορίζοντα, προς τη μεριά του ήλιου, αρνούμενος να πεθάνει.
Από τότε, ένα πλήθος... «αετοί» υψώθηκαν στη ζωή μου. Άλλοι ζωηροί και καμαρωτοί
και άλλοι σκοτεινοί και μίζεροι. Και στο τέλος όλοι χάθηκαν στα βάθη των οριζόντων. Μέχρι που
έπαψα να τους μετράω.
Yπέροχο!Ευχαριστούμε που μας βοήθησες να νηστέψουμε την ενημέρωση που μετά χρειάζεται αποΣΥΡΙΖΩση για ααπποτοξίνωση!
ΑπάντησηΔιαγραφήμαγευτικο σαν την συνεντευξη του Κηλαηδόνη που έλεγε οτι οταν πρωτοπήρε τρολλευ να πάει από Κυψέλη στο κέντρο και ειδε το Ρεξ και το Σινεάκ ενιωσε οτι πηγε στο Μπρόντγουεϋ που έβλεπε στις ταινίες
Διαγραφή