Δυστυχώς στην Ελλάδα, αν δεν
πεθάνεις, ούτε δικαιώνεσαι, ούτε δοξάζεσαι. Και ολίγα τινά περί «δημοκρατίας»".
Καλό ταξίδι, Πρόεδρε. |
Η «αναχώρηση» του Κωνσταντίνου
Μητσοτάκη δίνει το έναυσμα της αναψηλάφησης του πιό συκοφαντημένου πολιτικού
της μετακατοχικής Ελλάδος. Τελευταία του υπηρεσία προς την χώρα, η αποκάλυψη της αριστερής
μικροψυχίας και ασημαντότητος.
Η πασοκική δολιότης και η
χαώδης κατάσταση που επεκράτησε στη χώρα μετά την εκούσια αποχώρηση από την
πολιτική του τεράστιου Κων/νου Καραμανλή, του κόλλησαν το στίγμα του «αποστάτη». Μιά άδικη ρετσινιά που δεν κατάφερε να εξαλείψει, επιμένοντας πεισματικά στην
τήρηση ενός ιδιότυπου «μνημονίου», το οποίον είχε υπογράψει ολόκληρη η
κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου, λίγο πριν ο Γεώργ. Παπανδρέου ανέβει
στο Τατόι και διαπραγματευτεί με τον Κωνσταντίνο. Γνωρίζω από πρώτο χέρι πως
άπαντες οι βουλευτές είχαν υπογράψει κοινή δήλωση πως δεν θα αποδεχθούν τυχόν
παραίτηση της Ένωσης Κέντρου από την εξουσία, αν τούτο πράξει ο ηγέτης της. Δεν
εννοούσαν να απεμπολήσουν κάτι γιά το οποίο τόσο κοπίασαν -συνασπιζόμενα- πολλά ετερόκλητα κεντρώα στοιχεία. Δηλαδή, να την
αποσπάσουν από την πολύχρονη κυριαρχία της Δεξιάς. Στην πορεία, πλείστοι βουλευταί
δείλιασαν και υπαναχώρησαν κάτω από τη λαϊκή πίεση και το σύνολον των
διαδηλώσεων που αναστάτωσαν τότε την Αθήνα, τα λεγόμενα "Ιουλιανά", όπου κάηκε πάλι η πρωτεύουσα και συνετάχθησαν με τον Γ. Παπανδρέου. Οι υπόλοιποι,
που έμειναν πιστοί στην υπογραφή τους, χαρακτηρίστηκαν... «αποστάτες». Σε προσωπική εξομολόγηση σε επιχειρηματία φίλο
του, υπεσχέθη πως όλα τα σχετικά στοιχεία, έχει αφήσει παραγγελία να
δημοσιοποιηθούν μετά τον θάνατό του. Αυτά τα γνωρίζω, σχεδόν από τότε, και περιμένω
να τα δω δημοσιευμένα.
Ο θάνατος του Μητσοτάκη ήρθε
σε μία, επίσης, πολιτικά ταραγμένη εποχή, όπου η λέξη -αλλά και η έννοια-
«Δημοκρατία» βρίσκεται πάλι σε τρικυμία εν κρανίω των πολιτών, παραμορφωτική κακοποίηση
της έννοιας και αλά καρτ ερμηνεία της.
Η Δημοκρατία, ως πολίτευμα,
έχει ένα μεγάλο προτέρημα και ένα μεγάλο ελάττωμα. Το πρώτο γιατί επιτρέπει σε
απαξάπαντες να έχουν δημόσιο λόγο στις αποφάσεις και το δεύτερο γιατί... ακριβώς το επιτρέπει αδιακρίτως!
Έτσι ο κάθε μικρόνους, αμόρφωτος, ηλίθιος, αλαζόνας, μισαλλόδοξος και, γενικώς,
επικίνδυνος γιά την ίδια, τύπος έχει εξισωτική ισχύ -διά της ψήφου του- με έναν
ευρύνου, μορφωμένο, ευφυή, μετριόφρονα και ανεκτικό πολίτη. Η αδυναμία αυτή της
«δημοκρατίας» είχε επισημανθεί από την αρχαιότητα. («Ουδέν ανισότερον της ίσης
μεταχείρισης των ανίσων». Αριστοτέλης). Έτσι, η πολυδιαφημισμένη «Αθηναϊκή
δημοκρατία» που δόξασε την Αθήνα και την απογείωσε κατά τον 5ο π.Χ.
αιώνα, στην ουσία δεν ήταν... δημοκρατία, όπως την εννοούμε σήμερα, αλλά καθαρή
ολιγαρχία! Στην πραγματικότητα η εξουσία βρισκόταν και οι αποφάσεις ελαμβάνοντο
από 10.000 περίπου ελεύθερους Αθηναίους πολίτες. Και μάλιστα όχι από την ολότητα
αυτών. Οι μη μετέχοντες και οι μη κρινόμενοι ικανοί να μετάσχουν στα κοινά,
απεκαλούντο: «ιδιώτες», δηλαδή... ηλίθιοι με την αρχαία έννοια της λέξης -άρα
ανίκανοι- να αποφασίσουν σωστά και να διαχειριστούν σωστά.
Εν προκειμένω, στην σημερινή
λεγόμενη «δημοκρατία», χωρούν ισότιμα από τον
σοφότερο πολίτη μέχρι τον τελευταίο κρετίνο. Έτσι, με την επιλογή
επαφιέμενη σε μία απλή αριθμητική πλειοψηφία, η λαϊκή κρίση διαμορφώνεται από
μη αντικειμενικά και επωφελή γιά το κοινωνικό σύνολο κριτήρια. Ένας ανώριμος,
άφρων, απαίδευτος και αφελής λαός, εύκολα γίνεται έρμαιο επιτήδειων δημαγωγών,
καθ’ ότι ευεπίφορος παχυλών υποσχέσεων και εύπιστος αποδέκτης παραπλάνησης και
παραπληροφόρησης από επιτήδειους λαοπλάνους που του υποκλέπτουν την εμπιστοσύνη
και του υφαρπάζουν την ψήφο. Αυτό το έργο, ο ελληνικός λαός το έχει δει πολλές φορές
και -αν και ξέρει το τέλος- το... ξαναβλέπει και ξαναβλέπει, συνεχώς και αδιόρθωτα. Σαν
χάνος που σπεύδει ν’ αρπάξει το δόλωμα που έντεχνα του πλασάρει ο κάθε
παμπόνηρος λαϊκιστής ηγέτης. Καλή ώρα όπως τώρα.
Μιά καλή και εφικτή, με την σύγχρονη τεχνολογία, λύση -αν και ουτοπική επί του παρόντος- θα ήταν η επιλογή, από το σύνολο του λαού, ενός εκλεκτορικού σώματος στο οποίο δικαιούνται να μετέχουν όλοι όσοι διαθέτουν IQ, πάνω από κάποιο ελάχιστο επιτρεπόμενο όριο. (Και μετά... ξύπνησα!).