REQVIEM
Οι διαδρομές των ανθρώπων ακολουθούν περίεργες χαοτικές τροχιές. Θα
ήταν πολύ ενδιαφέρον αν μπορούσαμε να δούμε όλο αυτό το κουβάρι σε
ψηφιακή απεικόνιση. Θα μπορούσε να μπει ως θέμα διδακτορικό στα
«τσακάλια» της ηλεκτρονικής τεχνολογίας.
Είναι εκπληκτικό το πώς μέσα σ’ αυτό το πλέγμα ελάχιστες διαδρομές εφάπτονται, προς στιγμήν. Λιγότερες τέμνονται και πάρα πολύ λίγες ταυτίζονται και ακολουθούν κοινή πορεία γιά κάποιο χρονικό διάστημα. Και απειροελάχιστες γιά μιά ολόκληρη ζωή.
Στέκομαι γιά λίγο στις εφαπτόμενες τροχιές. Στις στιγμιαίες επαφές που εκλύουν μικρές αλλά πολύ δυνατές συγκινήσεις. Όπως κάποιες φορές που ανοίγοντας τη πόρτα του αυτοκινήτου αισθάνεσαι πάνω σου μιά μικρή, αλλά έντονη, ηλεκτρική εκκένωση του συγκεντρωμένου στατικού ηλεκτρισμού. Και μαζί ένα απρόσμενο, αιφνίδιο σοκ.
Τσάντες κρατάμε πολλές στη ζωή μας, που μετά τη χρήση γιά κάποιο διάστημα, πετιούνται, χάνονται, ξεχνιούνται. Όμως η τσάντα, έστω άδεια, που βούτηξε ένας τυχαίος, περαστικός «τσαντάκιας» δεν ξεχνιέται ποτέ.
Μιά τέτοια εφαπτομενική συνάντηση ήταν η αφορμή που γράφτηκε το REQVIEM, από κάποιο… «φίλο». Μιά δυνατή στιγμή αδυναμίας. Μιά μικρή ηλεκτρική εκκένωση. Μιά τσάντα που αρπάχτηκε και πάει. Που χάθηκε ανεπιστρεπτί.
Είναι εκπληκτικό το πώς μέσα σ’ αυτό το πλέγμα ελάχιστες διαδρομές εφάπτονται, προς στιγμήν. Λιγότερες τέμνονται και πάρα πολύ λίγες ταυτίζονται και ακολουθούν κοινή πορεία γιά κάποιο χρονικό διάστημα. Και απειροελάχιστες γιά μιά ολόκληρη ζωή.
Στέκομαι γιά λίγο στις εφαπτόμενες τροχιές. Στις στιγμιαίες επαφές που εκλύουν μικρές αλλά πολύ δυνατές συγκινήσεις. Όπως κάποιες φορές που ανοίγοντας τη πόρτα του αυτοκινήτου αισθάνεσαι πάνω σου μιά μικρή, αλλά έντονη, ηλεκτρική εκκένωση του συγκεντρωμένου στατικού ηλεκτρισμού. Και μαζί ένα απρόσμενο, αιφνίδιο σοκ.
Τσάντες κρατάμε πολλές στη ζωή μας, που μετά τη χρήση γιά κάποιο διάστημα, πετιούνται, χάνονται, ξεχνιούνται. Όμως η τσάντα, έστω άδεια, που βούτηξε ένας τυχαίος, περαστικός «τσαντάκιας» δεν ξεχνιέται ποτέ.
Μιά τέτοια εφαπτομενική συνάντηση ήταν η αφορμή που γράφτηκε το REQVIEM, από κάποιο… «φίλο». Μιά δυνατή στιγμή αδυναμίας. Μιά μικρή ηλεκτρική εκκένωση. Μιά τσάντα που αρπάχτηκε και πάει. Που χάθηκε ανεπιστρεπτί.
Αυτή γιά την οποία γράφτηκε, όπως μου είπε, δεν το ξέρει. Δεν πρόλαβε να το μάθει. Και, ίσως, ούτε θα το μάθει ποτέ! Γι’ αυτό μοιάζει ξεκρέμαστο. Είναι μετέωρο. Έτσι μετέωρο μου το
χάρισε και, κατά συνέπεια, δικαιούμαι να το αντιγράφω, χρησιμοποιώ και
χαρίζω όπου θέλω. Κυρίως σε όποιον και όποια «αρνείται κατηγορηματικά
να μεγαλώσει».
Ακριβώς γι’ αυτό! Και γιατί μου άναψε λάμπα. Μου
αποκάλυψε αυτό που πραγματικά θα ήθελα να κάνω. Ενώ «έτρεξα» προς την
αντίθετη μεριά. Βιαζόμουνα να μεγαλώσω. Να σπεύσω, να προλάβω. Να
προλάβω τί; Να ωριμάσω, να γεράσω, να σαπίσω, να πεθάνω! Να ζήσω μη
ζώντας.
Και το κακό είναι ότι τα κατάφερα! Μόνο ύστατο κέρδος η παλινδρόμηση του μυαλού. Οι μνήμες, οι αναπολήσεις και οι νοσταλγίες.
Και το κακό είναι ότι τα κατάφερα! Μόνο ύστατο κέρδος η παλινδρόμηση του μυαλού. Οι μνήμες, οι αναπολήσεις και οι νοσταλγίες.
Ας είσαι καλά, Κυρά μου, που μου ξύπνησες ένα απωθημένο που κοιμόταν
ξεχασμένο μέσα μου. Κάποιες φορές ψάχνουμε, απλά πράγματα, κοιτάζοντας
μακριά, ενώ αυτά είναι δίπλα μας, μέσα μας. Σαν τα γυαλιά της
πρεσβυωπίας, που τρώμε τον κόσμο να τα βρούμε ενώ τα’ χουμε σηκωμένα στο
μέτωπο.
Τελικά, ναι, αυτό είναι! Θα έπρεπε «ν’ αρνηθώ να μεγαλώσω»!!!
Το μόνο παρήγορο είναι ότι, τουλάχιστον, με τη στάση ζωής αυτό έκανα, υποσυνείδητα. Απλώς δεν το κατάλαβα. Και, δυστυχώς, δεν το απόλαυσα!
Τελικά, ναι, αυτό είναι! Θα έπρεπε «ν’ αρνηθώ να μεγαλώσω»!!!
Το μόνο παρήγορο είναι ότι, τουλάχιστον, με τη στάση ζωής αυτό έκανα, υποσυνείδητα. Απλώς δεν το κατάλαβα. Και, δυστυχώς, δεν το απόλαυσα!
REQVIEM
- Του χωρισμού την ώρα μη δακρύσεις,
όρθιος στάσου, δυνατός, σαν κύριος σαλονιού
και τα σκοτάδια που ήρθαν ν’ αντικρίσεις
σαν λαμπερές και πάλλευκες νιφάδες του χιονιού.
όρθιος στάσου, δυνατός, σαν κύριος σαλονιού
και τα σκοτάδια που ήρθαν ν’ αντικρίσεις
σαν λαμπερές και πάλλευκες νιφάδες του χιονιού.
- Την ώρα αυτή τα δάκρυα δεν ταιριάζουν
-δροσοσταλίδες σε λουλούδια μαραμένα-
κάνε κουράγιο κι άντεξε, τα μάτια σου ας μη στάζουν,
γιά τα δειλά σκιρτήματα που πήγανε χαμένα.
-δροσοσταλίδες σε λουλούδια μαραμένα-
κάνε κουράγιο κι άντεξε, τα μάτια σου ας μη στάζουν,
γιά τα δειλά σκιρτήματα που πήγανε χαμένα.
- Γιά λίγο γνωριστήκαμε, την ήξερα όμως χρόνια,
όνειρα δεν κεντήσαμε, θα ’ταν οδυνηρό,
διάπυρο κάρβουνο η καρδιά, μα στα μαλλιά τα χιόνια.
Eγώ και πάλι έφηβος, μα εκείνη το «μωρό».
όνειρα δεν κεντήσαμε, θα ’ταν οδυνηρό,
διάπυρο κάρβουνο η καρδιά, μα στα μαλλιά τα χιόνια.
Eγώ και πάλι έφηβος, μα εκείνη το «μωρό».
- Κάθισε μόνος, σκέψου και νοστάλγησε,
τις μαύρες, κρύες νύχτες του χειμώνα,
τα μάτια της -αχ, πόσο να ’ρθει άργησε-
αμίλητη, διακριτική, σαν ταπεινή ανεμώνα.
τις μαύρες, κρύες νύχτες του χειμώνα,
τα μάτια της -αχ, πόσο να ’ρθει άργησε-
αμίλητη, διακριτική, σαν ταπεινή ανεμώνα.
- Κράτησε αν θέλεις, πάντοτε, στη μνήμη σου νωπή
τον παιδικό αυθορμητισμό, το γελαστό μουτράκι,
αυτή η αγάπη το ’ξερες πως θα ’τανε ντροπή,
εσύ άντρας ώριμος, μεστός κι αυτή το… «κοριτσάκι».
τον παιδικό αυθορμητισμό, το γελαστό μουτράκι,
αυτή η αγάπη το ’ξερες πως θα ’τανε ντροπή,
εσύ άντρας ώριμος, μεστός κι αυτή το… «κοριτσάκι».
- Καθώς ο χρόνος θα κυλά, η πίκρα θα γλυκαίνει
και στα στερνά, τα δύσκολα, που θα ’ρθουν τότε χρόνια
η θύμηση της, βάλσαμο, γλυκά θα σε ζεσταίνει,
γριούλα αυτή χωρίς παιδιά και σύ με δυό εγγόνια.
και στα στερνά, τα δύσκολα, που θα ’ρθουν τότε χρόνια
η θύμηση της, βάλσαμο, γλυκά θα σε ζεσταίνει,
γριούλα αυτή χωρίς παιδιά και σύ με δυό εγγόνια.
- Κι ενώ όλα σβήνουν απαλά, σαν το κερί που λειώνει,
τί κρίμα… δεν σε πρόλαβα, το βήμα μου αργό.
Η αυλαία έπεσε βαριά, το έργο εδώ τελειώνει.
Ζωή γιά μένα πάντα εσύ και Θάνατός σου εγώ.
τί κρίμα… δεν σε πρόλαβα, το βήμα μου αργό.
Η αυλαία έπεσε βαριά, το έργο εδώ τελειώνει.
Ζωή γιά μένα πάντα εσύ και Θάνατός σου εγώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου