Αναμνήσεις,
άγνωστες λεπτομέρειες και στο βάθος... ένα δράμα!
Βρισκόμαστε -αν δεν με απατά η μνήμη- περί τα μέσα του ’73. Ένα μεγάλο
εργοτάξιο κάλυπτε το ¼ του οικοδομικού τετραγώνου επί της Λεωφ. Κηφισίας,
Ευρυτανίας, Δουκίσσης Πλακεντίας και Αργολίδος. Ο ολοκαίνουργιος φρεσκοστημένος,
αυτοανεγειρόμενος οικοδομικός γερανός POTAIN, περιστρέφεται πάνω από τα κεφάλια πεζών και τροχοφόρων στην Κηφισίας,
κάνοντας τους διερχόμενους από κάτω να λοξοκοιτούν τον ουρανό και να σταυροκοπιούνται
ενδόμυχα. Σχεδόν ένα χρόνο πριν είχα αναλάβει την επίβλεψη ενός κτιρίου, προβλεπόμενου να γίνει ένα από τα
υψηλότερα της Αθήνας, του ξενοδοχείου PRESIDENT. Ιδιοκτήτρια εταιρεία η ΓΕΚΕ Α.Ε
-λέγε με Γιώργος Κεφάλας- ένας από τους μετόχους της Αθηναϊκής Χαρτοποιίας-Softex και του ξενοδοχείου ASTOR, επί της οδού Καρ. Σερβίας, στο
Σύνταγμα. Αρχιτέκτων του έργου ο Γιάννης Βικέλας, Πολιτ. μηχανικός, κατ’
αρχήν, ο Σωκρ. Αγγελίδης και μετά -στις
τροποποιήσεις- ο Λεων. Λογοθέτης, Μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος ο ίδιος ο Γ.
Κεφάλας, (ο οποίος απ’ όλες τις ιδιότητες που κατείχε προτιμούσε αυτήν του
μηχανολόγου-ηλεκτρολόγου και καμάρωνε γι’ αυτήν), γενικός εργολάβος, πάλι η ΓΕΚΕ
Α.Ε., δηλαδή... ο Κεφάλας, και υπεργολάβοι εργασιών σκυροδέματος οι Ν. Περδ. και
Γ. Μετ.
Σχεδόν από την αρχή της διάστρωσης του μπετόν, έμμισθος
εργοταξιάρχης-επιβλέπων μηχανικός... η αφεντιά μου! Ένα μικρό νοικιασμένο υπόγειο,
απέναντι από την οικοδομή, στέγαζε το... διοικητήριο του εργοταξίου.
Τα μεγέθη του έργου ήσαν κολοσσιαία και αντιστρόφως ανάλογα της μέχρι
τότε επαγγελματικής μου πείρας. Όμως το καλό κλίμα στις σχέσεις όλων των
παραγόντων βοήθησε στο να ξεπεραστεί το δέος μου και έκανε το έργο να προχωρεί
κανονικά και απρόσκοπτα. Μόνος ανασταλτικός παράγων το δριμύ χειμωνιάτικο ψύχος, που στα -18 μέτρα,
που ήταν το τελικό βάθος της εκσκαφής, γινόταν αφόρητο και η βιασύνη του ιδιοκτήτη.
Μόλις ο σκελετός, μετά κάμποσα
υπόγεια και μήνες, έφτασε στην οροφή ισογείου και τραβούσε γιά τους ορόφους, ένα
συνεργείο Ιταλών άρχισε να στήνει σε ειδικά αφιέμενο φρέαρ - μέσα στο σώμα της οικοδομής- έναν θηριώδη κίτρινο γερανό. Γιά περίπου
ένα μήνα συναρμολογούσαμε τα τεράστια δικτυωτά κομμάτια του και όταν, επί
τέλους, ολοκληρώθηκε το στήσιμό του και μπήκε σε λειτουργία, η συμβολή του στις
διαστρώσεις ήταν πολύτιμη. Το έργο πήρε άλλο αέρα και μεγάλη ταχύτητα
εκτέλεσης. Δουλεύαμε νυχθημερόν, με την μακριά μπίγα του γερανού να προκαλεί
δέος στους διερχόμενους στην Κηφισίας, καθώς περιστρεφόταν πάνω τους. Σε χαμηλό ύψος και μ’ έναν
πελώριο κουβά γεμάτον μπετόν, προκαλούσε δέος και σταυροκοπήματα! Χειριστής του γερανού ήταν ο αείμνηστος Γιώργος
Αλεξάκης. Έμπειρος χειριστής και προσεκτικός άνθρωπος. Όμως και με μιά ιδιοτροπία
που απεδείχθη μοιραία γι’ αυτόν και την πορεία όλων. Ο Αλεξάκης αρνιόταν με πείσμα να κάθεται στο
ειδικό κουβούκλιο χειρισμού του γερανού και να πιλοτάρει απ’ εκεί. Ήθελε να κυκλοφορεί
κοντά στο επίπεδο της διάστρωσης. Ο «passepartout» Ραφ. έδωσε τη λύση στο χούι του. Έτσι ο
Αλεξάκης, μ’ έναν τορβά κρεμασμένο στο λαιμό, σαν τους παλιούς κουλουρτζήδες,
πάνω στον οποίο είχε εγκατασταθεί το χειριστήριο, που συνδεόταν με το πιλοτήριο
του γερανού μ’ ένα μακρύ καλώδιο, πηγαινοερχόταν πάνω στον ξυλότυπο και δούλευε. Και το
έργο προχωρούσε ταχύτατα.
Ένα βράδυ, δεν θυμάμαι ακριβώς πότε, αλλά νομίζω πως πρέπει να ήταν προχωρημένη
άνοιξη και το εργοτάξιο δούλευε φουλ μέχρι νύχτα, φωτισμένο με τεράστιους προβολείς. Εγώ εκείνη την ώρα δεν ήμουν υποχρεωμένος
να παρευρίσκομαι στο έργο και έτρεχα σε δικές μου δουλειές. Γυρίζοντας στο
γραφείο μου και πριν, καλά-καλά, παρκάρω, μιά ακίνητη φιγούρα που με είδε, πετάχτηκε από τη σκιά ενός
δέντρου, μου δίνει μιά ταξιδιωτική τσάντα που κρατούσε και με λαχανισμένη φωνή μου λέει:
- Φουκαρά μου, φύγε γρήγορα. Τρέξε κρύψου κάπου κι εξαφανίσου γιά δυό μέρες. Σε ψάχνει
η Αστυνομία και θα σε χώσουν Αυτόφωρο.
Στην τσάντα η γυναίκα σου έβαλε κάτι αλλαξιές. Πάρτα και δρόμο. Μου είπε να πάς
στην Ντίνα, την ξαδέλφη του Μανώλη στα Ταμπούρια και να λουφάξεις μέχρι να
περάσει ο χρόνος του αυτοφώρου. Εκεί δεν θα σε ψάξει κανείς. Φύγε γρήγορα και
σε δυό μέρες τα ξαναλέμε!
Τρελάθηκα!
- Τί λες, ρε Μήτσο, γιά ποιό λόγο να κρυφτώ, τί έκανα;
Ο πιστός συνεργάτης και ισόβιος φίλος μου, ο αείμνηστος Μήτσος Δεληνικόλας,
εργολάβος κι αυτός, μου εξήγησε στα σβέλτα πως έσπασε η μπίγα του γερανού στο President και,
πέφτοντας, βρήκε κατακέφαλα τον
χειριστή, ο οποίος -πανικόβλητος- τά΄χασε και δεν μπόρεσε ν’ αντιδράσει. Δεν
κουνήθηκε ρούπι, έφαγε τον γερανό στο κεφάλι και έμεινε στον τόπο!
Το γεγονός και οι συνθήκες δεν άφηναν περιθώρια γιά πολλές ερωτήσεις
και σκέψεις. Έφυγα σίφουνας και σε λίγο κατέφευγα, ικέτης και συνωμότης, στο
επιλεγμένο σπίτι, το οποίο -γιά λόγους ασφαλείας και πιθανής παρακολούθησης
τηλεφώνου- δεν είχε ειδοποιηθεί κάν! Η σπουδαιότητα του γεγονότος και ο πανικός
μας έκαναν όλους να βλέπουμε το ποντίκι λιοντάρι και την τρίχα τριχιά.
Όμως, το πιό συγκλονιστικό, συνέβη το άλλο πρωί. Μετά μιά ατέλειωτη
νύχτα με εφιαλτικά όνειρα, βγήκα νωρίς να αγοράσω εφημερίδα και να μάθω
λεπτομέρειες. Το σπίτι δεν διέθετε πολυτέλεια τηλεόρασης και το ραδιόφωνο δεν
ανέφερε λέξη γιά το γεγονός. Έτσι ψάχνοντας γιά περίπτερο, βρέθηκα σε μιά μικρή
διαπλάτυνση οδών, κάτι σαν πλατειούλα, με μιά μεγάλη μουριά στη μέση. Φάτσα στο
περίπτερο της πλατείας ένα καφενεδάκι και στον λαμπά του τοίχου του, δίπλα στην
πόρτα, κολλημένο ένα αγγελτήριο κηδείας. Πλησιάζω μηχανικά και διαβάζω: Τον
λατρευτό μας σύζυγο, πατέρα.... ΓΕΩΡΓΙΟ ΑΛΕΞΑΚΗ, θανόντα αιφνιδίως...!
Το μόνο που θυμάμαι έκτοτε, είναι
πως σταμάτησα την τρεχάλα μου όταν έφτασα στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Δεν
ήξερα, τότε, πόσες ήσαν οι Ερινύες. Μετά έμαθα πως ο Ευριπίδης τις μετρούσε
τρεις. Εμένα όμως, μου φάνηκαν πάνω από τρεις χιλιάδες αυτές που με
καταδίωκαν με μανία! Απ’ όλο το τεράστιο Λεκανοπέδιο, βρήκα να κρυφτώ στη γειτονιά
του αδικοχαμένου χειριστή. Δίπλα στο σπίτι του!
Επίλογος: Ένας θαυματουργός συνδυασμός πολεοδομικών διατάξεων με απήλλαξε
από το παραπεμπτικό βούλευμα. Ο διακριτός ρόλος υπευθυνοτήτων, αφ’ ενός, δεν
επέτρεπε ευθύνη δύο μηχανικών γιά το ίδιο παράπτωμα και, αφ’ ετέρου, ο πολ.
μηχανικός του έργου ευθύνεται γιά τη ορθή χρήση των μεγάλων μηχανημάτων του
εργοταξίου και όχι γιά τη συντήρησή τους, ευθύνη που ανήκε στον μηχανολόγο του έργου. Παρασκηνιακή προσπάθεια γιά εκούσια
ανάληψη ευθύνης -με το αζημίωτο- από
μένα, αντί του μηχανολόγου Γ. Κεφάλα, γιά προφανείς λόγους οικονομικής
επιφάνειας και, άρα, περιορισμένων οικονομικών απαιτήσεων από τη χήρα Αλεξάκη,
απέτυχε προφανώς. Οπότε οι δρόμοι μας χώρισαν.
Τελικά, μετά μερικά χρόνια, σε ένα πολύ συγκαταβατικό δικαστήριο, όλα διευθετήθηκαν
με τον καλύτερο και ρεαλιστικότερο τρόπο, και τη χήρα να ικανοποιείται πλήρως.
Όμως... αλίμονο σ’ αυτόν που έφυγε, γύρω στα 50 του χρόνια. Ο πανδαμάτωρ χρόνος
και το χρήμα καλύπτουν τα πάντα. Δυστυχώς γιά όσους φεύγουν κι ευτυχώς γιά τους
παραμένοντες.