Οι ώρες αναμονής σε κλινική
και νοσοκομείο περνούν αργά και βασανιστικά. Ιδίως γιά όσους είναι στερημένοι
από κάθε αισιόδοξη προοπτική και η ελπίδα τους έχει το ίδιο χρώμα και την ίδια
αξία με εκείνη του λαοπλάνου παραμυθά Τσίπρα. Έτσι, η ανάγνωση κάποιου εντύπου προσπαθεί
να διώξει, από τσάτρα-πάτρα μέχρι
μάταια, το μυαλό τήδε κακείσε, αρκεί τα
ρολόγια να σπρώχνουν κι αυτά τον χρόνο -όσο γίνεται πιό γρήγορα- προς την
άγνωστη κατεύθυνση του μοιραίου.
Χθες, η σοβαρή καθημερινή
εφημερίδα ανέλαβε να απασχολήσει τη σκέψη μου. Από χρόνια, μιά στήλη που κινούσε
πάντα την προσοχή μου, θεωρήθηκε ικανή να προκαλέσει περιπτωσιακή νοητική συγκέντρωση. Ο συντάκτης
της, άριστος χειριστής της ελληνικής γλώσσης και εξαίρετος δημιουργός νοσταλγικών
εικόνων από μιά παλιά ονειρική ουτοπία στον τελευταίο σπασμό της: «να χτίσουμε
έναν καινούργιο κόσμο, γκρεμίζοντας τον παλιό»! Προφανώς νεαρός σπουδαστής στο
Παρίσι του Κον-Μπεντίτ, του επαναστάτη που σάλπισε την εκ βάθρων αλλαγή του
κόσμου και μετά κατάντησε -σουρομαδημένη κότα- συμβιβασμένος ευρωβουλευτής του καπιταλιστικού
κατεστημένου, υπήρξε κι αυτός ένας ένθερμος οπαδός-μιμητής ομοίων προθέσεων με
εκείνες του υπέροχου Κεμάλ, που σκιτσάρησε ο μεγάλος Γκάτσος και μελοποίησε έξοχα ο υπέρτατος
Χατζιδάκις. Του ονειροπόλου ανατολίτη που πίστευε -τότε- πως ο κόσμος προχωρεί μόνο με «φωτιά και με
μαχαίρι»!
Σήμερα, πέραν από ωραιολογίες,
μισόλογα και υποκρυπτόμενα διφορούμενα, ομολογεί και ο ίδιος την απομυθοποίηση
των επαναστατικών ονείρων εκείνης της εποχής, την υποταγή της επιθυμίας στη
ρεαλιστική νομοτέλεια και την ανώμαλη προσγείωση των οραματισμών στην
κακοτράχαλη πραγματικότητα. Αναγνωρίζει την ουτοπία όλων των στόχων και
παραδέχεται την αναποτελεσματικότητα των αφελών μεθόδων που επιστρατεύτηκαν γιά την επίτευξή τους. Κι
έτσι φτάσαμε, με τον παλιό φθαρμένο και γκρεμισμένο κόσμο, στην αδυναμία όλων
αυτών των φουριόζων νεαρών του τότε -αλλά και του σήμερα- να μπορέσουν να χτίσουν
κάτι καινούριο και καλύτερο. Συμβιβασμένος ο ίδιος στη «θεία αποκάλυψη» που
φέρνει ο πραγματισμός της καθημερινότητος απεχθανόμενος φιλοσοφικά ιδεολογήματα,
που αποδέχονται το «βάδισμα στο ταβάνι», αντελήφθη τη ζοφερή, ατελέσφορη και
αδιέξοδη πορεία που φέρνει η βιαιότητα των πάσης φύσεως... επαναστάσεων,
τελευταία των οποίων εκείνη του Μάη ’68.
Δυστυχώς, καμμία επανάσταση δεν «φτούρισε»
σε βάθος χρόνου. Από την πρώτη σοσιαλιστική, εκείνη των δούλων του Σπάρτακου,
μέχρι τη ροκάδικη της γενιάς του Μάη ’68. Τόσο η αστική γαλλική του 1789 που,
μετ’ ολίγον, επανέφερε στο θρόνο τους Βουρβώνους, όσο και η ρώσικη οκτωβριανή, που
μαράθηκε απότομα, σαν απότιστο τριαντάφυλλο, μοιάζουν σαν πυροτεχνήματα στον
ουρανό του παγκόσμιου χρόνου. Μικρές ή μεγάλες τρύπες στο νερό. Την πραγματική
εξέλιξη, με βάθος και ουσία, την φέρνουν
οι διαφωτισμοί, η τεχνολογία και η ωρίμανση του χρόνου πραγμάτωσής της. Αργά,
ανεπαίσθητα και σταδιακά. Χωρίς την ανεδαφικότητα και τη φούρια του... «ριζοσπαστισμού».
Η κατασυκοφαντημένη συντήρηση από μόνη της μεταλλάσσεται στο πραγματικά «προοδευτικό»
και κοινωνικά χρήσιμο. Αδιόρατα αλλά ουσιαστικά. Οι κραυγές και οι κατάρες γιά την
μεταπολιτευτική «κατάντια» εθελοτυφλούν μπροστά στην συντελεσθείσα εξέλιξη και
βελτίωση των συνθηκών ζωής αυτής της περιόδου, όπου η Αθήνα ενώθηκε με την
Κόρινθο και την Χαλκίδα.
Με την αλόγιστη «κατάχρηση» να επικαλύπτει άκριτα,
αλόγιστα, ανεύθυνα την λελογισμένη «χρήση»
και να επισύρει αναπόφευκτα αναπροσαρμοστικές μεταρρυθμίσεις και εξαντλητική
λιτότητα, (χωρίς όμως, επ’ ουδενί, να ακυρώνει την κολοσσιαία πρόοδο που
πραγματοποιήθηκε), κάτω και από τις επίμονες λαϊκίστικες υστερίες της αριστερής
αντιπολίτευσης, η οποία συνεχώς πλειοδοτούσε σε μαξιμαλιστικές απαιτήσεις και
την ηττοπαθή άφρονα υποχωρητικότητα της κυβερνώσας κεντροδεξιάς.
Τώρα όλοι κλαίμε, πάνω στα
ερείπια της επίπλαστης και δανεικής ευημερίας, τον χαμένο μας παράδεισο, χωρίς
να σκεφθούμε, λογικά και υπεύθυνα, το πώς θα ξαναχτίσουμε, στέρεα και ασφαλώς,
πάνω σ΄αυτά.
Τελικά, εμφανώς μεταμελημένος
και αναγνωρίζοντας την νεανική πλάνη της σπουδάζουσας εν Παρισίοις γενιάς του, ο
συντάκτης του άρθρου -μετά από περίπλοκες και μισοακατανόητες δολιχοδρομήσεις
στη σκέψη του Νίτσε- καταλήγει στην αναγνώριση ως βλακεία την εμμονή μιάς παρωχημένης
ομάδας ανθρώπων στο να θεωρούν πως μπορεί -και δικαιούνται- να βελτιώσουν τον
κόσμο, επειδή στα νιάτα τους διαδήλωναν γιά το Βιετνάμ! Κάλιο αργά παρά ποτέ,
γι’ αυτόν.
Όσο γιά μας, θα
εξακολουθήσουμε να ζούμε στον αστερισμό της αυταπάτης ενός Τσίπρα, της τσιρίδας
μιάς Αυλωνίτου και της φανφάρας ενός Παπαχριστόπουλου. Με την κανονάρχηση του
Ρουβίκονα.