Είναι παρατηρημένο. Στις πιο
κακές μου στιγμές με βρίσκουν τα χειρότερα. Η εποχή ήταν γύρω στο ’60, όπου
άρχιζε η προετοιμασία -φροντιστήριο Κανέλλου- γιά εισαγωγικές εξετάσεις στο
Πολυτεχνείο. Δυό χρόνια μεγαλύτερος εμού ο Γιάννης, είχε κατέβει από το χωριό
του γιά να δώσει κι αυτός εξετάσεις. Οι γονείς του, δυό λεβεντάνθρωποι ίσαμε κει πάνω -ο
Διαμάντ’ς κι η Λινίτσα- υπήρξαν προύχοντες στο χωριό τους. Επί σειρά ετών
πρόεδρος του χωριού ο Διαμάντ’ς, κομματάρχης του Ροδόπουλου, (τότε προέδρου της
Βουλής), και αντιπρόσωπος του Κεράνη στη συλλογή καπνών από όλη την ευρύτερη
περιφέρεια. Κουστούμι, τσαρούχια, μουστάκα και ένα πλατύ χαμόγελο μόνιμα στο
μεγάλο καλοκάγαθο πρόσωπό του.
Η
οικογενειακή μας σχέση άρχισε όταν ο Διαμάντ’ς, με κίνδυνο της ζωής όλης της
οικογενείας του, περιέθαλψε τον τραυματία αντάρτη του ΕΛΑΣ αδελφό του πατέρα
μου -κατά το πρώτο αντάρτικο- στον οποίο οφείλω το όνομά μου -Αλέξανδρος αντί
Γιάννης- καθ’ όσον όταν βαφτίστηκα, ο
μπάρμπας φαινόταν... άφαντος. Στη διάρκεια της αναρρώσεως του θείου, τον
επισκέφτηκε -κατάλληλα ειδοποιημένος ο πατέρας μου- και μάλιστα... περπατώντας! Στην επιστροφή του, πάλι ποδαρόδρομο, κουβάλησε μαζί του και δυό
τενεκέδες... βούτυρο. Απίθανα και απίστευτα πράγματα γιά τις ανέσεις και τα δεδομένα της
σύγχρονης ζωής!
Μετά τον πόλεμο οι οικογενειακές σχέσεις των δύο οικογενειών χαλυβδώθηκαν και όταν κάποιος τους κατέβαινε από το χωριό -αρκετά συχνά- στην Αθήνα, εφιλοξενείτο στο σπίτι μας, στην Ακ. Πλάτωνος.
Μετά τον πόλεμο οι οικογενειακές σχέσεις των δύο οικογενειών χαλυβδώθηκαν και όταν κάποιος τους κατέβαινε από το χωριό -αρκετά συχνά- στην Αθήνα, εφιλοξενείτο στο σπίτι μας, στην Ακ. Πλάτωνος.
Ο Γιάννης
ήταν ένας παίδαρος. Νταβραντισμένος βλάχος και στα ντουζένια του. Μετά την
προσαρμογή στην αθηναϊκή ζωή νοίκιασε δική του γκαρσονιέρα και απομονώθηκε γιά
να... διαβάζει, λέει, και όταν ερχόταν η κυρά Λινίτσα να τον δεί, μένοντας στο
σπίτι μας, μαζευόταν, πού και πού, κι ο Γιάννης, γιά να δει την μανούλα.
Ο Γιάννης
ήταν ένας φοβερός... πηδήκουλας! Δεν του ξέφευγε θηλυκή γάτα. Ακόρεστος, ακούραστος και
ανικανοποίητος. Πριν «συναντηθεί» με την εκάστοτε φιλενάδα του -συνήθως
νοσοκόμα ή μοδίστρα, καθώς δεν υπήρχαν τότε διαθέσιμες αλλοδαπές υπηρέτριες-
τριγυρνούσε στα μπορντέλα της Ακομινάτου και... τακτοποιούσε -γιά ορντέβρ- όλες
τις κοπέλες που έβρισκε εκεί, νομίζω δύο! «Πήρα», έλεγε περήφανα, «κιά τις δυό, κιά
τις δυό»! Μετά είχε στην γκαρσονιέρα τη δική του και το βράδυ ό,τι... του λάχαινε!
Γιά τον Γιάννη θυμάμαι δύο χαρακτηριστικά περιστατικά:
Στην απέναντι πολυκατοικία, τότε μέναμε στη Στάση Αγγελοπούλου, κοντά στον
Πανελλήνιο, έμενε μιά κοπέλα με κάποιο πρόβλημα στις φωνητικές χορδές, η οποία...
σιγά που θα του ξέφευγε, καθ' όσον... "σάρωνε" ό,τι του τύχαινε! Γι΄ αυτήν ο Γιάννης έλεγε! «Αν δεν την κάνω να
μιλήσει σωστά, να μη με λένε Γιάννη»! Κατανοητή, φαντάζομαι, η μέθοδος
αποκαταστάσεως της... ορθοφωνίας της
κοπελιάς!
Μιά άλλη
φορά, δυό χρόνια νωρίτερα, στον Πλάτωνα, με την Λινίτσα σπίτι μας, καταπλέει ο
Γιάννης με κάτι πιπιλιές στο λαιμό... να! Σαν το σήμα του Εωσφόρου. -«Ιίίί, το πιδί.
Τί έχς ευτού Γιάνν’»;, ρωτάει τρομαγμένη η Λινίτσα. Και ο αθεόφοβος της ξεφουρνίζει ένα παραμύθι, που θα
ζήλευε κι ο Τσίπρας. -«Άστα, μανούλα, τώρα που ερχόμουνα με το λεωφορείο,
μπροστά μου καθόταν ένα ζευγάρι. Εγώ χάζευα έξω, όταν ξαφνικά γυρίζει ο άντρας
και μου λέει: -«Τί κοιτάς ρε παλιοπού... τη γυναίκα μου, «γα... τη μάνα σου»!
Μανούλα τρελάθηκα! Δεν με πείραξε που με είπε πού... αλλά να μου βρίσει τη
μανούλα μου, την κορώνα μου, την αγάπη μου, ένας παλιάνθρωπος; Σκαρφαλώνω,
που λες, το κάθισμα και τον κάνω τόπι
στο ξύλο. Σταμάτησε το λεωφορείο και πέσαν όλοι απάνω μου γιά να μην τον
σκοτώσω. Παρά λίγο μου γλύτωσε! Ε΄, και μέσα στη βαβούρα, όμως με τραβούσαν από
πάνω του, κάποιος με έγδαρε στο λαιμό!
Γιά μέρες
η Λινίτσα καμάρωνε γιά τον κανακάρη της που υπερασπίστηκε την... «τιμή της
μάνας»! Όμως η λοξή ματιά και το αδιόρατο χαμόγελο που ανταλλάξαμε ήταν
αποκαλυπτικό.
Χθες έμαθα
πως ο Γιάννης «έφυγε» στις 25 Ιουνίου. Έχοντας αρκετά χρόνια να συναντηθούμε,
δεν διατηρώ γιά τον παλιό μου φίλο
εικόνες της décadence που φέρνει νομοτελειακά ο αμείλικτος πανδαμάτωρ χρόνος.
Έτσι θα μένει πάντα στον νου μου το ανοιχτόκαρδο τρανταχτό του γέλιο, η
αστείρευτη ερωτική του διάθεση, η απέραντη αντοχή του στο σεξ και η μεγάλη
επιτυχία που είχε στον γυναικόκοσμο της πρώιμης νιότης μας. Καλό σου ταξίδι
γλυκέ μου...