Νοσταλγώντας εποχές ακμής…
Γιά χρόνια κάτι τέτοιες ημέρες με εύρισκαν στην πιό αγαπημένη μου χώρα, την Ταϋλάνδη. Συνοδεύοντας πλήθη, είχα την χαρά να περιδιαβαίνω, να δείχνω, να εξηγώ και να μεταδίδω την αγάπη μου γι΄ αυτή την όμορφη χώρα και τον εξαίσιο λαό της. Η προσφιλέστερη εσωτερική ημερήσια εκδρομή εκεί, (την έχω κάνει περισσότερες από 100 φορές), ήταν αφιερωμένη στην επίσκεψη του περίφημου ποταμού Κβάι, ο οποίος είχε συνδεθεί με μία από τις πιο απεχθείς, αιματηρές και σκληρές σελίδες της Ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την εξιστόρηση στους συνεκδρομείς μου του συμβάντος αυτού.
Οι επελαύνοντες Γιαπωνέζοι, μετά την πτώση της Σινγκαπούρης, στην προσπάθειά τους να επιτεθούν στους Άγγλους στην Ινδία, ήθελαν μία ασφαλή χερσαία μεταφορά στρατευμάτων, διά της συνδέσεως της Μπάνγκοκ με τις ακτές της Βιρμανίας, στο Μαλμέιν, καθ΄ όσον ο αγγλικός στόλος ήταν ανέγγιχτος, κυριαρχούσε στην θαλάσσια περιοχή και δεν… αστειευόταν.
Πνιγμένος από την συγκίνηση παραβλέπω, ως πασίγνωστη πλέον, την εξιστόρηση της πραγματικής ιστορίας που στοίχησε τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων -αιχμαλώτων πολέμου και αμάχων- και απαθανάτισε, έστω αρκετά παραποιημένη και διαστρεβλωμένη, η περίφημη σχετική ταινία και εστιάζω, με κάμποση -άχρηστη πλέον- υπερηφάνεια, σε μία εμμονή μου που επανόρθωσε έναν λανθασμένο γεωγραφικό προσδιορισμό.
Στο τραίνο, που ξεκινώντας από την Μπάνγκοκ εκτελούσε μία συμβολική μάλλον, παρά χρήσιμη, διαδρομή μνήμης, αφού τώρα υπάρχουν μεγάλοι, σύγχρονοι και ασφαλείς αυτοκινητόδρομοι που διασχίζουν τη ζούγκλα, επιβιβάζονταν κυρίως από τον σταθμό δίπλα στην περίφημη γέφυρα μιλιούνια τουριστών, γιά μιά ωραία κι ευχάριστη διαδρομή μερικών χιλιομέτρων.
Προσωπική επιλογή, με την οποία έμεινα γνωστός σε όλους τους σχετικούς παράγοντες της περιοχής -σιδηροδρομικούς υπαλλήλους, μηχανοδηγούς, ντόπιους ξεναγούς, κ.λπ.- ως «ο ιδιόρρυθμος και παλαβός Έλληνας», ήταν να κρεμιέμαι, σε όλη τη διαδρομή, έξω από την ανοιχτή πόρτα, πατώντας το πρώτο σκαλοπάτι του βαγονιού και να αιωρούμαι κρατημένος από την όρθια χειρολαβή στο κενό.
Μερικά χιλιόμετρα μετά την ιστορική γέφυρα, στον πρώτο σταθμό, υπήρχε ένα χαρακτηριστικό πέτρινο κολωνάκι με εγχάρακτη επιγραφή, βαμμένη με κόκκινα γράμματα: ΤIAMKRASSE ΒRIDGE. Στη συνέχεια, αφού το τραίνο σταματούσε γιά λίγο -λες και αναμετρούσε τις δυνάμεις του- ξεκινούσε ξεφυσώντας και γιά μερικά χιλιόμετρα, αργά-αργά, τραμπαλιζόταν σε ένα πανύψηλο ξύλινο δικτύωμα, θεμελιωμένο στη στενή όχθη του ποταμού, που στήριζε ράγες και τραίνο και το οποίο έτριζε ανησυχητικά καθώς το τραίνο προχωρούσε, σερνάμενο, πάνω τους. Όλοι οι ταξιδιώτες όρθιοι στα παράθυρα, από τη μία απολάμβαναν την μεγαλειώδη πορεία και από την άλλη… έτρεμε το φυλλοκάρδι τους! Εμένα, πάντα κρεμασμένο στο κενό, το μόνο που με απασχολούσε -και κάθε φορά που περνούσα, παρατηρούσα και υπεδείκνυα στον Σταθμάρχη- ήταν η… λανθασμένη επιγραφή:
-Φίλε, πες στ΄ αφεντικά σου πως αυτή η κατασκευή δεν είναι… «γέφυρα», (bridge). Γέφυρα λέγεται όταν ενώνει τις δύο απέναντι όχθες και όχι όταν πηγαίνει παράλληλα με την μία! Αυτός, στην αρχή γελούσε χαζά, προφανώς μην αντιλαμβανόμενος τί εννοούσα, και μετά μου έλεγε...
-«Γιές, γιές, γιές… σερ».
Αυτή η ιστορία, διά μέσου αρκετών χρόνων, επαναλαμβανόταν ακριβώς αυτούσια, κάθε φορά που έκανα τη διαδρομή, ώσπου κάποια στιγμή -ώ, τί ευχάριστη έκπληξη- είδα να έχει σβηστεί το κόκκινο από τη λέξη «bridge» και να έχει βαφτεί με το χρώμα της πέτρας, ακυρώνοντας τον προσδιορισμό! Ή οι Ταϋλανδοί κατάλαβαν, ή θέλησαν να ξεφορτωθούν ένα ενοχλητικό ελληνικό τσιμπούρι, που κάθε τόσο τους ζάλιζε τα…! Πάντως, αν κάποιος αναγνώστης πήγε εκεί και είδε, θα αναγνωρίσει τα γραφόμενα, ή πρoκείμενος, μελλοντικά, να επισκεφτεί τη γέφυρα του Κβάι, θα το παρατηρήσει.
Όσο για μένα, μετά από τόσα χρόνια που πέρασαν, το γεγονός αυτό -ασήμαντη λεπτομέρεια, ως μία τρίχα κεφαλής από τις ολίγες εναπομείνασες- με γεμίζει νοσταλγία γιά τα χρόνια που πέρασαν και τρυφερότητα γιά όλο εκείνο το πλήθος των συμπατριωτών που είχα την χαρά και την τύχη να συνταξιδέψω και υπήρξαν η γενεσιουργός αιτία συλλογής εικόνων, βιωμάτων και εμπειριών ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου