Άλλη μιά απώλεια, αλλος ένας κομμένος κρίκος από την αλυσίδα της νιότης μου...
Με άλλο είχα καταπιαστεί να γράψω σήμερα και άλλο προέκυψε.
Αιφνίδιο και δυσάρεστο, καθώς όταν το
θλιβερό άγγελμα σκάει σε πρόσωπα με τα οποία, κατά κάποιον τρόπο, διασταυρώθηκα κάποτε το «μαντάτο» έχει
πολλαπλή θλίψη και ανάγνωση.
Τον Γιάννη Πουλόπουλο τον διασταύρωσα πρώτα σαν ποδοσφαιρικό
αντίπαλο. Εκείνος τερματοφύλακας στον Άγ. Ιερόθεο κι εγώ με το Νο 10 στην πλάτη
στην ομάδα του Ορφέα Κολωνού. Μικρόσωμοι κι οι δύο -εκείνος κατά τι κοντύτερος- θυμάμαι πως είχα επισημάνει το... «κουσούρι»
του και τον είχα φιλοδωρήσει -σε κάποιο φιλικό ματς στο μικρό γήπεδο του
Πλάτωνος, που ήταν η έδρα του Ορφέα, με δύο γκολ από ψηλοκρεμαστά μακρινά σουτ.
Αυτό το γεγονός, που το θυμηθήκαμε λίγα χρόνια μετά, όταν διασταυρωθήκαμε στις υπόγειες
Εσπερίδες του Γιάννη Αργύρη, επί της οδού Θόλου 4, στην Πλάκα, ήταν -όπως
πιστεύω- η αιτία μιάς αδιόρατης αντιπάθειας που διατηρούσε για το πρόσωπό μου!
Εκεί, κατά
το φθινόπωρο του 1965, με την πατροπαράδοτη πολυπραγμοσύνη και την
ακόρεστη επιθυμία ενασχόλησης με τα πάντα και τον ερασιτεχνισμό με τον οποίον
αντιμετώπιζα μέχρι και τις σπουδές μου στο Πολυτεχνείο, κατσικωνόμουνα για μήνες στις
Εσπερίδες, ώσπου συμμετέχοντας στα νεοκυματικά τραγούδια που τραγουδούσε ο
Γιάννης Πουλόπουλος κι ο Γιώργος Ζωγράφος, αείμνηστοι πλέον κι οι δύο, ο
Γιάννης Αργύρης, (κι αυτός αείμνηστος), μου είχε προτείνει να συμπληρώσω τριάδα με τους άλλους δύο. Το ημερομίσθιο του
Γιάννη ήταν 200 δρχ και του Ζωγράφου 100 δρχ. Εγώ, ως δόκιμος, θα είχα
αβέρτα... ποτά, γιατί με θεωρούσε ασόβαρο,
ασυνεπή κι αστάθμητο. Εντελώς ερασιτέχνη, κάτι που δυστυχώς αλήθευε!
Αμοιβή τρίχες δηλαδή, γιατί για τους 3-4
μήνες που κράτησε η... καριέρα μου, ποτέ δεν ήπια πάνω από ένα βερμούτ τη νύχτα!
Εκείνο που θυμάμαι έντονα και χαρακτηριστικά, ήταν
πως ο Πουλόπουλος ήταν ένα σεμνό, σοβαρό, μελαγχολικό και λιγομίλητο παιδί.
Έπαιζε κιθάρα και συνόδευε μ’ αυτήν κι εμάς τους άλλους δύο. Μεγάλα σουξέ του
ήσαν η «Μάγια» του Θεοδωράκη, σε στίχους Ελύτη, και το «Καράβια αλήτες», του
Μάνου Λοΐζου. Ενώ η «ναυαρχίδα» του Ζωγράφου, με την ιδιόρρυθμη λίγο στριγκή
φωνή, ήταν «Ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος» του Χατζηδάκι. Σε
μένα είχαν αφήσει «Τ’ αστέρι του βοριά» του Χατζηδάκι, την «Άρνηση» του Θεοδωράκη, σε
στίχους Σεφέρη, και δυό - τρία νεοκυματικά,
όπως το «Μιά αγάπη γιά το καλοκαίρι» του Γιάννη Σπανού και 2-3 άλλα που δεν
θυμάμαι.
Εκεί, στο κουζινάκι στο βάθος του μαγαζιού, όπου
έφτιαχνε τα ποτά ο Αργύρης και έπλενε τα ποτήρια, σύχναζε, όρθιος πάντα, το
-κατ’ εμέ- ιερό τέρας του νέου κύματος, ο Γιάννης Σπανός. Εκεί μας απεκάλυψε με τεράστια σεμνότητα πως το «Sidonie», ένα πεταχτό τραγουδάκι που
τραγουδούσε ο θεοκόμματος Μπριζίτ
Μπαρντό σ’ ένα φιλμ του Λουί Μαλ με συμπρωταγωνιστή τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι,
νομίζω παίχτηκε λίγο πριν το 1964 και λεγόταν «Ιδιωτική ζωή», ήταν δικό του!
Λίγα χρόνια μετά, νιόπαντρος, νανούριζα την κόρη
μου σιγομουρμουρίζοντας το «Μέθυσ’ απόψε το κορίτσι μου», από τον πιό πολυπουλημένο
ελληνικό δίσκο όλων των εποχών, τον «Δρόμο» των Πλέσσα-Παπαδόπουλου, που ανέβασε τον Γιάννη Πουλόπουλο εκεί που πραγματικά του
άξιζε να πάει, μεταφορικά, και εκεί που τώρα αποφάσισε η μοίρα να μετοικήσει
πραγματικά, στον Ουρανό.
Καλή αντάμωση Γιαννάκη. Και σου υπόσχομαι, όταν
ξανασυναντηθούμε στο ουράνιο τερραίν, να
σου σουτάρω μόνο συρτά. Γιά να μπορείς να αποκρούεις...
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου