(Από «Το έβδομο
βιβλίο», ενός... φίλου μου).
«ΜΝΗΜΕΣ, ΑΝΑ∆ΡΟΜΕΣ
ΚΑΙ ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ»
Κάποιος προοδευτικός νους στη φτωχογειτονιά της Ακαδ. Πλάτωνος -τότε γνωστής και ως «Βούθουλας»- όπου λόγω του φυσικού γουβώµατος στο οποίο βρισκόταν γεωγραφικά, έτσι κι έβρεχε πέραν ενός ορίου η περιοχή θύµιζε Κωπαΐδα λίγο πριν αποξηρανθεί, έριξε την ιδέα γιά µιά ρεφενέ εκδροµή, επ’ ευκαιρία της Καθαράς ∆ευτέρας, αλλάζοντας έτσι τη ρουτίνα της καθηµερινότητος της φτωχογειτονιάς.
Όσο θυµάµαι, ποτέ πριν δεν υπήρξε, µέχρι τότε, παρόµοια κινητοποίηση. Πιθανώς γιά την εκδροµή να έγινε και κάποια σχετική τοιχοκόλληση στη στάση Κρίθαρη, ή στον τοίχο του ψιλικατζίδικου του Μπενέτου, επί της οδού Πλάτωνος, προκειµένου να µαζευτεί κόσµος. ∆εν είµαι βέβαιος, καθ’ ότι - τότε- ήµουν... πολύ µικρός και «απερπάτητος»! Αυτή η πρόταση είχε γίνει ευχάριστα αποδεκτή, τουλάχιστον από καµιά τριανταριά Βουθουλέους, καθώς η µεταπολεµική φτώχεια και µιζέρια δεν άφηναν πολλά περιθώρια γιά έξοδα τοσαύτης... πολυτελείας, όπως φάνταζε η αποµάκρυνση πέραν του ενός χιλιοµέτρου από την έδρα του κάθε Βουθουλέου φαµελιάρη. Τα απέραντα περιβόλια που περιέβαλαν τη γειτονιά ήσαν ό,τι έπρεπε γιά περιπτώσεις εορταστικών εκδηλώσεων στην ύπαιθρο, όπως τα Κούλουµα και η Πρωτοµαγιά. Έτσι ο... νεωτερισµός της µακρινής απόδρασης από τα παραδεδεγµένα αιφνιδίασε, εντυπωσίασε και... δίχασε. Άλλοι µέτρησαν τα λιγοστά τους χρήµατα και δήλωσαν συµµετοχή και άλλοι -οι περισσότεροι- σφύριξαν, απλά, αδιάφορα.
Οι λίγοι πρώτοι,
νωρίς-νωρίς την Καθαρά ∆ευτέρα περίµεναν υποµονετικά, στην πλατεία Μαυροµάτη,
την άφιξη του ναυλωµένου φορτηγού, προκειµένου να επιβιβαστούν. Προορισµός
το... µακρινό Λουτράκι, γιά το οποίο οι φήµες ήθελαν τα... καλύτερα. Μεταξύ
όλων των... εκδροµέων και η ηµετέρα οικογένεια. Έξι, συνολικά, τον αριθµό τα
µέλη της. Μπαµπάς, µαµά και τέσσερα τέκνα. Ο συνοδευτικός εξοπλισµός όλων των
εκδροµέων... άστα να πάνε. Ένα σηµερινό ασκέρι εξευγενισµένων γυφταρέων, που
έχει εγκαταλείψει το τσαντίρι και την περιπλάνηση, θα αισθανόταν αποτροπιασµό,
ακόµη και στην πιθανότητα να συνταξιδέψει µαζί µας. Το τί συµπράγκαλο
κουβαλούσε µαζί του το ταξιδιωτικό «κοινό» δεν περιγράφεται. Καλάθια, κοφίνια,
δίχτυα, τζετζερέδια. Και όλα µε φαγώσιµα, συν µιά κουρελού γιά...
τραπεζοµάντηλο.
Τελικά, το
αγκοµάχηµα του σαράβαλου που ακούστηκε αχνό στην αρχή, στην στροφή του Άη
Γιώργη, έγινε µουγκρητό Στούκας όσο πλησίαζε. Ήταν ένα ασθµαίνον τέως
στρατιωτικό GMC, Τζαίηµς τα λέγαµε τότε, που γύρευε πώς, µετά τη λήξη του
πολέµου, ξαπόµεινε στα χέρια κάποιου επιτήδειου, να κουβαλάει πατάτες από την
Αράχοβα -συνήθως- και µε κάποια αρπαχτή εκδροµή -καλή ώρα- να τσοντάρει στις
γλίσχρες αποδοχές του αφεντικού του.
Μιά σιδερένια απότοµη σκάλα, που στήθηκε
αµέσως στο πίσω µέρος του ψηλού φορτηγού και η ευγενική συνδροµή του οδηγού,
εξασφάλισαν την επιβίβαση του µικρού συρφετού χωρίς απώλειες. Οι δύο πάγκοι που
ήσαν τοποθετηµένοι παράλληλοι στα πλάγια του φορτηγού δεν επαρκούσαν γιά να
καθίσουν όλοι, οπότε κάποιες κουρελούδες, που βγήκαν και στρώθηκαν κάτω στο
κέντρο της καρότσας, έλυσαν αυτό το µικροπρόβληµα.
Οι µεγαλύτεροι από
τους µικρούς, εγώ φερ’ ειπείν, στριµώχτηκαν όρθιοι στους πάγκους, ανάµεσα στους
µεγάλους, και παρακολουθούσαν µαγεµένοι τη θέα της διαδροµής. Τότε
πρωτοσκέφτηκα πως ο κόσµος θα πρέπει να ήταν πολύ µεγαλύτερος από αυτόν που χωρούσε
το µυαλό µου. Αυτό µε εντυπωσίασε τόσο
πολύ ώστε έκτοτε βάλθηκα να τον ανιχνεύω, να τον µετρώ, να τον αποκρυπτογραφώ
και να τον µαθαίνω. Τυχαία καθόµασταν στην αριστερή πλευρά, όπως πήγαινε το
φορτηγό, οπότε όταν έσκασε µύτη η θάλασσα, λίγο πριν την Κακιά Σκάλα, καθώς το
Τζαίηµς εβρυχάτο στις ανηφόρες, η συγκίνηση έγινε έντονη από ένα θέαµα που
πρωτόβλεπα. Κάτω ο παρατεταµένος γκρεµός προκαλούσε δέος κι ενδιαφέρον, όχι από
συναίσθηση κινδύνου -αφού τέτοιος δεν υπήρχε στο παιδικό ρεπερτόριο- αλλά απ’ αυτό
που έβλεπα και χρόνια µετά συνειδητοποίησα πως, απλά, λεγόταν... οµορφιά!
- Μαµά, µαµά, κοίτα
µιά µικρή βαρκούλα και δυό µικρά ανθρωπάκια µέσα που κάνουν κουπί! Οι κραυγές
ενός µπόµπιρα, λίγο πιό δίπλα σε αντίστοιχο παρατηρητήριο, µε ξάφνιασαν, µε
εντυπωσίασαν και µε προβληµάτισαν. Πράγµατι, οι ιστορίες από τα ταξίδια του
Γκιούλιβερ, που είχα διαβάσει, (Σηµ.: Λόγω επαγγέλµατος του πατέρα, µε τα
βιβλία που µου κουβαλούσε σπίτι, είχα µάθει να διαβάζω πριν πάω σχολείο),
τελικά ήσαν αληθινές! Φαίνεται πως υπήρχε όντως η Λιλιπούτη και η Μπλαφούσκου
που ανέφερε στις διηγήσεις του και ίσως κάποια από δαύτες να ήταν κοντά στο...
Λουτράκι. Κάθε φορά που θυµάµαι τη σκηνή
-ακόµη και τώρα- γελώ µε την παιδική αφέλεια, που δεν καταλάβαινε από µεγέθη,
αποστάσεις και φυσικά φαινόµενα. Η φαντασία είναι ο καλύτερος και πιό αρεστός
φίλος του παιδιού. Του φτιάχνει τα πράγµατα όπως εκείνο τα θέλει και τα
καταλαβαίνει. Κρίµα που η µαγεία της χάνεται αργότερα, πνιγµένη στο βαθύ τέλµα
της πεζής πραγµατικότητας, της ενηλικίωσης και της γνώσης.
Η µνήµη τώρα,
κάνοντας άλµατα γιά να γεµίσει τα κενά και τα χάσµατα που δηµιουργεί ο χρόνος
και η αλλοίωση των κυττάρων, στέκεται σε ό,τι την εντυπωσίασε τότε. Το Λουτράκι
ήταν µιά µικρή ήσυχη πόλη, µε µιά απέραντη και άδεια παραλία γεµάτη µεγάλα
πλακέ βότσαλα. Η µητέρα, όπως και όλες οι άλλες µανάδες, να στρώνει στα χαλίκια
της παραλίας την κουρελού-τραπεζοµάντηλο και στη συνέχεια να βγάζει -σαν
τυµβωρύχος, ή θαυµατοποιός- από τα βάθη ενός µεγάλου κοφινιού, τα διάφορα
σαρακοστιανά καλούδια που επιµελώς είχε στοιβάξει από την προηγουµένη. Ο
πατέρας να χάνεται µε το µεγάλο χακί ντεπόζιτο άδειο και να το γυρίζει γεµάτο:
-Το καλύτερο νερό
της Ελλάδος, µας λέει µε στόµφο. Πιείτε όσο θέλετε και φεύγοντας θα το
ξαναγεµίσω, να το πάρουµε σπίτι γεµάτο!
Κάτι ανάλογο έκαναν
όλοι οι µεγάλοι, γεµίζοντας παγούρια και σταµνιά από την πηγή Καραντάνη, αλλά
οµολογουµένως, εγώ δεν κατάλαβα καµιά διαφορά πίνοντας. Προσωπικά, το καλύτερο
νερό ήταν εκείνο που κατέβαζα µονορούφι ιδρωµένος και ξέπνοος, µετά το ξελύσσασµα
στις αλάνες µε το πολύωρο τρεχαλητό, πίσω από ένα µεγάλο τόπι. Η κανονική
µπάλα, εννοείται, εκείνη την εποχή ήταν είδος πολυτελείας και σε πλήρη αφάνεια.
Τέλος, εµείς η πιτσιρικαρία, να ασχολούµαστε µε τους χαρταετούς. Κανονικούς,
βουίχτάρια, σµυρνάκια, απ’ όλα. Τελευταία µέριµνα η ουρά, τα ζύγια και οι πιό
µερακλήδες να τους βάζουν και «αυτιά». Οι αετοί, τότε, δεν πουλιόντουσαν σε
παιχνιδάδικα και ψιλικατζίδικα, αλλά ήσαν ατοµικά αντικείµενα... homemade. Σαν
τη σαρακοστιανή ταραµοσαλάτα, τα τουρσιά και τα γλυκά του κουταλιού. Χαρτί
πολύχρωµο λαδόκολλα, σπάγκος κερωµένος γιά περισσότερη αντοχή, αλευρόκολλα και
-προπάντων- µαστοριά µεταφερµένη από την συσσωρευµένη πείρα των µεγαλυτέρων
γαβριάδων της γειτονιάς.
Το πέταγµα του
χαρταετού ήταν πραγµατική απόλαυση και η τεχνική του µυσταγωγία. Το θαλασσινό
αεράκι και η απουσία καλωδίων της ∆ΕΗ -το µεγαλύτερο πρόβληµα και άγχος των
πιτσιρίκων του Βούθουλα, ήσαν αυτά τα καλώδια καθώς αποτελούσαν θανάσιµη
παγίδα, όπου έπεφταν οι απρόσεχτα και ατζαµίδικα χειριζόµενοι χαρταετοί και,
τελικά, κατέληγαν σε µελαγχολικό κοιµητήρι τους- έκαναν την διασκέδαση σούπερ.
Γιά να σηκωθεί ο αετός δεν χρειαζόταν ούτε καν... «κεφάλι», όπως λεγόταν η
υποβοήθηση που πρόσφεραν οι µικρότεροι αδελφοί, κρατώντας τον αετό σε κάποια
απόσταση, µέχρι να πάρει ύψος, αµέσως µε το πρώτο τράβηγµα. Λίγο τρέξιµο, σε
συνδυασµό µε σταδιακό άφηµα του σπάγκου και... αµόλα καλούµπα. Ο αετός
ανυψώνεται... φουσέκι!
Στο γέρµα της
ηµέρας πήρα το πρώτο µεγάλο µάθηµα πως όλα τα ωραία πράγµατα τελειώνουν πάντα
µε ένα µελαγχολικό τέλος. Αυτό που αναπόφευκτα και νοµοτελειακά ακολουθεί,
καιροφυλακτώντας, την κάθε αρχή. Γιά να κλείσει ο κύκλος που, ως κίνηση, διέπει
τα πάντα.
Την ώρα που ο
φωτεινός δίσκος του άστρου της ζωής έγερνε κουρασµένος στο βάθος του ορίζοντα,
έτοιµος να βουτήξει στη θάλασσα, και ένας ζωντανός λεβάντες κρατούσε σταθερά
τον χαρταετό µας ακίνητο στα ύψη, το κορνάρισµα του οδηγού σήµανε την αρχή του
τέλους της εκδροµής. Ο πατέρας, τότε, είπε:
-Παιδιά, περάσαµε
όµορφα και σήµερα. Εδώ τελειώνουν οι Απόκριες και ο αετός µας, που τόσες φορές
πετάγατε γιά τρεις εβδοµάδες από την ταράτσα του σπιτιού και τα περιβόλια του
Τσεβά, θα πρέπει κι αυτός, κουρασµένος, να αναπαυθεί. Και τί καλύτερο κρεβάτι
απ’ αυτή εδώ την πλατειά γαλάζια αγκαλιά. Του χρόνου, θα φτιάξουµε και θα
πετάξουµε έναν φρέσκο, νέο, πιό µεγάλο και πιό όµορφο αετό.
Η σιγή που
ακολούθησε τα λόγια του σήµανε συγκατάθεση και ο πατέρας µε ένα µαχαίρι έκοψε
το σπάγκο και ο αετός µας άρχισε ν’ αποµακρύνεται, παρασυρµένος ελεύθερα από το
αεράκι, µέχρι που χάθηκε απ’ τα δακρυσµένα µάτια µου στο βάθος του ορίζοντα,
προς τη µεριά του ήλιου, αρνούµενος µε πείσµα να πνιγεί στη θάλασσα.
Από τότε, ένα
πλήθος... «χαρταετοί» υψώθηκαν στη ζωή µου. Άλλοι ζωηροί και καµαρωτοί και
άλλοι σκοτεινοί και µίζεροι. Όλοι τους, στο τέλος, χάθηκαν στα βάθη των
οριζόντων. Μέχρι που έπαψα να τους µετράω.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου