Κυριακή 1 Μαΐου 2022

Όταν το όνειρο γίνεται εφιάλτης,

(Διήγημα ενός "φίλου") 


Μπήκε στη ζωή του απότομα. Γελαστή, κοκέτα, ανέμελη κι αμαρτωλή. Κατέπλευσε αιφνίδια και, αργά-αργά, σαν περήφανη σημαιοστόλιστη κουρσάρικη κορβέτα έσκισε τα ακίνητα, τελματωμένα νερά του ερημωμένου λιμανιού της ψυχής του κι έδεσε στο έρημο αραξοβόλι της. Εκείνος αναθάρρησε και πίστεψε πως θα πατούσε το κατώφλι μιάς χαμένης, πολυπόθητης και οφειλόμενης, ευτυχίας. Σηκώθηκε από την ανιαρή του αδράνεια, προχώρησε περιχαρής και χτύπησε την πόρτα της καρδιάς της, χωρίς να φαντάζεται τη συνέχεια. Του άνοιξε ένας Εγωισμός που σαν Κέρβερος φοβερός την φύλαγε.
-Τί θέλεις εσύ;, τον ρώτησε βλοσυρά.
- Να περάσω στην Κυρά σου, απάντησε.
-Χμμμ. Γιά να περάσεις θα πρέπει να πληρώσεις.
-Και σαν πόσα ζητάς;
-Πρώτα, πρώτα, την αξιοπρέπεια, την περηφάνια και τον αυτοσεβασμό σου!
Κοντοστάθηκε, σκέφτηκε κι αναλογίστηκε. Βαρύ το τίμημα. Από τη μιά η ντροπή, η ταπείνωση και ο διασυρμός κι από την άλλη τα σκληρά σκοτάδια της μοναξιάς, που σαν μανιασμένος βοριάς χτυπούσαν αλύπητα τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα της καρδιάς του. Τα ζύγιασε κι αποφάσισε:
-Πάρ΄ τα, του είπε, και τα σώριασε -μέχρι τελευταία σταγόνα- στα πόδια του.
Αυτός τα κοίταξε ψυχρά, τα ποδοπάτησε σαν αποτσίγαρα και τα έλιωσε με τα χοντρά ποδάρια του, όπως τις ανοιξιάτικες κάμπιες που, βγαίνοντας από τα κουκούλια τους, κατεβαίνουν απ΄ τα πεύκα και κάνουν στρατιές στους εξοχικούς δρόμους περιμένοντας να γίνουν πεταλούδες. Μετά… σάρκασε:
-Δεν μου φτάνουν αυτά, θέλω κι άλλα.
Εκείνος αγρίεψε προς στιγμή, μα συγκράτησε την οργή του:
-Τί άλλο θέλεις;
-Θέλω ένα νησί και δυό ποτάμια!
-Δυό ποτάμια κι ένα νησί; Τί είναι αυτά που λές; Τί εννοείς; Δεν είμαι Θεός να έχω τέτοια πράγματα.
-Έχεις! Θέλω ένα ποτάμι από τα δάκρυα κι ένα από το αίμα σου!
-Και το νησί;
-Αυτό είναι η καρδιά σου.
-Καλά, και πώς θα στα δώσω;
-Δεν ξέρω, βρες τον τρόπο μόνος σου. Ξερίζωσέ την με τα χέρια σου, ας πούμε. Το ύφος περιπαικτικό, στην αρχή, και μετά επιτακτικό. Με το αίτημα αδιαπραγμάτευτο.
Τελικά, το τίμημα της αγάπης έγινε ασήκωτο κι ο πόνος της αβάσταχτος. Αναζήτησε, μηχανικά, στο γραφείο τον μικρό κόφτη του σχεδιαστηρίου που έκοβε το ρυζόχαρτο. Κράτησε σφιχτά την κοφτερή λάμα, την ζύγιασε σταθερά στο χέρι κι ετοιμάστηκε γιά την καίρια μαχαιριά, που θα σκόρπιζε την πυρωμένη καρδιά του σε χιλιάδες φωτεινά κομμάτια. Ένα κινέζικο πυροτέχνημα που θα απλωνόταν και θα καταύγαζε τον άναστρο ουρανό.
Τότε, το ξυπνητήρι στο κομοδίνο στρίγγλισε -ξαφνικά και λυτρωτικά- διώχνοντας στο βάθος της επερχόμενης αυγής τον σκοτεινό εφιάλτη.
Σηκώθηκε λουσμένος σ΄ ένα ποτάμι ιδρώτα. Ένα άλλο ποτάμι δικό του, που -όμως- δεν του ζητήθηκε…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου