Είναι παρατηρημένο και συμβαίνει ευρέως. Όχι όμως σε όλους, αλλά μόνον σε όσους έχουν περάσει το προσωπικό… peak, (ελληνοπρεπώς... «κορύφωμα»), της ζωής τους και αρχίζουν να… κατηφορίζουν προς το σημείο απ΄ όπου ξεκίνησαν. Δηλαδή το «μηδέν» της ανυπαρξίας. Άλλοι με απελπισμένη αντιδραστική προσπάθεια -φρενάροντας απεγνωσμένα και προσπαθώντας αγωνιωδώς να καθυστερούν την πτώση- και άλλοι να γλιστρούν «κουτρουβαλώντας» ακράτητοι. Με σπουδή και βιασύνη.
Όσο πιό ακοπίαστο, ισορροπημένο και μέτριο, από πλευράς ανησυχιών, βολέματος, στόχων και προσπαθείας, υπήρξε το ανέβασμα στο κατακτημένο… «peak», τόσο γλυκύτερο και πιό ανώδυνο το γλίστρημα στην «τσουλήθρα» του χρόνου. Συμβιβασμένοι, αμέριμνοι, ανύποπτοι, αντιμετωπίζουν ήρεμα και μοιρολατρικά την παρακμή… Αυτούς τους ικανοποιούν οι διαδρομές του παρελθόντος και προχωρούν προς την έξοδο νοιώθοντας πληρότητα και ικανοποίηση από τα «μικρά» πεπραγμένα τους. Χορτάτοι ως λιτοδίαιτοι, ψελλίζουν το… «νυν απολύεις τον δούλον σου Κύριε»... και «φεύγουν» ήρεμοι γιά το πουθενά!
Όμως κάποιους άλλους -τους λίγους, ανήσυχους, αχόρταγους, ασυμβίβαστους και ανυπότακτους- τους «στοιχειώνουν» οι μερικές, μοναδικές και ξεχωριστές εμπειρίες που εβίωσαν και τους καταθλίβει το γεγονός πως οι αποστερημένες, πλέον, δυνάμεις δεν τους επιτρέπουν βάδισμα πάνω στα ίδια, τα παλιά, καλά και γνώριμα χνάρια. Με πλήρη επίγνωση ενός πιθανού κινδύνου αστοχίας - έως και γελοιοποιήσεως- να καιροφυλακτεί, επιμένουν πεισματικά στην άρνηση συνθηκολόγησης με τον πανδαμάτορα χρόνο και την, αμαχητί, παράδοσή τους στους κανόνες της ανημποριάς. Και -όπως οι Ουκρανοί μαχητές, που αρνούνται με πείσμα να καταθέσουν τα λιγοστά εναπομείναντα … «όπλα» τους - κρέμονται ακροβατώντας μετέωροι μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητος. Σε μιά απελπισμένη, ύστατη μάχη οπισθοφυλακών, προτάσσουν ένα ισχυροποιημένο «θέλω», επιμένοντας ουτοπικά να το μετατρέψουν σε ένα -έστω μέτριο, νοσταλγικό- «μπορώ». Και αν χρειαστεί, πέφτουν ηρωικά υπέρ των ονείρων τους.
Λέγονται πολλά ως… «ανεπίστροφα». Όπως: «Χρόνος που φεύγει άπρακτος», «Λόγια πικρά που εκστομίζονται», «Ευκαιρίες που χάνονται ανεκμετάλλευτες», κ.λπ., κ.λπ. Όλα συνοδευόμενα -κατόπιν εορτής, βέβαια- από ένα μεγάλο, πονεμένο … «αχ, γιατί;»! Προσωπικά θεωρώ σαν κύριο «ανεπίστροφο»- το πώς και πόσο πονά περισσότερο η μνήμη δυνατών στιγμών που βιώθηκαν, αλλά δεν μπορούν πλέον να επαναληφθούν και καταπλακωμένες από τα επόμενα ασήμαντα, η ύπαρξή τους να θαμπώνει και να τίθεται εν αμφιβόλω.
Ω΄, Μνήμη! Εσύ ο τροφοδότης ζωοφόρων ονείρων με αναδρομική εξαργύρωση. Ταχυδρόμος που φέρνει αναπολήσεις με στιγμιαίες χαρές και διαρκείς λύπες. Και, πάντα, με μπόλικο… πόνο. Άλλοτε γλυκό και ηδονικό και άλλοτε δυνατό κι αφόρητο. Τέτοιον και τόσον, που η λύτρωση από δαύτον να αιωρείται μεταξύ απώλειας συνειδότος -δηλαδή προϊούσης άνοιας- και ολοκληρωτικού αλτζχάιμερ! Εγκεφαλικοί χώροι όπου οι αναμνήσεις γίνονται γράμματα κι αριθμοί, γραμμένοι με κιμωλία σ΄ ένα τεράστιο μαυροπίνακα του νου, απ΄ όπου ένα γιγάντιο χέρι τις σβήνει με ένα μεγάλο σφουγγάρι. Καθ΄ ον χρόνο τα όνειρα, όλα τα όνειρα, μοιάζουν πλέον με αδύναμες φλογίτσες σε παλιές λάμπες πετρελαίου που αργοσβήνουν, καθώς το δοχείο τους αδειάζει από καύσιμο.
Όλα τα πιό πάνω αποτελούν σκόρπιες σκέψεις, που γεννήθηκαν και γράφτηκαν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου μιάς εφιαλτικής χθεσινής νύχτας. Στα ενσυνείδητα διαλείμματα ενός συνεχώς διακοπτόμενου ανήσυχου ύπνου. Σκέψεις που απευθύνονται σε όσους -ανάλογους- μπορούν να καταλάβουν.
(Σημ. Οι «όσοι»..., θα καταλαβαίνουν σίγουρα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου