Η γνωστή, δημοφιλής και συνήθης ελληνική νυχτερινή διασκέδαση δεν υπήρξε ποτέ της αρεσκείας μου. Η πρώτη -και μοναδική μου φορά- που, με συντροφιά φίλων, πήγαμε στην ταβέρνα του «Τζίμη του Χοντρού», στην οδό Αχαρνών, απέναντι από το Β΄ Γυμνάσιο του διαβόητου γυμνασιάρχη Πάτρα, ήταν και η τελευταία. Θυμάμαι πως τραγουδούσε η Πόλυ Πάνου και ο λόγος που διέγραψα τα μπουζούκια από το ρεπερτόριο της προσωπικής μου διασκέδασης ήταν το γεγονός πως στον λογαριασμό πρόσθεταν και 5 δραχμές ανά καρέκλα! Λες και θα μπορούσες να φας και να ψυχαγωγηθείς… όρθιος!
Έκτοτε, μου γεννήθηκε μιά γενική αποστροφή και άπωση γιά τις πάσης φύσεως τραγουδιστικές νυχτερινές εξόδους.
Η μνήμη μου δεν περιέχει ανάλογες εμπειρίες που να ξεπερνούν, σε μέτρημα, τα δάκτυλα της μίας παλάμης. Η πιό έντονα χαραγμένη στην ψυχή μου είναι αυτή που, με πολλή νοσταλγία, θα σας εξιστορήσω παρακάτω.
Ήταν Κυριακή 22 Ιανουαρίου 1967. Την επομένη επρόκειτο να καταταγώ, νεοσύλλεκτος, στο Κέντρο νεοσυλλέκτων Κορίνθου. Εκείνη την εποχή, με τις αβεβαιότητες του επαγγελματικού μέλλοντος και το άγνωστο βουνό της στρατεύσεως, ένα μικρό ειδύλλιο διασκέδαζε τις φοβίες και τις ανασφάλειες ενός πιεσμένου και προβληματισμένου νεαρού, εμένα! Λεγόταν Λίζα, ήταν Αγγλίδα και εργαζόταν ως… νταντά στο σπίτι ενός συναδέλφου μου μηχανικού, μεγαλύτερης ηλικίας και επαγγελματικά φτασμένου. Η Λίζα φρόντιζε τα δύο κοριτσάκια του, το μεγαλύτερο των οποίων είναι σήμερα σύζυγος πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδος!
Η αυστηρότητα των στρατιωτικών δεδομένων της εποχής, έκανε την τελευταία Κυριακή της ελευθερίας μου να μοιάζει, περίπου, με την συντέλεια του Κόσμου, καθ΄ όσον θα ακολουθούσε μεγάλη περίοδος εγκλεισμού στο στρατόπεδο. Οπότε θα έπρεπε να εορταστεί με ανάλογη επισημότητα. Έτσι, έκλεισα τραπέζι στα «Αστέρια» Γλυφάδος, όπου η εξήγηση της σοβαρότητος της εξόδου στον μαιτρ -συνοδευμένη και από κάποιο γερό φιλοδώρημα- μας εξασφάλισε το «πρώτο τραπέζι πίστα», όπως λέγεται στην αργκό των μυστών αυτού του είδους διασκέδασης.
Ακόμη θυμάμαι και το μενού που επιλέξαμε. Η Λίζα δεν έτρωγε κρεατικά - ήταν «βίγκαν» θα την λέγαμε σήμερα- οπότε διαλέξαμε ψάρι: Γλώσσα ψητή με πατάτες, σαλάτα, φρούτα και παγωτό. Με ένα μπουκάλι άσπρο κρασί, «Σάντα Έλενα» να τα συνοδεύει.
Στο κέντρο τραγουδούσε ένας νεαρός, ανερχόμενος, τραγουδιστής. Ένα γελαστό και πρόσχαρο παιδί, ονόματι… Δάκης!
Το νεαρό και καλοφτιαγμένο ζευγάρι, καθισμένο μπροστά-μπροστά, του κίνησε το ενδιαφέρον και τους έπιασε συζήτηση. Μετά τις εξηγήσεις που του δόθηκαν, σχετικά με την περίσταση, έκαναν τον συνομήλικο Δάκη να τους συμπαθήσει και να «τριγυρίζει» γύρω τους όλη τη νύχτα, αφιερώνοντας σ΄ αυτούς ολόκληρο το ρεπερτόριό του.
Η βραδιά εκείνη -αξέχαστη και απαράγραπτη από την μνήμη- συνεχίστηκε σε κάποια τριγύρω... ερημιά και ολοκληρώθηκε με μία από τις μεγαλύτερες τρέλες της ζωής μου. Επιστρέφοντας στην Αθήνα και φτάνοντας στον στρογγυλό -έτσι ήταν τότε- κόμβο της κατάληξης της οδού Συγγρού στο Φάληρο, με μία αιφνίδια έμπνευση ανακοίνωσα στην Λίζα πως θα την πήγαινα σπίτι της οδηγώντας προς τιμήν της,... εγγλέζικα. Και ανέβηκα ολόκληρη την Συγγρού… ανάποδα! Δηλαδή στις αριστερές της λωρίδες, μέχρι τις στήλες του Ολυμπίου Διός, όπου η πύκνωση της κυκλοφορίας με επανέφερε, αναγκαστικά, στην κανονικότητα.
Το περίεργο της υποθέσεως ήταν πως κανένα περιπολικό της Τροχαίας δεν με σταμάτησε, με μόνη αντίδραση το κομφούζιο των κορναρισμάτων, τα σινιάλα των μεγάλων φώτων, οι φωνές -Πού πας έτσι, ρέεεε- οι μούντζες και τα: «Ο, my God»! της Λίζας…
Έκτοτε, κύλισε πολύ νερό στο μύλο του χρόνου και η ζωή μας πήγε όλους -μιά εδώ και μιά εκεί- μέχρι που ο θάνατος -συνταρακτική ψυχρολουσία- ξαναφέρει στη μνήμη, ολοζώντανη, εκείνη τη νύχτα.
Αντίο γελαστό παιδί Δάκη και καλή αντάμωση…
Δυστυχώς, όλες οι γλυκές «καραμέλες» της ζωής μας είναι μοιραίο να έχουν ως άχαρο περιτύλιγμα τον… θάνατο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου