Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Η βλακεία ως εγγενές συστατικό του ανθρώπινου DNA. (Μέρος IΙ)

Γιά γέλια και γιά κλάματα

(συνέχεια από το προηγούμενο)

   Η μόνιμη βλακεία δυνατόν να οφείλεται σε γενετικά γονίδια, οπότε η βλάβη είναι ανήκεστος και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με μεγάλη κατανόηση, συγκατάβαση και συμπάθεια, εκτός των περιπτώσεων όπου αυτή ασκεί μεγάλη επιρροή και προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, καλόν θα είναι το άτομο να μην ενθαρρύνεται να μετέχει σε λήψεις σοβαρών και κρισίμων αποφάσεων που αφορούν τον ίδιο ή άλλους, να μην ασχολείται με ηλεκτρικά, φάρμακα, εκρηκτικά, (τζίιιιιζ!) και να μην διευθύνει οχήματα και, κυρίως … χώρες! Κατ’ εξαίρεση, θα μπορεί να οδηγήσει μόνο ποδήλατο, (σε μη κατοικημένες περιοχές και χωρίς κίνηση άλλων τροχοφόρων), ή κανό, (υπό αυστηρή και διακριτική επιτήρηση, πάντοτε) και να παίζει με το λάπτοπ του, (μπαταρίας μόνο, γιά το φόβο πιθανής ηλεκτροπληξίας). Χαρακτηριστικό σύμπτωμα αυτής της μορφής βλακείας αποτελούν και οι εμμονές. Γενικές και αόριστες. Π.χ. μπορεί να διαλύσει τα παιχνίδια του, θεωρώντας ότι τα φτιάχνει! Να βλέπει οράματα! Να βλέπει λεφτά, εκεί που δεν υπάρχει σάλιο, να πρασινίζει τη Σαχάρα, να προκηρύσσει δημοψηφίσματα, να κολλάει σε καρέκλες μην κουνώντας ρούπι και διάφορα τέτοια!  Η αντιμετώπιση παρόμοιων περιστατικών απαιτεί ειδική τακτική, υπομονή και μεγάλο τακτ.
   - « Έλα το καλό μου, έλα το χρυσό μου! Να το πράσινο παπάκι του, τσα’, να και ο νονός»! Και, σιγά-σιγά και με το μαλακό, να οδηγείται ο ασθενής στην πόρτα εξόδου, με κατεύθυνση λ. χ., προς Κόστα Ρίκα μεριά!

   Άλλη μορφή εμμονώδους βλακείας αποτελεί η ανάμνηση παλιών μεγαλείων, συνδεδεμένων με τη γνωστή συμπεριφορά που συνοψίζεται στα αυτοκρατορικά: «Ξέρεις ποιός είμαι εγώ, ρε!», (στα λόγια) και «Γ.. ώ και δέρνω», (στην πράξη). Εκεί η βλακεία, πηγάζουσα από παλιά μεγαλεία, σε οδηγεί ακόμη και στο… να οδηγείς επικίνδυνα. Να περνάς με την αμαξάρα σου σερί με κόκκινα, (κουσούρι από το ένδοξο παρελθόν όπου όλα τα έβλεπες πράσινα!), να αυθαδιάζεις τιθέμενος υπεράνω του Νόμου και να ολοκληρώνεις τον αυτοεξευτελισμό σου με παραληρηματικούς δημόσιους μονολόγους.

   Σπανιότατα ένας βλάκας παραδέχεται ότι είναι … βλάκας! Γι’ αυτό και δεν υπάρχει συμπαθέστερο άκουσμα από την ταπεινόφρονα παραδοχή:
 - Τι να σου κάνω, ρε φίλε, τόσο μου κόβει!  Και δεν υπάρχει γλυκύτερη και αφοπλιστικότερη κουβέντα από την μελαγχολική ομολογία:
   - Τελικά, πρέπει να το παραδεχθώ, είμαι μεγάλος βλάκας! (Σημ. Συνηθέστερα ο όρος αντικαθίσταται από τον προαναφερθέντα ανορθόδοξο ελληνικό).
   Εκεί, και ο μεγαλύτερος θυμός ή αγανάκτηση, συνήθως λιώνει σαν το κερί της λαμπρής και ο μηχανισμός της συγγνώμης κινητοποιείται καταλυτικά και αυτόματα. Το πολύ-πολύ να σκεφτείς: «Άι σιχτίρ, κόπανε!» και να δώσεις αμέσως άφεση και τόπο στην οργή.

   Ταυτόχρονα με τη βλακεία πορεύεται και το πείσμα. Χεράκι-χεράκι! Πάντα ο βλάκας θέλει να έχει την τελευταία λέξη, ο έξυπνος αρκείται στον τελευταίο λόγο! Οπότε καταλληλότερος τρόπος αντίδρασης σε κάθε βλακώδη επιμονή είναι η, μετά μειδιάματος υποχώρηση.
   - Καλά, ό,τι πείτε. Γιά να επιμένετε εσείς θα γνωρίζετε καλύτερα!

   Συνηθέστατα, ο βλάκας, άμα τη αποκαλύψει της ρηχότητός του μανιάζει και αντεπιτίθεται με σφοδρότητα, ύβρεις και αλλεπάλληλες κουταμάρες, στην προσπάθεια επικράτησης της άποψής του, οπότε στο τέλος, περνάει πανηγυρικά στο χώρο της χλεύης και της γελοιοποίησης. Σχετικά μου έρχεται στο μυαλό, από τα βάθη των μαθητικών μου χρόνων, η περίπτωση συμμαθητού ο οποίος, πετώντας καμιά καταφανή κοτσάνα και δημιουργώντας έκπληξη και αντίρρηση στο ακροατήριό του, συναισθανόμενος και νιώθοντας ντροπή μετά, αντιδρούσε ηλίθια και γιά να την υποστηρίξει εξαπέλυε δεύτερη, μεγαλύτερη, μετά τρίτη, τέταρτη κ.ο.κ. ώσπου η αρχική αμφισβήτηση μετατρεπόταν σε καζούρα, μετά σε αγανάκτηση και τελικά οδηγούσε στη φάπα!
   - Εσύ δεν έχεις το Θεό σου! Άρπα κι αυτήν!
   Άλλο, από το φροντιστήριο αυτή τη φορά και σε μεγαλύτερη ηλικία, παράδειγμα αυτοχειριακής ηλιθιότητος είναι το εξής: Την ώρα που ο αείμνηστος και σπουδαίος μαθηματικός Τσάμης παρέδιδε άσκηση στον πίνακα, προσπαθώντας να μας ξεστραβώσει, ένας τύπος στα πίσω θρανία μίλαγε συνέχεια. Και όχι μόνο δεν πρόσεχε, αλλά εμπόδιζε και τους γύρω του. Ο Τσάμης ακούει, γυρνά και διατάζει:
   - Κώστα, (τυχαίο όνομα), έλα γρήγορα και κάτσε εδώ, μπροστά μου.  
   - Όχι, δεν έρχομαι, καλά είμαι εδώ!
   - Έλα εδώ σου λέω!
   - Δεν πάω πουθενά!
   - Δεν πας πουθενά; Τσακίσου αμέσως! Κι ο Τσάμης άρχισε να κινείται προς το μέρος του.
   - Καλά, …. έρχομαι, αλλά …. δεν θα προσέχω!!!!
   Το «στα …. τέτοια μου», ο Τσάμης δεν το ξεστόμισε ποτέ! Το είπε όμως μέσα του. Είμαι σίγουρος. Από διαίσθηση!

   Έχουν παρατηρηθεί αρκετές περιπτώσεις όπου υπόθεση βλακείας εκλαμβάνεται κακώς ως μόνιμη, καθ’ όσον «φυλακίζεται» γιά μακρότατο χρονικό διάστημα εντός ενός ατόμου και επικυριαρχεί αυτού, καθορίζοντάς του διάφορες στάσεις ζωής. Στην πραγματικότητα όμως αποτελεί εθισμό, (κοινώς αγκύλωση), σε ιδέα ή άποψη, η οποία από κάποιο λόγο, ή τραυματική εμπειρία, (κυρίως της παιδικής ηλικίας), σφηνώνεται στον εγκέφαλο του ατόμου, εν είδει βλήματος, και μπορεί να παραμείνει εκεί διά βίου, οδηγώντας το σε διάφορες βλακώδεις μονομανίες, ενώ κατά άλλα, πρόκειται γιά μιά χαρά άνθρωπο! Στις περισσότερες φορές το άτομο πεθαίνει με το στίγμα του ηλίθιου, αλλά υπάρχουν και ορισμένες άλλες όπου αντίστοιχη τραυματική εμπειρία, αντιστρόφου φοράς και κατεύθυνσης, αφυπνίζει τον θεωρούμενον ως βλάκα και τον επαναφέρει σε κανονικές συμπεριφορές. Τυπικό παράδειγμα της πιό πάνω υποκατηγορίας, γνωστός και πολύ καλός σκηνοθέτης, ο οποίος αφού άρπαξε μερικές γερές σφαλιάρες από τρεις κακοποιούς λαθρομετανάστες που μπήκαν σπίτι του να τον ληστέψουν και είδε το Χάρο με τα μάτια του και το Χριστό φαντάρο, ανέβλεψε ξαφνικά, εξωπέταξε από το μυαλό του κάποιες ηλίθιες προκαταλήψεις και απόψεις και δήλωσε απελευθερωμένος:
   - Κομμένες οι νεανικές μα… ίες! Τέρμα και ως εδώ! Όξω καρ… ηδες λαθραίοι. Παλιοκουφ…. λες!
   Και αυτό εις ηλικία ογδόντα και, χρόνων! Τόσα χρειάστηκαν στον συμπαθέστατο σκηνοθέτη γιά ν’ απαλλαγεί από τον συγκεκριμένο ιό της βλακείας που έκανε τον εγκέφαλό του να δυσλειτουργεί. Βεβαίως, το ως άνω παράδειγμα εμπεριέχει και μία άσχημη παράμετρο, που μπορεί να δράσει ανασταλτικά ως παράδειγμα «αφύπνισης», (κατά την παγκόσμια νομοτέλεια του «ουδέν καλόν αμιγές κακού»), αφού αρκετοί που πληροφορούνται το γεγονός, βλέποντας και συγκρίνοντας ηλικίες μπορεί να σκεφτούν:
   - Άσε, μικρός είμαι ακόμα, έχω καιρό!
   Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται πως ένα μικρό κομματάκι του ιού παρέμεινε γαντζωμένο σε κάποια εγκεφαλική άκρη του αξιόλογου αυτού «άρρενος» κυρίου, αφού από όλη την περιπέτεια που έζησε, με την ψυχή του πηγαινοερχόμενη στην Κούλουρη, εκείνο που τον πείραξε περισσότερο είναι το ότι, καθώς τον λιανίζανε στη μπουνιά και τη φάπα, τον αποκαλούσαν ταυτόχρονα και «π… τη»!
   - Π…. στη, θα πεθάνεις!
   Ακούς εκεί, αυτός «π…της»! Εντάξει, είπαμε να πεθάνει, αλλά όχι και με τέτοιο στίγμα! Αυτό τον «πόνεσε» περισσότερο!
 (Η ιστορία θυμίζει τον βοσκό Τραμπάκουλα, ήρωα του Χάρυ Κλιν, που συνάντησε το διαστημόπλοιο των εξωγήινων και έφαγε την πόρτα, καθώς άνοιγε, στα μούτρα και γι’ αυτό όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο: «Απ’ αυτή την ιστορία τι σας «χτύπησε» περισσότερο», εκείνος είπε: «Η πόρτα»!).

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου