Ανήκω στη πρώτη μεταπολεμική γενιά. Τη γενιά που γαλουχήθηκε με το γάλα της ΟΥΝΡΑ που μας μοίραζαν κάθε πρωί στο μισογκρεμισμένο σαράβαλο που, υποτίθεται, ήταν σχολείο. Ένα μικρό, σαράβαλο κτίριο που το «έπαιζε» σχολείο -ιδιωτικό μάλιστα. Σχολή Περίδου! Εμείς όμως, οι μαθητές δεν είχαμε αρκετό χώρο να παίξουμε στα διαλείμματα, στριμωγμένοι σε μιάν αυλούλα, μόλις 5Χ5 περίπου. Ένα τσούρμο πιτσιρίκια.
Αλλά μήπως οι τάξεις ήταν καλλίτερες. Τρεις όλες κι όλες, ας τις πούμε… «αίθουσες», αφού στη πράξη επρόκειτο περί απλών και μικρών δωματίων. Όσοι κι οι δάσκαλοι ! Αυτοί ήσαν ο κ. Περίδης, Σωκράτης νομίζω, ο ιδιοκτήτης, η κυρία Μαρία η γυναίκα του και κάποια τρίτη, νεαρά πιστεύω μιά και τότε κι η πιό πιτσιρίκα μας φαινόταν μεγάλη. Ιδιωτικόν Δημοτικόν Σχολείον « Η Πρόοδος»!
Θυμάμαι ότι η τρίτη δασκάλα, ήταν η δασκάλα μου για τις δυό πρώτες τάξεις του δημοτικού, καθ’ όσον, όπως προείπα, κάθε δωμάτιο του παλιού διώροφου σπιτιού στέγαζε δύο τάξεις και μόλις χωρούσε δύο σειρές θρανίων. Η δασκάλα, που ασχολιόταν μία με τη μία σειρά θρανίων, που εξέφραζε τη α’ τάξη και μιά με τη άλλη που ήταν η β’ τάξη, ήταν ένα πολύ νεαρό κορίτσι. Αν δεν με απατά η μνήμη, πρέπει να την έλεγαν Ουρανία Μπουζούκου και να έμενε κάπου στα Ταμπούρια. Πιθανότατα να μη ζει τώρα. Αν όμως -παρ΄ ελπίδα- ζει, δεν υπάρχει τίποτε εντονότερο μέσα μου από το να θέλω να την αγκαλιάσω και να της φιλήσω το χέρι. Με άπειρο σεβασμό, νοσταλγία και αγάπη.
Σ’ αυτήν οφείλω όλη μου τη παιδεία, όλη μου τη συγκρότηση. Κάθε μακρύ ταξίδι αρχίζει απ’ το πρώτο βήμα ! Στην αρχή, σε μαύρη πλάκα, σκάλιζα με κοντύλια τα πρώτα μου γράμματα και μετά με τα μαύρα -Faber- μολύβια χάραζα τον ανηφορικό και επίπονο δρόμο της μάθησης. Γιά 18 ολόκληρα χρόνια, μαζί με το χρόνο που έχασα μέχρι να μπω στο Πολυτεχνείο. Αυτά ως προς το γράψιμο, γιατί την ανάγνωση, χωρίς να θυμάμαι το πώς και το γιατί, την κατάφερνα πριν πάω σχολείο! Ίσως τα παιδικά βιβλία που μου έφερνε ο πατέρας: «Πουφ, το αρκουδάκι», «Παραμύθια Γκριμμ», τέτοια.
Χρόνια φτωχά, σκληρά και δύσκολα, που κάποια σοβαρά οικογενειακά προβλήματα τα έκαναν ακόμη σκληρότερα . Και όλα αυτά τα μαθητικά χρόνια κύλησαν χωρίς αναταραχές, χωρίς καταλήψεις, χωρίς μολότοφ, χωρίς κουκούλες, χωρίς γκαζάκια και, κυρίως, χωρίς… «αιτήματα».
Ο μαθητικός συνδικαλισμός ανύπαρκτος και ο φοιτητικός στα σπάργανα. Το κύριο μέλημα σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες ήταν, των μεν καθηγητών να διδάξουν, των δε μαθητών να μάθουν. Με προσήλωση, όλοι, στους ρόλους τους. Και πολλή ευπρέπεια. Χωρίς μούσια, γένια, τατουάζ, αλογοουρές και σκουλαρίκια.
Η πολιτικοποίηση και κομματικοποίηση ήταν μιά περιττή πολυτέλεια λίγων και «ψαγμένων». Οι πιό πολλοί νοιαζόμασταν, έξω απ’ τις σπουδές και τη παράλληλη δουλειά και απασχόληση, (όσοι είχαμε), σε αθλητισμό, κινηματογράφο, εκδρομές, αυτοκίνητα, πάρτι, ταβερνάκια, κουτουκάκια, μπουάτ και, πάνω απ’ όλα, σε γυναίκες! Μάλιστα, τότε, κυριαρχούσε το σκωπτικό: «Το πολύ το ΚΚ, κάνει το παιδί μαλ…α»! Και κοροϊδεύαμε τα ψώνια της αριστερής παρωπιδιασμένης φανατίλας! Κι αυτό όχι από αντιπολιτευτική διάθεση αλλά γιά να σατυριστεί η «αγκύλωσή» τους. Το «κόλλημα» σε μονομερείς ασχολίες, (όπως εδώ η πολιτική), που ήταν τελείως έξω από το πεδίο των ενδιαφερόντων μας.
Εκλογικό βιβλιάριο έβγαλα επί χούντας, πολύ αργότερα από όταν εδικαιούμην, μόνο και μόνο γιά να ψηφίσω, και μάλιστα φανερά, το «ΟΧΙ» στο πρώτο δημοψήφισμα - μαϊμού του Παπαδόπουλου. Χωρίς πολιτική ένταξη, (δεξιά - αριστερά). Απλώς δεν γουστάριζα να ζω ανελεύθερα και ν' ανέχομαι τον κάθε ανεγκέφαλο να με κυβερνάει όπως αυτός θέλει κι εγώ να μη μπορώ ν' αντιτάξω κουβέντα.
Χωρίς μαγκιές και ψευτοηρωισμούς ζούσα συγκαταβατικά, σε μιά χώρα α π ό λ υ τ α υποταγμένη στη βούληση των δικτατόρων. Παρά τους μετέπειτα κορδακισμούς των «τάχα» αντιστασιακών. Τρίχες! Μύγα δεν πέταγε και φύλλο δεν κουνιόταν σοβαρά. Όλοι τα κεφάλια κάτω, όλοι προσκυνημένοι, όλοι βολεμένοι στις δουλίτσες μας. Με τον πνευματικό κόσμο πρώτο και καλύτερο. Μόνο μερικοί ρομαντικοί, π.χ. ο Αλ. Παναγούλης, «τρελόπαιδο», αλλά ντόμπρος και λεβέντης, γνωστός μου και συμφοιτητής στο Πολυτεχνείο, τόλμησαν να σηκώσουν ανάστημα και ν’ αντισταθούν πραγματικά. Κι αυτός το έκανε μόνος, πρωτόλεια κι εντελώς ανοργάνωτα. Στην αστεία προσπάθεια να …δολοφονήσει τον Παπαδόπουλο, συνελήφθη να τρέχει, κάτω από τούνελ ομβρίων με σορτσάκι και… σαγιονάρες, ενώ από την άσφαλτο -κάτω απ΄ το αμάξι του δικτάτορα που υποτίθεται θα δολοφονούσε- είχαν πεταχτεί μόλις λίγα… πετραδάκια!
Οι πιό πολλοί, απορώ που ξεφύτρωσαν τόσοι πολλοί, μετά τη πτώση της χούντας ήταν «αντιστασιακοί» της πλάκας. Ήρθαν στο ταμείο γιά τη πληρωμή. Κατάπτυστοι και απεχθείς. Όχι τόσο γι’ αυτά που δεν έκαναν, αλλά γι’ αυτά που «υποτίθεται» ότι έκαναν. Και αυτά που εξαργύρωσαν γιά όσα δεν έκαναν αλλά, «δήθεν», έκαναν!
Και θυμάμαι, ακόμη, μιά μεγάλης κυκλοφορίας, και σήμερα, εφημερίδα - ναυαρχίδα της δημοκρατίας(!)- να γλύφει εμετικότατα τους χουνταίους και μετά την πτώση τους να υπερμάχεται στο πλευρό της «δημοκρατικής παράταξης». Οι πιό παλιοί θυμούνται. Δεν την ξανάπιασα στο χέρι μου, αν και ειδικοί λόγοι μου επέτρεπαν να την έχω δωρεάν.
Στη αρχή της χουντικής περιόδου, ως συνεπής «Ορφέας», απέκτησα «Ευρυδίκη» και σαν νεογέννητο κουτάβι έψαχνα, μέσα σε άγνωστα νερά, να βρω την επαγγελματική μου ρότα, οικογενειάρχης γαρ.
Η κα «Ευρυδίκη», κορίτσι «καλής οικογενείας» (εγώ ορφανό ρεμάλι) διέθετε, μεταξύ άλλων, κι έναν θείο υπερήλικα. Γνωστό με το παρατσούκλι «Αρπαγκόν», λόγω τσιγκουνιάς! Στην αρχή, καλοσυνάτος όπως ήταν κι ευχάριστος συζητητής, δεν μπορούσα να καταλάβω τί σχέση θα μπορούσε να έχει ένας ωραίος τύπος, ανοιχτόκαρδος και κουβαρντάς με τον Φιλάργυρο του Μολιέρου. (Τελικά, έμαθα!).
Ο θείος… Αρπαγκόν, πάμπλουτος μεγαλοτσιφλικάς, διέθετε και τεράστια κτηματική περιουσία στο Πόρτο Ράφτη, την οποία απέκτησε κατακλέβοντας και κοροϊδεύοντας τους ντόπιους χωριάτες, με τοκογλυφίες και διάφορες, άλλες μπαγαποντιές. Είχε και Μερσεντές θεόρατη και πολυκατοικία ολόκληρη κάπου μεταξύ Ψυχικού και Φιλοθέης.
Όταν ο Παπαδόπουλος θέσπισε το νόμο που επέτρεπε τη τοποθέτηση λυομένου, όπου δει, ο θείος Αρπαγκόν σκέφτηκε να κομματιάσει τα κτήματά του, να φτιάξει οικοπεδάκια, να τους βγάλει άδειες «λυομένου» και να τα… μοσχοπουλήσει.
«Αγροτεμάχιο με άδεια λυομένου», πάντα είναι ελκυστικότερο και, κυρίως, ακριβότερο.
Και γι’ αυτά χρειαζόταν, οπωσδήποτε, μηχανικό. Οπότε ο λιγούρης, νεοεισελθών στην οικογένεια γαμπρός, δηλαδή εγώ, ταίριαζε γάντι στη περίπτωση. Νέος, συγγενής, άπειρος, πρωτάρης. Άρα φτηνός και του χεριού μας!
Και αρχίζει η ιστορία, το λακριντί, το παζάρεμα. Στην αρχή στο πρώτο, μικρό γραφειάκι που, δειλά δειλά, ξεκίνησα να στήνω. Να τα τοπογραφικά που μου έφερε να πάρω ιδέα γιά το ξεκίνημα, να οι επισκέψεις στο Πόρτο Ράφτη, να οι δρόμοι από δω, να οι δρόμοι από κει. Σχέδια επί σχεδίων. Ρυμοτομικά, τοπογραφικά, απ' όλα! Όμως γιά λεφτά και αμοιβή… κουβέντα!
Σε κάποιο προγραμματισμένο ραντεβού με παρακάλεσε, αντί γιά το γραφείο μου, να συναντηθούμε στο σπίτι του, όπου είχε μιά πολύ σπουδαία συγκέντρωση και δεν μπορούσε να λείψει. Συμφώνησα. Και βάλθηκα να ψάχνω την Στρατηγού Καλλάρη, μεταξύ Ψυχικού και Φιλοθέης. Όταν ξετρύπωσα τη διεύθυνση, αν και σχετικά ήρεμος δρόμος, τρόμαξα να παρκάρω γιατί τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα σταθμευμένες Μερσεντές. Κατέβηκα και χτύπησα το κουδούνι. Η υπηρέτρια που μου άνοιξε, πολύ ευγενικά, με παρέπεμψε στο κάτω όροφο, όπου ήταν το «γραφείο» του κυρίου! Πολύ παραξενεμένος, γιατί δεν ήξερα περί γραφείου, κατέβηκα και χτύπησα τη πόρτα που μου υπέδειξε η μικρή. Αφού με ρώτησε επανειλημμένως, από μέσα, γιά να βεβαιωθεί ποιός ήμουν μου άνοιξε. Και έμεινα άναυδος!
Σ’ ένα ευρύχωρο σαλόνι με ωραία επίπλωση ήταν αραδιασμένα καμιά δεκαπενταριά γερούνδια μ’ ένα ποτήρι στο χέρι (βότκα, ως απεδείχθη) και στο τραπέζι διάφοροι μεζέδες. Ο θείος έκανε τις συστάσεις. Ήταν γιάφκα!
Ο θείος Αρπαγκόν, που έπινε το αίμα των βλάχων με το καλαμάκι, ήταν κομμουνιστής! Και όλη η παλιοπαρέα, τύποι ανάλογοι. Τέως νεαροί κομμουνισταί μεταποιηθέντες από τη καθημερινότητα αλλά -όλα κι όλα- πιστοί στην «ιδέα». Από μαυραγορίτες της αγοράς, δοσίλογοι της Κατοχής και κατσαπλιάδες κλεφταρέοι. (ολ’ αυτά τα έμαθα μετά). Όλοι με Μερσεντές (αυτή η μάρκα μου γυάλιζε, τότε και τη πρόσεχα), όλοι οικονομημένοι με σπίτια, επιχειρήσεις και περιουσίες ατράνταχτες.
Μαζευόντουσαν κάθε 15 μέρες στο διαμερισματάκι του θείου Αρπαγκόν, έπιναν τη βότκα τους, με μεζέ μαύρο χαβιάρι, (δεν νομίζω να είχα ξαναφάει ποτέ στη ζωή μου), και καβούρια Σάτκα (αν τα λέω σωστά) και μελετούσαν, λέει, τον Μαρξ. Και προετοίμαζαν την… Επανάσταση, συζητώντας με τις ώρες ακατάπαυστα. Σε μιά γλώσσα ακατάληπτη από μένα. Σα να μιλούσαν κινέζικα με ελληνικές λέξεις! Είχαν, λέει, μια μικρή συνωμοτική οργάνωση που οραματιζόταν λαϊκές κυριαρχίες, προλεταριάτα και όλα τα σχετικά.
Μου πρότειναν να γίνω μέλος. «Σύντροφος» !
Ομολογώ πως η κυριολεξία του όρου μου άρεσε πολύ. Και το μαύρο χαβιάρι επίσης, (που πρώτη και τελευταία φορά δοκίμασα εκεί), και τα καβούρια, που τα τιμώ έκτοτε δεόντως, όταν τα πετύχω και εμπίπτουν στο οικονομικό μου βεληνεκές. Η βότκα με καίει κάπως, μιά και μου θυμίζει σκέτο οινόπνευμα. Όμως δεν θα τα χαλάγαμε εκεί.
Ζήτησα λίγο χρόνο να το σκεφτώ. Κάτι σαν το χαρτοπαικτικό «δικαίωμα», και μετά από πολλή και ώριμη σκέψη αντιπρότεινα, διαπραγματευόμενος, την ολόψυχη κι ομόθυμη προσχώρηση μου στο κομμουνιστικό στρατόπεδο:
- Κύριοι, εγώ είμαι ένας νέος, φτωχός επιστήμων που τώρα βγαίνει στον επαγγελματικό στίβο. Εσείς είσαστε ώριμοι και προχωρημένοι στη ζωή. Και απολύτως επιτυχημένοι. Μπροστά στην πολιτική σας εμπειρία και κατάρτιση εγώ είμαι ασήμαντος. Μένω στο νοίκι, σ΄ ένα μικρό τριάρι στην Αχαρνών, και έχω μιά μικρή Λάντσια Φούλβια. Όμως ευχαρίστως αποδέχομαι τη πρότασή σας, πολύ τιμητική γιά μένα και θέλω να γίνω κι εγώ ένας καλός και συνεπής σύντροφος κομμουνιστής, όπως εσείς. Αλλά γιά να μη νοιώθω τόσο ασήμαντος στο ξεκίνημα και τόσο υποδεέστερος μπροστά σας, αφού άλλωστε, αγωνίζεστε γιά την ισότητα των ανθρώπων, γράψτε μου κι εμένα ένα μικρό διαμερισματάκι, έστω μικρότερο απ’ τα δικά σας, εδώ στο Ψυχικό. Δώστε μου και μιά Μερσεντές, με λιγότερα, έστω, κυβικά απ’ τις δικές σας -για αρχή καλά είναι- ώστε να πορεύομαι κι εγώ με άνεση και ασφάλεια. Ανοίξτε μου κι έναν μικρολογαριασμό στην Εθνική, ίσα γιά ν’ αρχίσω τη ζωή μου και… φύγαμε! Μέσα κι εγώ! Δικός σας! Ιδεολόγος κι εγώ, μέχρι το κόκαλο! Γράψτε με αμέσως, τώρα!
Η κατήφεια κι η παγωμάρα που έπεσαν ήσαν χαρακτηριστικές και εύγλωττες. Κρίμα!