Καθώς περιμένεις, καθηλωμένος στη μοναξιά σου, να φύγει η αργοπορημένη φθινοπωριάτικη νύχτα. Καθώς ακούς τους -βασανιστικά αργούς- χτύπους του παλιού ρολογιού και τους συντονίζεις μ΄ αυτούς της καρδιάς σου. Καθώς, κατά την γνωστή πρακτική, μετράς πρόβατα που πηδούν το φράχτη, μέχρις ότου ο Μορφέας καταδεχτεί να σε πάρει, κάποια πρόχειρα έμμετρα και πρωτόλεια σκαρφίσματα του μυαλού παρελαύνουν στο εκράν του. Τα αποτυπώνω βιαστικά με μισοκοιμισμένα ορνιθοσκαλίσματα, πριν τα όνειρα -τρελές μαινάδες σε ξέφρενο οργασμό- χοροπηδώντας γύρω μου, με παρασύρουν λυτρωτικά στον μαγικό τους κόσμο.
Μικρός απολογισμός
-Μπλεγμένος στης ζωής το ραβαΐσι,
κανένας ν΄ αποφύγει δεν μπορεί
της μοίρας τα γραμμένα στο κιτάπι,
το πότε θα του σβήσει το κερί.
-Στο καπηλειό της καθισμένος τη γωνία,
με βλέμμα θολωμένο κι απλανές,
κοιτάζει το καρτούτσο του ν΄ αδειάζει
κι ο νους του αλαργεύει προς το «χθες».
-Στα νειάτα που δεν χάρηκε όπως πρέπει,
σ΄ αυτά που λαχταρούσε το κορμί,
στα όσα «ναι» αναγκάστηκε να ενδώσει,
και όσα αποστερήθηκε. Στα «όχι» και τα «μη».
-Σαν φίδια που τον ζώνουνε οι πόνοι
και κλέβουνε τον ύπνο του τα βράδια,
οι τύψεις που κατάντησαν ρουτίνα
και τον τραβούν στον πάτο σαν βαρίδια.
-Ο προβληματισμός τώρα ανώφελος φαντάζει
κι ο λογισμός του στον κατήφορο τον τρέχει
μαρτυρική η πορεία της ζωής του μοιάζει,
αφού γνωρίζει θετικά, πως δεύτερη δεν έχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου