Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Ήρωες και... «ήρωες»!

Και ένα ξεμπρόστιασμα που αιφνιδιάζει...


   Τώρα που η δολιότης της φαύλης συριζαρέικης κομπανίας -το όνειδος της θεωρητικής αριστεράς- ολοένα και αποκαλύπτεται ανάγλυφη, (Καλογρίτσας, Πετσίτης, Novartis, Follie follie, Παπαδημούλης, Πολάκης, κ.λπ.), θεωρώ πως επέστη ο καιρός να συνεκτιμηθούν κάποια σημερινά γεγονότα που δημιουργούν συνειρμούς διαφορετικής αναγνώσεως κάποιων παλιών -παγιωμένης ερμηνείας- «γεγονότων», που θεμελίωσαν, έωλα, την περίφημη φενάκη του... «ηθικού πλεονεκτήματος» και των ...λαμπρών ανδραγαθημάτων της αριστεράς».

   Με τόλμη θέλω να ξεκαθαρίσω -εδώ και τώρα- έναν ακόμη αριστερό μύθο στημένου και ψεύτικου «ηρωισμού». Ένα  προϊόν της απεγνωσμένης προσπάθειας της αριστεράς πού κατασκευάζει παραμυθένια κατορθώματα εθνικού βεληνεκούς, προκειμένου να καπηλεύεται, σφετεριζόμενη, την έννοια «ήρωας» και τα παράγωγα της λέξεως... εξαπατώντας αφελείς και συντηρώντας αγκυλωμένους φανατικούς οπαδούς.

  Ο Μανώλης Γλέζος υπήρξε μία τραγική φιγούρα της αριστεράς, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, ταγμένος και στρατευμένος σ’ αυτόν το σκοπό και κατ’ επιταγήν των αρχών του περίφημου Νικολό Μακιαβέλλι και των πρακτικών οδηγιών των Λένιν και Στάλιν, συμμετέχοντας και πρωταγωνιστώντας σε μιά καλοστημένη, αλλά ανύπαρκτη, ηρωική παράσταση. Όποιος γνωρίζει το τελικό ιδεολογικό καταστάλαγμα του, όντως έντιμου αλλά εξαπατημένου και απογοητευμένου, Γλέζου γνωρίζει την τελευταία δήλωση του ανδρός με την τελική αποκήρυξη όλων των αγνών και ουτοπικών οραμάτων του, τα οποία  κουρελιάστηκαν από την καιροσκοπική πολιτική της εφαρμοσμένης αριστεράς του Σύριζα. Πόσοι, άραγε, γνωρίζουν την μεταμέλεια Γλέζου και το αυτομαστίγωμά του με την ευθαρσή συγγνώμη που ζήτησε από όλους όσοι ψήφισαν τσιπραίους, στις τελευταίες εκλογές, υπακούοντας στην προτροπή του.

   Ανέκαθεν είχα επιφυλάξεις και ερωτηματικά σχετικά με αυτό το πολυδιαφημισμένο κατέβασμα της γερμανικής σημαίας, που κυμάτιζε αλαζονικά και περήφανα στην κατακτημένη Ακρόπολη των Αθηνών, από τους νεαρούς Γλέζο και Σάντα. Πρώτη αντιστασιακή ενέργεια με ηρωική πράξη γενναιότητος και αυτοθυσίας, αλλά και βούτυρο στο ψωμί προπαγάνδας των Ελλήνων κομμουνιστών.

   Η ιστορία θέλει τους δύο νεαρούς να σκαρφαλώνουν, νύχτα, στον Ιερό Βράχο και πιάνοντας στον ύπνο την γερμανική φρουρά να κατεβάζουν την γερμανική σημαία, να την διπλώνουν, να την πετούν(!) σε μιά σπηλιά στη βάση των βράχων  και να φεύγουν σαν... κύριοι!

   Καλός φίλος, σε πρόσφατη συνάντηση και σχετική συζήτηση, ενδυνάμωσε τις παλιές αμφιβολίες  που είχα σχετικά με το... κατόρθωμα και με μιά λογική παρατήρηση εμπέδωσε την άποψη πως η όλη υπόθεση αποτελεί ένα ακόμη αριστερό παραμύθι, γιαλαντζή ηρωισμού.

   Και ξεκαθαρίζω. Ο γερμανικός στρατός  αποτελούσε πάντοτε πρότυπο αυστηρότητος, πειθαρχίας  και υπακοής. Συνεπώς ήταν αδύνατον να παραμεληθεί, ουδ’ επί στιγμήν, η φύλαξη ενός τόσο σοβαρού συμβόλου επιβολής και κατακτήσεως. Ιδίως σε μιά χώρα που δυσκόλεψε πολύ το έργο των δυνάμεων του Άξονος, προκειμένου να υποταχθεί. Όμως, πέραν αυτού, οι σημαίες όλων των στρατών υποστέλλονται πάντοτε με την δύση του ηλίου και αναρτώνται με την ανατολή του. Άρα την νύχτα δεν μπορούσε  να κυματίζει σημαία στον ιστό της.

   Και τρίτον, ένα ακόμη στοιχείο που συνηγορεί γιά το αριστερό ψεύδος, ως προς το ηρωικό εγχείρημα Γλέζου, είναι το γεγονός ότι δεν ανευρέθη ποτέ  η περίφημη γερμανική σημαία! Έχω ακούσει προσωπικά τον Γλέζο να δηλώνει πως την πέταξαν σε σπηλιά στους πρόποδες του λόφου. Και δεν μπορώ να φανταστώ πως -μετά την Απελευθέρωση- δεν θα μπορούσε ολόκληρο ελληνικό κράτος να μην ενδιαφερθεί και να μην ψάξει και ανεύρει το πολυτιμότατο λάφυρο που αποτελεί μιά τεραστίου μεγέθους εχθρική σημαία, (περίπου 10 μ2).

   Επομένως, και μετά την πρόσφατη αποκάλυψη του πραγματικού προσώπου της αριστεράς, η οποία δεν ορρωδεί προ ουδενός στην προσπάθεια να επιβάλει τις... «αλήθειες» της,  επιμένω πως το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας, το βράδυ της 30ης Μαΐου 1941, από τους Μανόλη Γλέζο και Λάκη Σάντα, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία ακόμη αριστερή... «ηρωική» σαπουνόφουσκα.

 

Αναζητώντας καθαρό αέρα...


   Οι ημέρες, θεωρητικά εορταστικές, δεν επιτρέπουν γκρίνιες, μεμψιμοιρίες και ενασχόληση με ό,τι μας εκνευρίζει, μας χαλάει, μας αηδιάζει και μας «λερώνει» την ψυχή. Π.χ. η ντόπια αριστερίλα του Σύριζα, με την αθλιότητα στην ιδιοσυστασία και την αηδή αποφορά στη συμπεριφορά των τρισάθλιων μελών του.

   Διαβάζοντας, κατά τα καθιερωμένα, την κυριακάτικη εφημερίδα μου, που λόγω Χριστουγέννων «βιάστηκε» να κυκλοφορήσει, βρήκα κάτι που με συγκίνησε ιδιαίτερα, καθώς με γύρισε αρκετά χρόνια πίσω, κολακεύοντας τα κάποια μικρά ψήγματα ματαιοδοξίας που  έχουν παραμείνει κολλημένα στο πετσί μου και επιμένουν να μένουν γατζωμένα εκεί. Παρά τις προσπάθειές μου να τα αποτινάξω, ούτως ώστε να βαδίσω ελεύθερος και απερίσπαστος τα τελευταία μέτρα της επίγειας διαδρομής μου, αυτά επιμένουν να... παραμένουν. «Θέλει ο φτωχός ν’ αγιάσει, μα δεν τον αφήνουν οι διαόλοι», είναι η παροιμία που ταιριάζει γάντι στην περίπτωση.

   Έχοντας ασχοληθεί γιά χρόνια -σχεδόν ολόκληρο το παραγωγικό τμήμα της ζωής μου- με την αγαπημένη μου ζωγραφική, η περίπτωση ενός Ολλανδού ζωγράφου του 17ου  αιώνος -του Γιάν Βερμέερ- με έχει συγκινήσει ιδιαίτερα. Τόσο γιατί υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες για τη ζωή του -κάτι που γεννά μυστήριο-  όσο και γιά το μικρό, ποσοτικά, έργο του. Οι διάφορες πηγές, μόλις που του αναγνωρίζουν πατρότητα σε καμμιά σαρανταριά έργα, με διασωθέντα τα 35. Ζώντας και πεθαίνοντας στο Ντελφτ, άλλο ένα κίνητρο ενδιαφέροντος γιά μένα, λόγω της αγάπης μου γιά την γνωστή πορσελάνη, καταπιάστηκα με την μελέτη της προσωπικότητος και του έργου του. Όμως, και δυστυχώς, το περί αυτόν σκοτάδι εξακολουθεί  πηχτό και αδιαπέραστο, οπότε κατέφυγα στη φαντασία, περιγράφοντας υποθετικά στοιχεία της ζωής του -και των απογόνων του- σ’ ένα μυθιστόρημα, ( «Η φωλιά της κίσσας»).

   Λατρεύοντας τον δικόν μας Νικ. Γύζη, με το χαρακτηριστικό -και μοναδικά δοσμένο- κόκκινο χρώμα του, στον Βερμέερ με εντυπωσιάζει το κίτρινο. Και πέραν απ’ αυτό  -αλλά και μέσω αυτού- η απόδοση του ηλιακού φωτός, που ο ζωγράφος παγιδεύει μαεστρικά και αποδίδει εντυπωσιακά με τον χρωστήρα του.

   Συζητώντας παλιά -απροσδιόριστα πλέον το πόσο παλιά, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ‘60- με κάποιον διευθυντή του Rijksmuseum, όταν μία παρατήρηση  γιά την «Νυχτερινή περίπολο» του Ρέμπραντ, που έκανα στον διακριτικά αμίλητο φύλακα έφτασε στ’ αυτιά του, τον εντυπωσίασε και ζήτησε να γνωρίσει τον νεαρό και την... «απορία» του, κατέληξα να παγιώσω την υποκειμενική άποψη πως  ο Βερμέερ θα πρέπει να υπήρξε ο σπουδαιότερος ζωγράφος όλων των εποχών και πως αδικείται από την ελάχιστη παραγωγή έργων, καθώς στο Βασιλικό Μουσείο του Άμστερνταμ υπάρχουν μόνο τέσσερα έργα του.


   Στα χρόνια που πέρασαν, διάφορα γεγονότα -όπως το καταπληκτικό φιλμ «Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι», με πρωταγωνίστρια την έξοχη Σκάρλετ Γιόχανσον-  έδωσαν διάφορες μυθιστορηματικές εκδοχές της μυστηριώδους ζωής του ζωγράφου, αλλά και ενίσχυσαν την πρωτόλεια άποψη ενός ανώριμου και άπειρου νεαρού, που εξακολουθεί, μεν, να θεωρεί -μετά σχεδόν μισόν αιώνα- ως το μεγαλύτερο, παγκοσμίως, ζωγραφικό αριστούργημα την «κουτσουρεμένη Νυχτερινή περίπολο» του Ρέμπραντ, αλλά και να κατατάσσει, ως  κορυφαίο ζωγράφο στον Κόσμο, τον εν πολλοίς άγνωστο Ολλανδό Γιάν Βερμέερ (1632 - 1675).  

   Τώρα γιατί τα γράφω αυτά, ίσως αναρωτηθεί κάποιος, η απάντηση είναι... «Έλα, ντέ!» Μάλλον βρίσκεται στον τίτλο!!! 

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

"Καλά Χριστούγεννα"

 Σπάζοντας την παράδοση. Φέτος, αντί γιά κάλαντα...

Το ημερολόγιο επιβάλλει τέτοιες ημέρες χαρά, αισιοδοξία και ευχές. Πολλές και διάφορες και προς κάθε κατεύθυνση. Το τρίτο σπεύδω να το τηρήσω. Και μάλιστα αφειδώς.
Όσο γιά μένα κρατώ ένα τραγούδι που με συγκινεί αφάνταστα, καθώς με γεμίζει σκέψεις, μνήμες και νοσταλγία.



Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Η ζωή μας με.... καμπύλες!

 "Αεί ο Θεός ο μέγας γεωμετρεί"!

   Επειδή τα πάντα στο Σύμπαν της Δημιουργίας λειτουργούν σε μαθηματική βάση, με μαθηματική ερμηνεία και μαθηματική ακρίβεια! 

Σχήμα 1



Σχήμα 2


Σχήμα 3

Σχήμα 4

   - Το Σχήμα 1 λέγεται  κύκλος. Χαρακτηριστικό του το ότι όλα τα σημεία της περιφερείας του ισαπέχουν απόσταση ρ από το κέντρο Ο. Ως κύκλος θα μπορούσε να παρομοιαστεί μία κοινωνία λειτουργούσα με το κομμουνιστικό σύστημα, όπου όλα τα μέλη της αποτελούν σημεία της περιφέρειας και είναι ίσα ως προς το κράτος-κέντρο. Κι αυτό στην θεωρία.  
   - Το Σχήμα 2 λέγεται έλλειψις. και αποτελεί απεικόνιση της κομμουνιστικής θεωρίας στην πράξη. Πάλι τα σημεία της περιφέρειας είναι οι πολίτες, αλλά κάποιοι απ' αυτούς -οι νομενκλατούριοι- από πλευράς δικαιωμάτων, απολαβών και νομής της εξουσίας, βρίσκονται εγγύτερα στο κέντρο, ενώ κάποιοι άλλοι, οι ταλαίπωροι προλετάριοι, μακράν αυτού.
- Το Σχήμα 3 λέγεται... υπερβολή, (όνομα και πράμα), και εκφράζει το αλλοπρόσαλλο και αντιφατικό που, στην πράξη, χαρακτηρίζει τους "συντρόφους" κομμουνιστές. Άλλοι εκτοξεύονται στα ύψη, π.χ. ο συλλέκτης ακινήτων Παπαδημούλης, ο αμόρφωτος, άξεστος και αδίστακτος Πινόκιο, που από το τίποτα -και με το τίποτα- έγινε πρωθυπουργός, καπνίζοντας πούρα Αβάνας, παραθερίζοντας σε βίλα πάνω στο κύμα και τακιμιάζοντας με εφοπλιστίνες, ο Μάκης ο "Φρουράς", που αντί να... "ξεσκίσει" το μισητό... κεφάλαιο το γλείφει, το προστατεύει νομοθετικά και του κάνει τον σπόνσορα σε... bazaar, ενώ κάτι Λαφαζάνηδες, Στρατούληδες και σια τους ψάχνεις στα τάρταρα! Με τον "σανφασονισμό" να τον ολοκληρώνει το... "πούρο" ΚΚΕ, που εμφανίζεται... "δημοκρατικότατα" σε μιά Βουλή, την οποία θα... κλείσει αμέσως, έτσι και πάρει -αν ποτέ- την πλειοψηφία στις εκλογές. Άσε πιά την ιδεολογική ασυμβατότητα με την ευλαβική θρησκοληψία κάποιων κουκουέδων... π.χ. η Γαρούφω Κανέλλη.
   -Τέλος, το Σχήμα 4 λέγεται υπερβολή και απεικονίζει τις δυνατότητες του -καλώς εννοούμενου- καπιταλιστικού φιλελεύθερου κοινωνικού συστήματος, όπου τα διάφορα σημεία-άτομα μπορούν, ξεκινώντας από το χαμηλότερο σημείο Μ της καμπύλης, να εξυψωθούν απεριόριστα, παίρνοντας τη θέση που τους αξίζει, ανάλογα με τις ικανότητες, το ταλέντο και τις δυνατότητές τους.
  Διαλέγετε και παίρνετε!


   

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

«Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι»!

 


   Η φράση αυτή του Σοφοκλέους, από την Αντιγόνη του, είναι η μόνη κατάλληλη γιά να περιγράψει το σημερινό πνευματικό αλαλούμ της ελληνικής κοινωνίας, η οποία αντιμετωπίζει τον μεγαλύτερο εσωτερικό κίνδυνο των τελευταίων αιώνων, που απειλεί να την συντρίψει. Δυστυχώς -και αναπάντεχα κατ’ εμέ- το μείζον αυτής, (της κοινωνίας),  αποδεικνύεται κατώτερο των κρίσιμων περιστάσεων και ανώριμο γιά την αντιμετώπιση των κινδύνων που ελλοχεύουν και επιδιώκουν να την διαλύσουν.

   «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» -γιά να θυμηθούμε τα καβαφικά «Τείχη»- οι υποτιθέμενοι ταγοί του λαού και της αντιπολιτεύσεως, αμιλλώνται μεταξύ τους γιά το ποιός θα υπερακοντίσει σε αντιπολιτευτικές κορώνες και ύπουλες προτροπές, προκειμένου η πανδημία να εξαπλωθεί και δημιουργήσει εκατόμβες κρουσμάτων και θανάτων, με ταυτόχρονη οικονομική καταστροφή, ώστε να πλήξουν και «ρίξουν» την κυβέρνηση. «Όχι» σε κάθε μέτρο που στοχεύει στην περιστολή και το, όσο-όσο, συμμάζεμα της παραπαίουσας οικονομίας, την οποία απεγνωσμένα παλεύει -με νύχια και δόντια- να κρατήσει όρθια η σώφρων και υπεύθυνη κυβερνητική ομάδα, «ναι» σε ό,τι εκείνη αρνείται, αποφεύγει και απαγορεύει, προκειμένου να περιοριστεί το κακό.

   Πολλά θα μπορούσα να γράψω γιά την ανευθυνότητα του πολιτικού πάνελ που λυσσαλέα μάχεται προκειμένου να καταστρέψει τη χώρα και, μετά, να... «κυβερνήσει» τα ερείπια! Γιά οικονομία χρόνου επικεντρώνω στο προφίλ ενός εκάστου των εξουσιολάγνων μνηστήρων της εξουσίας. Κι εσείς διαλέγετε και... παίρνετε. «Θέτε» τον Μπαρουφάκη; Αυτόν που δεν «νοιώθει» άνετα ούτε με τ’ όνομά του; Αυτόν τον ναρκισσιστή καλοπερασόπουλο που έκλεισε τις Τράπεζες και με τις εκκεντρικότητές του έγινε παγκόσμιο «νούμερο»; Ή μήπως «θέτε» τον ακροδεξιό καραφλό φωνακλά που σας πουλάει φάρμακα γιά την... φαλάκρα και διάφορα μαντζούνια, δήθεν αγιορείτικα, που θεραπεύουν πάσαν νόσον και πάσαν μαλ.... αν, την οποία πιστεύει πως διαθέτετε, αφού θέλει να σας πείσει ότι αλληλογραφούσε με τον... Χριστό! Γιά σας που «θέτε» το ΚΚΕ, δεν το συζητώ. Η ασθένειά σας είναι ανίατη και σχετικά αβλαβής, αφού υπερασπίζεστε την «αντιπροσωπία» ενός εργοστασίου που μπατίρισε και έκλεισε. Τουλάχιστον -ζώντας στον κόσμο σας- είσαστε ανίσχυροι στο να κάνετε μεγάλη ζημιά. Συνεχίστε, σαν το Τζόνυ Γουώκερ, τον δρόμο σας. Μετά έρχομαι στην... «Τιτανίδα» Φώφη, η οποία μέσα στο λήθαργο που είναι βυθισμένη δεν ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται. Κάπου, κάπου ανοίγει βλέφαρο, καθαρίζει την τσίμπλα, ρίχνει κανά χρησμό και την ξαναπέφτει στον ύπνο!

   Το μεγάλο πρόβλημα, μεγαλύτερο κι από τον κορωνοϊό, είναι ο συριζαρέικος εσμός που δουλεύει σαν κανονική «πέμπτη φάλαγγα» των μετόπισθεν και βυσσοδομεί γιά την πλήρη αποδόμηση κράτους, θεσμών και κοινωνίας. Έχει καταφέρει να συγκεντρώσει στους κόλπους του όλο το αντιδραστικό, απάνθρωπο, αντικοινωνικό, μίζερο, μικρόμυαλο, αντιπαραγωγικό, αμόρφωτο, ψυχανώμαλο, σαλταρισμένο, ανίκανο και πάσης φύσεως «περιθώριο». Με λίγα λόγια,  συσπειρώνει  ολόκληρο το κοινωνικό κατακάθι της χώρας, το οποίο συντηρεί και κολακεύει με παραπληροφόρηση, ψεύδη, έωλες υποσχέσεις και αντιφατικά φληναφήματα, σπέρνοντας φρούδες ελπίδες και καταγγέλλοντας συστηματικά και αόριστα με διάφορα -κατά καιρούς- «τσιτάτα», που κατασκευάζουν οι Καρανίκες στα υπόγεια της «Κουμουντούρου», διασπείρουν τα φερέφωνα  -«Δοκουμένδο» και ντόπια «Ωρόρα»-  και επαναλαμβάνουν τα κατά τόπους παπαγαλάκια τους. (π.χ. τελευταίο σλόγκαν το «εγκληματική κυβέρνηση»).

   Μποϋκοτάροντας μεταξύ άλλων -έμμεσα και μπαγαπόντικα- το επερχόμενο εμβόλιο, με αιχμή του δόρατος τους εξέχουσης μορφώσεως Ρομάους του Ασπροπύργου, δεν θα εκπλαγώ καθόλου εάν ακούσω  κατηγορίες -και ανάθεμα- πως γιά την μετάλλαξη του φονικού ιού, η «εγκληματική ευθύνη» βαρύνει αποκλειστικά τον... Μητσοτάκη, (ίσως, κατά ένα μικρό ποσοστό, και την Μαρέβα)!

   Φίλτατοι νουνεχείς, σοβαροί και υπεύθυνοι πολίτες, μαζέψτε όση ψυχραιμία σας περίσσεψε, κοιτάξτε προσεκτικά την συνημμένη εικόνα και αναλογιστείτε τί θα σας συμβεί αν, παρ’ ελπίδα, αναλάβουν τύποι σαν τον Πολάκη την Υγεία, τον Τσαλακώτο την Οικονομία, τον Φίλη την Παιδεία, τον Σκουρλέτο την Ανάπτυξη, τον Καρανίκα τον «στρατηγικό σχεδιασμό», τον Τζαναμπετόπουλο και Σπίθα την Επικοινωνία, με γαρνιτούρα από Παππάδες, Ζαχαριάδηδες, Φωτίεδες, Όλγες, Σίες, κ.λπ. και τον παντελώς ανίδεο, άσχετο κι αμόρφωτο Τσίπρα στο πηδάλιο της χώρας! Και αποκηρύξετε, μετά βδελυγμίας, τις Σειρήνες της αριστερής φαυλότητος και τα ηλίθια παπαγαλάκια τους. Και βολευτείτε με το... «μη χείρον βέλτιστον» των.... «νεοφιλελέδων».

 

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Μικρό χριστουγεννιάτικο παραμύθι...

...Γιατί -επί τέλους-  υπάρχουν ακόμη "άνθρωποι" σε τούτο τον κόσμο, εκτός από κορωνοϊούς και όσους τους υποδαυλίζουν!

TO ΤΟΠΙ ΤΟΥ ΑΡΟΥΛΗ



  Η ιστορία που θα σας διηγηθώ σήμερα και μοιάζει με πρωτοχρονιάτικο παραμύθι, συνέβη πριν πολλά-πολλά χρόνια σε κάποια μεγάλη πόλη της Ελλάδας, που τότε ήταν και φάνταζε μικρή, στην Αθήνα.

   Την εποχή εκείνη όλα τα σπίτια ήσαν μικρά, φτωχικά και τις νύχτες σκοτεινά. Τα περισσότερα ήσαν πέτρινα, όπως πέτρινα ήσαν και τα χρόνια που ζούσαν οι άνθρωποι. Η φτώχεια ήταν απλωμένη σαν αόρατο μαγικό δίχτυ απάνω από τις περισσότερες συνοικίες της, όμως οι άνθρωποι τότε, παρ’ όλη τη μιζέρια και την κακομοιριά τους, μπορούσαν να χαμογελούν και η καρδιά τους ξεχείλιζε από καλοσύνη και αθωότητα. Οι γειτονιές ήσαν ήσυχες και ασφαλείς και μόνο οι παιδικές, χαρούμενες κι αμέριμνες, φωνές διατάραζαν την απέραντη σιωπή τους, γεμίζοντας με ζωή κι αισιοδοξία την ατμόσφαιρα και ζεσταίνοντας τις ψυχές των μεγάλων, που απέβλεπαν στους μικρούς αεικίνητους διαβόλους τους γιά ένα καλύτερο αύριο.

   Οι νύχτες, ιδίως τον χειμώνα, ήσαν σκοτεινές, κατάμαυρες όπως σκοτεινή και μαύρη ήταν κι η ζωή των ανθρώπων. Τότε, στις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες το κρύο ήταν τσουχτερό κι ο παγωμένος αέρας -φαρμάκι- ξύλιαζε το σώμα και μαζί την, ήδη, μουδιασμένη τους ψυχή. Μόλις ο ήλιος έπεφτε και χανόταν στο βάθος του ορίζοντα, πίσω από το βουνό, ερχόταν βιαστικά η νύχτα κουβαλώντας μαζί της ένα απόλυτο σιωπητήριο στα σπίτια και μιά απέραντη ακινησία στους δρόμους. Τα μικρά, ξύλινα πατζούρια σφάλιζαν βιαστικά γιά να κρατήσουν μέσα, όσο μπορούσαν, τη σπιτική θαλπωρή εμποδίζοντας, κατά το δυνατόν, το άγριο κρύο να μπει και να περονιάσει τα κόκαλα των κατοίκων.

   Τότε έπιαναν δουλειά οι σόμπες του κωκ, του ανθρακίτη, ή των ξύλων, καθώς και τα ταπεινά μαγκάλια που μάζευαν γύρω τους τα μέλη της οικογένειας. Γιά να ζεσταθούν και αποτελειώσουν οι μικροί τη μελέτη των αυριανών μαθημάτων και οι μεγάλοι  -μαμάδες, γιαγιάδες, θείες-  να καταπιαστούν με τις συνηθισμένες γυναικείες ασχολίες τους. Σίδερο, ράψιμο, μπάλωμα, κέντημα.

   Ο μικρός Αρούλης, μαζί με τα άλλα τρία μικρότερα αδελφάκια του, καθόταν κι αυτός, κατάχαμα, πάνω στο παλιό τριμμένο χαλί με τα ζωγραφισμένα ελάφια στην περίμετρο, που σκέπαζε το κέντρο του δωματίου, ενώ ολοτρίγυρα αυτό συμπληρωνόταν από μικρές κουρελούδες που, όλα μαζί, προσπαθούσαν να κόψουν το κρύο που αναδινόταν σαν φαρμακερό φίδι, μέσα από τα τετράγωνα μωσαϊκά πλακάκια με τα οποία ήταν στρωμένο το κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού. Ένας μεγάλος χώρος που ήταν σαλόνι, τραπεζαρία και καθημερινό μαζί. Ένα δωμάτιο γιά όλες τις χρήσεις.

    Στο κέντρο του, το μεγάλο μαγκάλι, φτιαγμένο από ένα πελώριο στρογγυλό λαμαρινένιο ταψί, στηριγμένο σε χαμηλό σιδερένιο τρίποδο, είχε μέσα του απλωμένη πάνω σ’ ένα παχύ υπόστρωμα στάχτης και χόβολης, μιά στρώση πυρήνα ελιάς που σιγοκαιγόταν τριζοβολώντας και λαμπυρίζοντας και σκορπούσε ολοτρίγυρα αλλόκοτες, μαγικές φωτεινές ανταύγειες μαζί με τη γλυκιά τoυ ζέστη.

   Οι μικροί, λουσμένοι από το αχνό φως της μεγάλης λάμπας πετρελαίου που την σιγοντάριζαν οι κόκκινες φωτίτσες του μαγκαλιού, ήσαν σκυμμένοι πάνω από τα βιβλία και τα τετράδια, απορροφημένοι στη μελέτη τους, σ’ ένα σκηνικό που θύμιζε  κρυφό  σχολειό  της  Τουρκοκρατίας!  Έγραφαν,  έσβηναν,  λογάριαζαν  ή σιγοψιθύριζαν  συλλαβίζοντας  τα  μεγάλα γράμματα των αναγνωστικών, έτοιμοι γιά την αυριανή εξέταση της δασκάλας.

    Όμως το μυαλό του Αρούλη, όσο ζύγωναν οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, τριβελιζόταν από μία και μόνη, την ίδια πάντα, πολύ επίμονη κι ανομολόγητη σκέψη, που πλησίαζε κι αυτή με τις γιορτές σαν…  τραίνο. Όπως τα τραίνα που έβλεπε να έρχονται από μακριά, καθώς στεκόταν ανάμεσα στις γραμμές τους, εκεί στη ΒΙΟ, και τα κοιτούσε κατάφατσα που ολοένα μεγάλωναν και μεγάλωναν, καθώς πλησίαζαν βιαστικά, μέχρι που ο μηχανοδηγός να σφυρίξει θυμωμένα γιά να διώξει τον ανόητο μικρό που στεκόταν ασυλλόγιστα κι επικίνδυνα στην πορεία του.

   Τα μάτια του ήσαν καρφωμένα, σαν μαγεμένα, στις εναλλασσόμενες κόκκινες ανταύγειες κι η σκέψη του κόλλαγε στα κόκκινα ρούχα του αγαπημένου Άγιου, του Άγιου Βασίλη, που του θύμιζε η αναμμένη πυρήνα στο μαγκάλι.

   Η μητέρα στη διπλανή κουζίνα ετοίμαζε, σαν τελευταία ασχολία της ημέρας όπως πάντα, το βραδινό φαγητό. Λιτό και φτωχικό πάντοτε, περιμένοντας τον πατέρα να γυρίσει, ξεθεωμένος, από τη δουλειά. Έτσι, όλοι μαζί να κλείσουν τον ημερήσιο κύκλο μ’ ένα βαθύ πιάτο σούπα χυλοπίτες, ή τραχανά, που έφτιαχνε μόνη της το φθινόπωρο, γιά να γεμίζει τις χειμωνιάτικες νύχτες το στομάχι και να ζεσταίνει, συνάμα, όλο το κορμί των μελών της οικογένειας. Και μετά, όλοι μαζί τρεχάτοι, να χωθούν κάτω από τις βαριές φλοκάτες των κρεβατιών τους, φορώντας τις πυτζάμες που είχαν προηγουμένως ζεστάνει, ένας-ένας, στη ζεστή ανάσα που έβγαζε το μαγκάλι.

   Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν κι έφερναν μαζί τους μιά αλλιώτικη ατμόσφαιρα στο σπίτι. Η μητέρα, αναστατωμένη και φουριόζα, πάντα τέτοιες ημέρες αλαφιαζόταν περισσότερο! Καθαριότητα γενική και ειδικές ετοιμασίες. Μιά μεγάλη λαμαρίνα, δανεική από το φούρνο, γέμιζε με λαχταριστά μελομακάρονα και μυρωδάτους κουραμπιέδες. Λιχουδιές εποχιακές που έρχονταν στο σπίτι γιά λίγες ημέρες και μετά χάνονταν στη λήθη και την νοσταλγία, γιά να ξανάρθουν πάλι του χρόνου, μαζί με τους… καλικάντζαρους! Στο μυαλό των τεσσάρων μικρών διαβόλων της οικογένειας, Χριστούγεννα σήμαινε σχολικές διακοπές και απέραντο παιχνίδι στις οδούς και τις ρούγες της γειτονιάς. Όχι σχολείο, όχι διαβάσματα, όχι πειθαρχία!

   Η ιστορία της γέννησης του μικρού Χριστού στην ταπεινή φάτνη, μιά ιστορία που η καλή θεία Μαρία, με την αργή, ζεστή και λίγο βραχνή, φωνή της διηγιόταν γλαφυρά, ζωντανά και παραστατικότατα, μετέφερε το εκστατικό παιδικό ακροατήριο κατ’ ευθείαν μέσα στη φάτνη της Βηθλεέμ και συγκινούσε μέχρι δακρύων τις τρυφερές ψυχές τους. Γοητευμένοι παρακολουθούσαν την τόσο ζωντανή αφήγηση της θείας και ένοιωθαν, εκστατικοί, να τους ζεσταίνει πιότερο η ανάσα των αλόγων της φάτνης, παρά η χόβολη του μαγκαλιού! Καθώς η διήγηση προχωρούσε το μισοσκότεινο δωμάτιο μεταμορφωνόταν  σε φάτνη, έτσι που όλοι περίμεναν ν’ ανοίξει ξαφνικά η πόρτα και να εμφανιστούν οι τρεις μάγοι με τα δώρα! 

   Στην παιδική τους φαντασία και μέσα στην έξαψη της αφήγησης, οι γύρω σκιές εξέφραζαν τους βοσκούς, τον Ιωσήφ, την Παναγία. Και όλοι, μέσα τους, έβλεπαν την αφεντιά τους σαν τον μικρό, νεογέννητο Ιησού! Η μαγεία των στιγμών κατίσχυε των πάντων και κάλυπτε κάθε γωνίτσα της παιδικής ψυχής. Νικούσε   την   φτώχεια,  την  στέρηση,  την  ανέχεια   και   τα  οδηγούσε,  με  την αθωότητα της ηλικίας, κατ’ ευθείαν στον ουρανό, να κολυμπούν ανάερα κι ανάλαφρα, παίζοντας με τα Χερουβείμ!  

   Ο μικρός Αρούλης,  ο μεγαλύτερος,  ένας μπόμπιρας  της 5ης Δημοτικού, ήταν ο πιό προβληματισμένος απ’ όλα τ’ αδέλφια. Οι συγκινητικές αφηγήσεις της θείας Μαρίας δεν σταματούσαν στη γέννηση του Χριστού, αλλά προχωρούσαν, λόγω των ημερών, και στη γοητευτική ιστορία του Άγιου Βασίλη. Του μεγάλου κι αγαπημένου φίλου των παιδιών. Και τί δεν έλεγε η θεία Μαρία γι’ αυτόν τον καλοκάγαθο, χοντρούλη Άγιο. Όλο το χρόνο, αποτραβηγμένος στο εργαστήρι του στον βορά, στην παγωμένη κι απρόσιτη Λαπωνία, κάπου στην άκρη του κόσμου, κατασκευάζει μαζί με τους βοηθούς του, τα ξωτικά και τις νεράιδες, χιλιάδες παιχνίδια. Αυτοκινητάκια, τραινάκια, ποδηλατάκια, κούκλες, επιτραπέζια και διάφορα άλλα παιχνίδια, πέρα από κάθε φαντασία και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα φορτώνει σ’ ένα μεγάλο έλκηθρο που το σέρνουν δώδεκα δυνατοί τάρανδοι, κάτι σαν τεράστια ελάφια με μεγάλα υπέροχα κι επιβλητικά κέρατα, και ξεκινάει από τα βάθη της Ανατολής, την πατρίδα του την Καισαρεία, να τα μοιράσει στα αγαπημένα του παιδιά! Όμως όχι σε όλα. Μόνο σε όσα εκείνο το χρόνο ήσαν φρόνιμα στο σπίτι και καλοί μαθητές στο σχολείο! Ο Άγιος Βασίλης, σαν Άγιος που ήταν, γνώριζε τα καμώματα όλων των μικρών του φίλων και επιβράβευε πάντοτε τα καλά παιδιά, δίνοντας ταυτόχρονα ένα καλό μάθημα στα άτακτα γιά το τί θα παθαίνουν στη ζωή τους, αν δεν συμμορφωθούν και γίνουν καλοί άνθρωποι.

   Ο Αρούλης πάντα προσπαθούσε να είναι καλό, ευγενικό και υπάκουο παιδί. Πρόσεχε, όσο μπορούσε, να μην κάνει σκανταλιές, να μην στενοχωρεί και θυμώνει τη μητέρα και να είναι καθαρός κι επιμελής στο σχολείο. Προσπαθούσε! Όμως φαίνεται πως δεν τα κατάφερνε πάντοτε γιατί, άθελά του, όλο και κάποια ζαβολιά και αταξία θα έκανε την οποία ο καλός Άγιος, που όλα τα έβλεπε και όλα τα πρόσεχε, την κατέγραφε αμέσως στα κατάστιχά του. Έτσι, κάθε χρόνο μάταια ο Αρούλης περίμενε να του φέρει ο Άγιος εκείνο το δώρο που ποθούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του και που πάντα ανέφερε, ανελλιπώς, στην καθημερινή του προσευχή. Ένα μόνο δώρο λαχταρούσε η καρδούλα του και ένα μόνο ζητούσε, ο μικρός Αρούλης, από τον Άγιο Βασίλη. Ένα και μόνο ένα. Και το ίδιο πάντα!

    Αυτό που χρόνια έβλεπε να παίζουν κάτι πλουσιόπαιδα στην πάνω γειτονιά, στον Κολωνό, ενώ αυτός και όλη η μικρή παλιοπαρέα του, μόνο στα καλύτερά τους όνειρα έβλεπαν ότι έχουν. Ένα τόπι! Ένα ωραίο, μεγάλο τόπι. Ένα τόπι λαστιχένιο κι ολοστρόγγυλο, που να πηδάει και να γκελάρει μέχρι εκεί πάνω!

   Όλοι στη γειτονιά ήξεραν πως αυτό που η μαμά του Ζήση -η μοδίστρα-  έφτιαχνε, παραγεμίζοντας με κουρέλια μιά παλιά κάλτσα και ράβοντάς την σφιχτά, μόνο τόπι δεν ήταν, αφού ούτε τη μισή δουλειά του δεν έκανε! Δεν «μπίσταγε» στο χώμα, ούτε κλωτσιόταν σωστά και μακριά! Κι αυτό το κλωτσοσκούφι που έπαιζαν με δαύτο, μόνο ποδόσφαιρο δεν μπορούσε να είναι, αλλά άθλιο σουράβλι.

   - Αχ, να είχαν ένα αληθινό τόπι! Ένα ολοστρόγγυλο, μεγάλο άσπρο τόπι! Τί ωραίο ποδόσφαιρο θα έπαιζαν. Αν……

   Όμως όλα τα παιδιά στη γειτονιά είχαν φτωχούς γονιούς. Κι ο Στράτος, κι ο Στέλιος κι ο Ζήσης κι ο Νότης, όλοι. Και κανένας δεν μπορούσε ν’ αγοράσει στο παιδί του ένα αληθινό, πραγματικό άσπρο τόπι! Έτσι τα όνειρα και οι ελπίδες του Αρούλη είχαν εναποτεθεί, αποκλειστικά, πάνω στον Άγιο Βασίλη. Μαζί με τα θερμά παρακάλια και τις ικεσίες που κάθε βράδυ, όλο το χρόνο, με βουρκωμένα μάτια του έστελνε.

   -Αχ’, Άγιε μου Βασίλη, σε παρακαλώ, φέρε μου ένα τόπι! Θα είμαι καλό παιδί!

   Αλλά, όπως φαινόταν, οι  παιδικές αταξίες  ήσαν αναπόφευκτες κι  έτσι ο καλός Άγιος, αυστηρός αλλά δίκαιος, του έφερνε πάντοτε  μόνο  μικρά ή  άσχετα  δώρα, τιμωρώντας τον γιά όλες τις αταξίες της χρονιάς και αρνούμενος να πραγματοποιήσει την σφοδρή του επιθυμία. Όπως έλεγε η μητέρα, ο σοφός Άγιος Βασίλης, που ήξερε την φτώχεια και τις ανάγκες της οικογένειας, του έφερνε πρακτικά και χρήσιμα δώρα και όχι περιττές πολυτέλειες! Κανένα πουλοβεράκι, τίποτε παπούτσια ή καμιά κασετίνα με μολύβια! Τέτοιες αηδίες, έλεγε μέσα του ο Αρούλης, και ποτέ τόπι! Γι’ αυτό, όταν η μητέρα πήγαινε επίσκεψη, βαρετή καθ’ όλα, στη θεία τη Χαρίκλεια, πέρα από τον Κολωνό, κατά τον Λόφο του Στρέφη, με πολλή χαρά την ακολουθούσε, με την κρυφή ελπίδα να ξεκλέψει λίγη ώρα, να ξεγλιστρήσει από τα φουστάνια των γυναικών κι ανακατωμένος με τους άλλους μπόμπιρες της περιοχής, να κλωτσήσει λίγο ένα πραγματικό τόπι! Με τα γκελ και τα φάλτσα του! Να παίξει αληθινό ποδόσφαιρο, με τα δυνατά σουτ των επιθετικών και τα θεαματικά πλονζόν των τερματοφυλάκων. Στιγμές άφθαστης απόλαυσης! Τί ευτυχία, Θεέ μου!  

   Αυτή τη χρονιά, μεγαλύτερος και προσεκτικότερος, είχε βάλλει τα δυνατά του να είναι φρόνιμος και καλός και πίστευε ακράδαντα πως ετούτη τη φορά ο καλός του Άγιος δεν θα είχε καταγράψει πολλά στο μεγάλο βιβλίο με τις παιδικές σκανταλιές, οπότε θα του κάνει, επί τέλους, το χατίρι. Δεν είχε τραβήξει καμιάς γάτας την ουρά, δεν είχε σπάσει με την σφεντόνα κανένα τζάμι γειτόνισσας, δεν είχε στήσει ξόβεργες γιά σπουργίτια και ούτε είχε σουφρώσει με το διχαλωτό καλάμι τα σύκα από τη συκιά του γείτονα, που τα κλαδιά της βρίσκονταν σύρριζα με τη μάντρα της αυλής τους! Ήταν ένα πολύ καλό κι υπάκουο παιδάκι! Και στην τάξη πρώτος. Δέκα με τόνο στον έλεγχο και διαγωγή κοσμιωτάτη! Άρα είχε κάθε δικαίωμα να ελπίζει ότι, επί τέλους, ο Άγιος θα εκτιμούσε την καλή του συμπεριφορά και θα του έφερνε το δώρο που λαχταρούσε. Δεν τον ένοιαζαν τα μεγάλα κουρδιστά αυτοκινητάκια, οι εντυπωσιακές τορπιλάκατοι, οι χοντρές γυάλινες γκαζές και, βεβαίως, οι κούκλες. Αυτές τις βλακείες που έπαιζαν, γλυκανάλατα, τα κορίτσια! Αυτός περίμενε ένα μεγάλο, καλοφουσκωμένο και ολοστρόγγυλο τόπι! Άσπρο με κόκκινες και μπλε βούλες, που θα το χτυπάς κάτω και θα γκελάρει ίσαμε τον ουρανό!

   Όσο πλησίαζε η μεγάλη ημέρα, η παραμονή πρωτοχρονιάς, η μέρα που ο Άγιος Βασίλης θα έκανε τη διανομή των δώρων του, τόσο η καρδιά του Αρούλη χτυπούσε όλο και πιό δυνατά. Δυνατότερα κι από το μεγάλο ρολόι στον τοίχο με τον κούκο, που κάθε ώρα έσκαγε μύτη και διαλαλούσε τις ώρες.

   - Τικ-τακ. Τικ-τακ, τικ-τακ! Κούκου! Ολοένα πιό δυνατά, όλο και πιό ανυπόμονα!

   Είχε βάλει στο μυαλό του μιά πονηριά. Όμως μιά πολύ αθώα πονηριά! Είχε σκεφτεί, το βράδυ που όλοι στο σπίτι θα έπεφταν γιά ύπνο, κουκουλωμένοι κάτω από τις χοντρές φλοκάτες, μπας και γλιτώσουν το κρύο που ερχόταν, σβέλτο και τσουχτερό μόλις έσβηνε η σόμπα και η πυρήνα στο μαγκάλι γινόταν άσπρη στάχτη, και αφού θα άφηνε να περάσει κάμποση ώρα, ώστε να βεβαιωθεί πως ο βαθύς ύπνος τους είχε πάρει όλους στην αγκαλιά του, αυτός θα σηκωνόταν αθόρυβα έπαιρνε μαζί του την κουβέρτα και πατώντας στις μύτες των ποδιών θα έβγαινε στην αυλή κι από εκεί, με τη σιδερένια στριφογυριστή σκάλα, γραμμή γιά την ταράτσα!

   Μέρες πριν, είχε καταστρώσει το καταπληκτικό του σχέδιο, πιστεύοντας πως, στην  απίθανη   περίπτωση  που  ο  Άγιος  Βασίλης,  καταλογίζοντάς  του  κάποια αταξία που ο ίδιος έκανε ακούσια, χωρίς να το καταλάβει, δεν τον υπολόγιζε και φέτος  στα  καλά  παιδιά  και  δεν  σκόπευε να  του ικανοποιήσει την παραγγελία, όταν θα τον έβλεπε, περνώντας από ψηλά, να τον περιμένει με τόση αγάπη και τόση λαχτάρα μέσα στο κρύο, σίγουρα θα συγκινιόταν, θα τον συγχωρούσε και θα του έδινε κι εκείνου το τόπι που καρτερούσε τόσα χρόνια! Σίγουρα, όλο και κάποιο τόπι θα περίσσευε του Άγιου. Είναι αδύνατον να μην είχε σκεφτεί να έχει και κάποια παιχνίδια ρεζέρβα, γιά κάποια καλά παιδιά, που μέσα στους πολλούς μπελάδες και τις φούριες των ημερών θα τα είχε ξεχάσει! Και ο ίδιος ήξερε καλά πως ο Άγιος Βασίλης, ποτέ μα ποτέ, δεν άφησε παραπονεμένο κανένα, πραγματικά καλό, παιδάκι! Άρα απόψε, ο Αρούλης είχε πάρα πολλές πιθανότητες.

   Από τις διηγήσεις της θείας Μαρίας, ο Αρούλης ήξερε πως το έλκηθρο του Άγιου Βασίλη ερχόταν από την ανατολή, γι’ αυτό και διάλεξε γιά να κουρνιάσει τη γωνία του στηθαίου με το πλυσταριό. Ήταν σχετικά απάνεμο και αντίκριζε, φάτσα, την εκκλησία του Άι Γιώργη, που όπως έδειχνε η μικρή πυξίδα που ήταν κολλημένη στη σφυρίχτρα που του είχε χαρίσει ο θείος ο Σταύρος στα γενέθλιά του, ήταν στη μεριά της ανατολής.

   Μόλις έσβησε κι η τελευταία λάμπα και στο σπίτι απλώθηκε απόλυτη σιωπή που την διέκοπτε μόνο κάποιο απότομο, στιγμιαίο, ροχάλισμα του κουρασμένου πατέρα, ο Αρούλης εφαρμόζοντας το σχέδιό του, βγήκε με τις πιτζάμες, τα παντοφλάκια και τη βαριά φλοκάτη, διπλωμένη στην πλάτη, στην ταράτσα. Κούρνιασε στη γωνία που είχε διαλέξει και διπλοκουκουλώθηκε με την κουβέρτα, όντας απόλυτα σίγουρος πως ο καλοκάγαθος Άγιος θα εντόπιζε αμέσως τον μικρό σκούρο όγκο στην γωνιά της ταράτσας και θα καταλάβαινε ποιός τον περίμενε με αγωνία κάτω από την φλοκάτη. Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν από τον ουρανό, εκεί στο βάθος του ανατολικού ορίζοντα και περίμενε!

   Ναι, όσο το σκεφτόταν τόσο σιγουρευόταν πως το κόλπο του θα έπιανε. Ήταν απόλυτα σίγουρος και περίμενε να φτάσουν τα μεσάνυχτα! Πίστευε στον Άγιο Βασίλη και την ιστορία του, ακριβώς όπως τους την διηγιόταν η θεία Μαρία, η οποία τα ήξερε καλά αυτά, αφού κάθε μέρα τριγύριζε από εκκλησία σε εκκλησία. Πίστευε με όλη τη δύναμη της ψυχής του και αδιαφορούσε γιά όσα, κάτι κακόπιστα και άτακτα παλιόπαιδα, διέδιδαν στο σχολείο. Ότι, δήθεν, δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης, ότι όλα είναι φαντασίες και παραμύθια των μεγάλων γιά να κρατούν τα παιδιά φρόνιμα όλη τη χρονιά και πως τα δώρα τα αγόραζαν οι γονείς από τα παιχνιδάδικα της οδού Αιόλου! Ήξερε πως όλα αυτά ήσαν κακοήθειες, ζήλιες και δικαιολογίες όλων εκείνων των άτακτων παιδιών που ο Άγιος Βασίλης αγνοούσε με το δίκιο του. Έτσι ήθελαν, από ζήλια και φθόνο, να κλονίσουν την πίστη των καλών στον Άγιο και να τα παρασύρουν στις αταξίες τους!

   Όχι, ο Αρούλης δεν τα δεχόταν αυτά. Δεν θα του την έσκαγαν οι πονηροί. Πίστευε στο καλό, την καλοσύνη, τις καλές πράξεις  και στον Άγιο Βασίλη που τις επιβραβεύει με τα δώρα του! Και απόψε, σε λίγες ώρες, θα τους το απόδειχνε.

   Ένας χειμωνιάτικος, μα καθαρός ουρανός, γεμάτος αστέρια φώτιζε πολύ την κατασκότεινη  γειτονιά,  παρ’ όλο που δεν φαινόταν πουθενά  το φεγγάρι.  Όλος ο κόσμος κοιμόταν, περιμένοντας να ξημερώσει ο καινούριος χρόνος και μόνο, πού και πού, κάποιο μακρινό  γαύγισμα έσπαγε τη σιωπή και τρόμαζε, ξαφνικά  όπως ακουγόταν, τον κουκουλωμένο Αρούλη, που γιά πρώτη του φορά έμενε τόσο αργά έξω στην ταράτσα και μάλιστα χειμωνιάτικα. 

    Οι μόνες υπαίθριες διανυκτερεύσεις γινόντουσαν κάποιες πολύ ζεστές καλοκαιριάτικες  νύχτες,   όπου  ολόκληρη  η  οικογένεια,  στρωματσάδα  ο  ένας δίπλα στον άλλο, αναζητούσε στον ύπνο τη δροσιά της ταράτσας. Όμως τώρα, τα πράγματα ήσαν τελείως διαφορετικά. Όσο περνούσε η ώρα τόσο το κρύο γινόταν όλο και πιό δυνατό, σε βαθμό που η φλοκάτη δεν μπορούσε, πλέον, να το σταματήσει. Κουλουριαζόταν όλο και περισσότερο μέσα της, μικραίνοντας το κορμί του και χουχούλιαζε με την ανάσα τις χούφτες του, προσπαθώντας να ζεστάνει τα παγωμένα του δάχτυλα που, λίγο-λίγο, έπαυε να τα αισθάνεται.

    Ήταν αδύνατον να προσδιορίσει πόσος χρόνος είχε περάσει και πόσος απέμενε μέχρι το πέρασμα του Άγιου Βασίλη. Το μόνο που καταλάβαινε καλά ήταν το πώς θα ένοιωθε ο νεογέννητος Χριστός, γυμνός και μικρός, μέσα στην παγωμένη φάτνη, ζεσταμένος μόνο με την ανάσα λίγων αλόγων, μιά βδομάδα νωρίτερα!  Γιά να φύγει, ούτε λόγος. Καμία δύναμη και κανένα κρύο δεν θα τον έκανε να  εγκαταλείψει την ταράτσα γυρίζοντας στο ζεστό του κρεβάτι. Θα έμενε εκεί περιμένοντας τον Άγιο Βασίλη. Ο κόσμος να χαλάσει, αφού ήταν απόλυτα σίγουρος ότι απόψε θα τον συναντούσε. Όσο κι αν αργούσε αυτός κι όσο κρύο κι αν έκανε. Θα έμενε κι έναν ολόκληρο χρόνο, αν χρειαζόταν. Πάει και τελείωσε!

   Δεν ήξερε πιά  αν χρόνος κυλούσε, ή αν είχε σταματήσει εντελώς. Ούτε κι αν οι ώρες προχωρούσαν στο ρολόι του τοίχου. Εκείνο που καταλάβαινε μόνο ήταν ότι, σιγά-σιγά, είχε πάψει να αισθάνεται τα πόδια του, που είχαν παγώσει. Το ίδιο όπως και τα χέρια του, που ήταν αδύνατον πλέον να ζεστάνει με την ανάσα του. Δεν ήξερε αν κι  αυτή ακόμα έβγαινε ζεστή ή κρύα! Μόνο η καρδιά του χτυπούσε ακόμη και ένιωθε τον αργό της χτύπο, συνεχώς και αργότερο. Καταλάβαινε μόνο πως συνέχιζε να δουλεύει, όπως και τα μάτια του που έμεναν καρφωμένα στην ανατολή, πάνω από τον τρούλο του Αϊ Γιώργη και περίμεναν ανυπόμονα.

   Ξάφνου, καθώς το βλέμμα του είχε θολώσει αρκετά από το κρύο, ένα άστρο του φάνηκε σαν να κουνιόταν λίγο. Ναι, ναι!, ένα άστρο είχε ξεκολλήσει από τον ουρανό και πλησίαζε προς την ταράτσα με μεγάλη ταχύτητα. Καθώς σίμωνε γινόταν όλο και πιό μεγάλο, όλο και πιό φωτεινό! Σε βαθμό που τον θάμπωνε. Ο Αρούλης μισόκλεισε τα μάτια γιά ν’ αντέξουν το εκτυφλωτικό φως. Όταν μπόρεσε να διακρίνει καθαρά πάλι και είδε ένα μεγάλο έλκηθρο να κατεβαίνει στην ταράτσα. Δώδεκα τεράστιοι τάρανδοι, με δυνατά στήθη και μεγάλα επιβλητικά κέρατα, σαν βασιλικά στέμματα, στο κεφάλι, ξεφυσώντας σαν ατμομηχανές το προσγείωσαν σαν πούπουλο μπροστά του. Ένα έλκηθρο γεμάτο κουτιά τυλιγμένα με πολύχρωμα χαρτιά και δεμένα με παρδαλές γιορταστικές κορδέλες! Ακριβώς όπως το περιέγραφε στις αφηγήσεις της η θεία Μαρία!

   Μόλις προσγειώθηκε το έλκηθρο -Ω’, Θεέ μου- πρόβαλε μέσα από τους σωρούς των δώρων, ο Άγιος Βασίλης! Ο ίδιος, αυτοπροσώπως, με το ίδιο γλυκό καλόκαρδο γέλιο, ακριβώς όπως στις περιγραφές και τις φωτογραφίες που ήξερε ο Αρούλης από τις εφημερίδες! Ο Άγιος πλησίασε, τον πήρε αγκαλιά, του χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά, ζεσταίνοντας με το χοντρό μάλλινο γάντι του το παγωμένο του πρόσωπο και είπε αργά, με τη βαριά του φωνή.

   - Αρούλη, είσαι ένα πολύ καλό παιδί. Το πιό καλό παιδί του κόσμου! Αυτό που έκανες γιά μένα, ποτέ κανένα άλλο παιδάκι δεν σκέφτηκε και δεν τόλμησε να κάνει μέχρι σήμερα!

                Τον φίλησε στοργικά στο μέτωπο και τον τύλιξε απαλά με τη    φλοκάτη,   μαζί   και    το  μεγάλο,   ολοστρόγγυλο, καλοφουσκωμένο   και γυαλιστερό τόπι που έβαλε στην  αγκαλιά του. Ένα μεγάλο άσπρο τόπι με ωραίες κόκκινες  και  μπλε βούλες! Ο Αρούλης έκλεισε τα  μάτια  τρισευτυχισμένος! Δεν ένιωθε πιά κανένα κρύο. Μιά γλυκιά ζέστη τον είχε αγκαλιάσει ολόκληρο.

*

   Όταν ξύπνησε, ίσως το άλλο πρωί, ίσως το παρ’ άλλο, ίσως πολλά πρωινά μετά, δεν έχει σημασία, βρισκόταν σ’ ένα λευκό δωμάτιο, κουκουλωμένος σ’ ένα άσπρο κρεβάτι όπου πάνω και γύρω του κρέμονταν διάφορα σωληνάκια. Η μητέρα, με πρόσωπο σφιγμένο και την αναστάτωση ζωγραφισμένη επάνω του, καθόταν σε μιά καρέκλα δίπλα του κι η θεία Μαρία, όρθια στο κάτω μέρος του κρεβατιού, τον σταύρωνε από απόσταση. Τα πόδια και τα χέρια του ήσαν τυλιγμένα με άσπρους επιδέσμους και δίπλα, σ’ ένα ψηλό λευκό κομοδίνο, το μεγάλο, ολοστρόγγυλο και καλοφουσκωμένο άσπρο τόπι, με τις μεγάλες κόκκινες και μπλε βούλες! Το τόπι που του έφερε ο αγαπημένος φίλος των καλών παιδιών, ο Άγιος Βασίλης! Ο Αρούλης ξανάκλεισε πάλι τα μάτια γιά να ζήσει στα μικρά του όνειρα, το μεγάλο όνειρο της μικρής του ζωούλας. Ένα πλατύ χαμόγελο ευδαιμονίας σφράγιζε το πρόσωπό του και δεν αισθανόταν πλέον κανένα πόνο στο σώμα, ούτε έβλεπε τα δάκρυα στα μάτια της μητέρας και της θείας του, καθώς έπαιζε «δίτερμα» στον ουρανό με τους αγγέλους!   

   Εννοείται με το μεγάλο άσπρο τόπι που του έφερε, πρωτοχρονιάτικο δώρο, ο αγαπημένος του Άγιος Βασίλης. Ο αγαπημένος Άγιος όλων των φρόνιμων μικρών και των αγαθών μεγάλων. Ο Άγιος των δώρων και της ελπίδας, αυτής που προσδοκούμε και σήμερα, περισσότερο από ποτέ.

 

ΤΕΛΟΣ

 

   Αφιερωμένο στον μικρό εγγονό μου Αριστείδη και χαρισμένο σε όλα τα παιδιά του κόσμου, μεγάλα και μικρά, που εξακολουθούν να κάνουν όνειρα και, κυρίως, να τα κυνηγούν, πιστεύοντας σ’ αυτά, ξεπερνώντας τα όρια.   

  Και σαν επιστέγασμα -γιά πρώτη φορά εξομολογούμενο- η πιό πάνω ιστορία, είναι απολύτως αληθινή και την έζησε "κάποιος", κάποτε, στον συγκεκριμμένο τόπο....

                                                                                                                  

                                                                                                                                             

 


Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Εξοχικό Τσίπρα. Αφέλειες, κουτοπονηριές και αλήθειες.

 Μετά λόγου γνώσεως, λόγω επαγγελματικής αρμοδιότητος.


  Προκαλεί κατάπληξη το γεγονός ότι το συριζαρέικο αριστερολόι θεωρεί το σύνολον του ελληνικού λαού ως απ' ευθείας προερχόμενο από τη φυλή των... Βασιβουζούκων! Αλλιώς δεν εξηγούνται όλες αυτές οι θορυβώδεις και υπερβλακώδεις αντιπολιτευτικές κορώνες, π.χ. του πνευματικά μειονεκτικού εκπροσώπου Τύπου, που διαθέτει απολύτως ταυτόσημα χαρακτηριστικά με τον φίλο του "Παιδιού-Φάντασμα", τον κατά τα άλλα συμπαθέστατο Σπίθα, ο οποίος... απεφάνθη σοβαρότατα με τα εξής ακαταλαβίστικα: «Το εμβόλιο αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο στην μάχη κατά της πανδημίας -όχι άλλοθι γιά την μη στήριξη του συστήματος υγείας. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μιλούσε γιά 2 εκατομμύρια εμβόλια μέσα στον Γενάρη. Χθες ανακοίνωσε ότι τελικά θα είναι μόλις 300 χιλιάδες. Η επιμονή της κυβέρνησης να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες γιά την υγεία είναι εγκληματική. Τα περιοριστικά μέτρα δεν αρκούν». Και υπονοεί ο αφιλότιμος -προφανώς- πως η κυβέρνηση μείωσε από μόνη της τα εμβόλια -ενώ το πλήθος τους αποτελεί μέρος της ευρωπαϊκής πολιτικής- και, επίσης, πως αυτό το έκανε μειώνοντας τις δαπάνες γιά την υγεία, ενώ κι αυτές είναι κοινοτικές, με το εμβόλιο να διανέμεται στους πολίτες δωρεάν. 

   Πολλά θα μπορούσε να αντιτάξει ένας μετρημένος και σώφρων πολίτης αν έπαιρνε στα σοβαρά αυτόν τον αφιονισμένον εσμό, που γλυκαμένος από τα 4,5 χρόνια εξουσίας δεν μπορεί να συνηθίσει και χωνέψει, με τίποτα, πως... "όνειρο ήταν και πάει"! Εφ' ω και αναλίσκονται, ματαιοπονώντας, σε ανούσιες αλλά πομπώδεις και οξύτατες σαχλοεπιθέσεις κατά της Κυβερνήσεως, προσπαθώντας να κινητοποιηθούν μαζικά αντικυβερνητικά γιουρούσια. Και η προσπάθειά τους αυτή είναι γεμάτη από ψέμματα, υπερβολές και ανακρίβειες.

   Ανέκαθεν πίστευα στο γνωμικό... "εξ όνυχος τον λέοντα" και ως εκ τούτου διαμόρφωνα ανάλογα γνώμη γιά τον όποιον "λέοντα", ή όποιον... "λαγωόν" είχα απέναντί μου. Και ιδού ένα καλό δείγμα σοβαρότητος και αξιοπιστίας γιά το επιπόλαιο "μειράκιον" της πολιτικής που θέλει να επανέλθει... "δημήτριος" στην εξουσία όπως -προφανώς- θα έλεγαν οι "εξόχου μορφώσεως" επιτελείς του (π.χ. ο..."επιδειξίας" Μητσοτάκης εκείνου του απίθανου θηλυκού που επέμενε κιόλας με πείσμα!).

   Ο λόγος γιά το περίφημο εξοχικό που νοίκιασε ο Τσίπρας στη Λαυρεωτική. Παρακάμπτω όλη την αναπτυχθείσα φιλολογία και στέκομαι -ως αδιάψευστο μάρτυρα σοβαρότητος και αξιοπιστίας- στη δική του δήλωση, σχετικώς με την οικία. Είπε ο αναξιοπιστότερος των Ελλήνων, που ζητεί την ψήφο και την εμπιστοσύνη μας γιά να μας... ξανακυβερνήσει: "Πρόκειται γιά μικρό ισόγειο σπίτι 71 μ2, με 71 μ2 υπόγειο"!!! Όμως το περί ου ο λόγος κτίσμα είναι αυτό που βλέπεται στη φωτογραφία!! Μπορεί, λοιπόν, να διανοηθεί και το αφελέστερο αριστερό φανατικό χαϊβάνι πως αυτό που βλέπει δεν είναι ένα κανονικό διώροφο σπίτι, αλλά... ισόγειο με υπόγειο, όπως λέει ο θρασύτατος Πινόκιο;

   Και τώρα θα σας εξηγήσω σε ποιά τυπική ιδιαιτερότητα κολλάει το κουτοπόνηρο θράσος του, προκειμένου να πλασσάρει τη φραστική του ταχυδακτυλουργία. Στην πολεοδομική νομοθεσία και τη μορφολογία του εδάφους, το οποίο κατηφορίζει με κλίση προς τη θάλασσα. Η είσοδος βρίσκεται στην πάνω μεριά, όπου -πιθανότατα- τμήμα του κάτω ορόφου να βρίσκεται βυθισμένο περισσότερο του 1.00 μ. υπό το φυσικό έδαφος, οπότε, πολεοδομικώς, χαρακτηρίζεται μεν ως "υπόγειον", αλλά επειδή με τεχνητή διαμόρφωση του οικοπέδου ολόκληρη η οικοδομή προκύπτει κυρίας χρήσεως -όπως οφθαλμοφανέστατα φαίνεται- όλοι οι χώροι της μετρούν στον Συντελεστή Δομήσεως. Άρα τα 71 μ2... "ψαχνό" είναι 142 μ2. Και τούτο, αν δεν υπάρχουν και άλλες υπερβάσεις της αδείας -πράγμα συνηθέστατο στα παραθαλάσσια εξοχικά- που θα "αυγάτιζαν" τα τετραγωνικά μέτρα. Οπότε ο τύπος και όλη η συμμορία του, γιά άλλη μία φορά προσπάθησαν να εξαπατήσουν τον ελληνικό λαό, εμφανίζοντας μία κανονική εξοχική βίλλα ως... λαϊκό "σπιτάκι"! 

   Και το άκρον άωτον της βλακείας -αυτών που τον πιστεύουν, γιατί ο ίδιος γνωρίζει την αλήθεια- είναι ο έωλος αντιπερισπασμός να ζητήσει το ενοίκιον του σπιτιού του... Μητσοτάκη στον Λυκαβηττό!!! Βεβαίως, ο αρχηγός της ΝΔ δεν δηλώνει ενοίκιο, και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού το σπίτι είναι... δικό του!

   Αριστερές ανοησίες, ή αριστερές αθλιότητες, ή... και τα δύο μαζί. Κατόπιν όλων αυτών -και τόσων άλλων που δεν αναφέρω- υπάρχει άραγε λογικός και υπεύθυνος άνθρωπος που εμπιστεύεται τους συριζαρέους σαν πιθανούς κυβερνήτες της χώρας; Πλην της ανεύθυνης πλέμπας και της μηδενιστικής μούργας που διαθέτει η χώρα, είμαι σίγουρος πως όχι.



Σατανικές συμπτώσεις και μαύρο χιούμορ!

 Και, καλού-κακού, φτύνοντας τον κόρφο μου!

    Πριν καταπιαστώ με την παραμελημένη -λόγω ειδικών συνθηκών-  καθημερινότητα και τα ανεγκέφαλα συριζαρέικα χαϊβάνια, θέλω να κλείσω την προσωπική ιατρική μου περιπέτεια με μία διαβολική διαπίστωση που μπορεί να δημιουργήσει μακάβριους συνειρμούς στους προληπτικούς ασθενείς και να διασκεδάσει τους παρατηρητικούς χιουμορίστες.

   Επέλεξα και εγχειρίστηκα -δύο φορές σε μία εβδομάδα- σε ιδιωτική κλινική των Δυτικών προαστίων, από όσες μου πρότεινε ο γιατρός μου,  γιά ειδικούς λόγους. Την πρώτη η παραμονή μου εκεί ήταν γιά 5-6 ώρες. Προσερχόμενος παρκάρισα σχεδόν μπροστά στην κεντρική είσοδο και όταν -μετά το πέρας της διαδικασίας και την διάλυση της ναρκωτικής «μέθης»-  ξεκίνησα γιά το σπίτι διαπίστωσα πως  η πρώτη κάθετος στον δρόμο της κλινικής λεγόταν... «οδός Αγίου Πέτρου»!! Εννοείται πως ξεκαρδίστηκα στα γέλια γιά τη διαβολικότητα των συμπτώσεων που, καμμιά φορά, μας σκαρώνει η ζωή γιά να μας περιπαίξει διασκεδάζοντας η ίδια.

   Στο μεσοδιάστημα, μέχρι τη δεύτερη επέμβαση, πρόλαβε να φωλιάσει μέσα μου μιά αδιόρατη ανησυχία -έτσι τόσο λίγο, όσο πατάει η γάτα- μιά εικόνα και το πώς θα έπρεπε να αντιδράσω. Με οραματίστηκα, όταν θα ξυπνούσα από την μεγάλη νάρκωση που επέβαλε η δεύτερη δοκιμασία, να αντικρίζω έναν σεβάσμιο γέροντα με άσπρη χλαμύδα, φωτοστέφανο και μακριά λευκή γενειάδα. Και εσπευσμένα βάλθηκα να συγκεντρώνω όλα εκείνα τα... «πιστοποιητικά» που θα μου εξασφάλιζαν το απολογητικό λογύδριο το οποίο θα επέτρεπε την είσοδό μου στους χώρους δικαιοδοσίας του. Δυστυχώς, αναλογιζόμενος και κάποια άλλα... «πεπραγμένα», έμεινα με τελική διαπίστωση πως μάλλον θα με έστελνε στο... απέναντι μαγαζί. Γι’ αυτό και επέστησα αυστηρά στον ανέκφραστο αναισθησιολόγο -που έσκασε στα γέλια όταν του εξήγησα αυτά που δεν είχε ποτέ παρατηρήσει- να προσέξει ιδιαιτέρως τη... «δόση», προκειμένου να προλάβω να ρεφάρω, επί γης, το ποινικό ισοζύγιο της  ψυχής μου. Κάτι που προφανώς και έγινε!

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Τσά!!!


Αρκετά ταλαιπωρημένος, κουρασμένος και επηρεασμένος από αλλεπάλληλες ναρκώσεις... ξαναγυρίζω, με κάποια λόγια του μεγάλου Ν. Καζαντζάκη να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου:
"Θέ μου, μη δίνεις στον Άνθρωπο όσα μπορεί ν' αντέξει".
Από αύριο... περισσότερα. 

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

Θα τα ξαναπούμε σύντομα... Πιστεύω!

Και γιά να τελειώνουμε με την αριστερή μικρομυαλιά και την στενόκαρδη κουτοπονηριά...

                                     - Όταν ξαναπάρουμε την εξουσία, θα τα...ούμε, δηλαδής!

   Επειδή προσωπική ταλαιπωρία από επανεμφανιζόμενο πρόβλημα, πιθανόν να με κρατήσει μακράν της επικοινωνίας μας γιά άγνωστο -σήμερα- διάστημα, συνοψίζω σε μιά λακωνική διαπίστωση -ως σύσταση, παρακαταθήκη και παρότρυνση μακράς διαρκείας- τα κάτωθι:

   -Όσοι αντιπολιτευόμενοι στριφογυρίζουν μεμψιμοιρώντας, μουρμουρίζοντας, βυζαντινολογώντας, ομφαλοσκοπώντας και... «στριφοκλιώντας», ας αναλογιστούν πως η μόνη εναλλακτική λύση που διαθέτει σήμερα ή χώρα είναι μία και εμπεριέχει δύο πρόσωπα: Τσίπρας και Πολάκης! Αν αυτό το δίδυμο, πέρα από ιδεοπολιτικές αντιλήψεις, τους ικανοποιεί, το προτιμούν και το εμπιστεύονται περισσότερο από Μητσοτάκη και Κικίλια, τότε ας  συνεχίσουν να σκέπτονται και να λειτουργούν με ό,τι κατεβάζει η γκλάβα τους. Αλλιώς, ας σιωπήσουν. Ας κάνουν υπομονή, ας κάνουν το εμβόλιο -προστατεύοντας εαυτούς και αλλήλους- και όταν περάσει το... «κουκούνι», που λέει ο εκλεκτός τους  «κουρ... μαγκας», τα ξαναλέμε!  Καληνύχτα...

 

 

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Αριστερόστροφες εθνικές επέτειοι.

 Ηρωισμοί... "μαϊμού" και γιαλαντζί ήρωες.

              Τελικά, μόνο ο covid θα μας σώσει από δαύτους!

   Οπωσδήποτε ο Θάνατος είναι ένα κακό γεγονός, αφού τερματίζει τη Ζωή. Και γίνεται οδυνηρός όταν "φεύγουν" νέοι άνθρωποι  και ας λένε κάτι ραμολιμέντα, σαν τον Τσόκλη, τα δικά τους. Ειδικά, όταν αυτός επέρχεται από ηλίθιους πολιτικούς φανατισμούς είναι τραγικός, άδικος και εγκληματικός.

   Η πολιτική μας Ιστορία βρίθει από τέτοιους θανάτους που οφείλονται σε βλακώδεις φανατικές ενέργειες. Ένθεν, κακείθεν. Ενδεικτικά -στέλνοντας τη μνήμη όσο μπορώ πιό πίσω- αναφέρω κάποια ονόματα: Πέτρουλας, Τεμπονέρας, Καλτεζάς, Γρηγορόπουλος, Φύσσας και "Ζακλίν" από τη μία πλευρά και Μπακογιάννης, Γεωργακόπουλος, Αξαρλιάν, η κυοφορούσα Παπαθανασοπούλου, Τσάκαλης, Ζούλια, (στη Μαρφίν) και Καπελώνης, Φουντούλης, (οι χρυσαυγίτες στο Ν. Ηράκλειο), από την άλλη.

   Αξιοπερίεργο πως όλοι οι δολοφόνοι των πρώτων συνελήφθησαν και δικάστηκαν, ενώ οι δολοφόνοι των άλλων -αριστεράντζες εκλεκτοί- ούτε καν βρέθηκαν ποτέ, πλην της περιπτώσεως Μπακογιάννη με την 17 Νοέμβρη.

  Όμως το βλακώδες της υπόθεσης είναι ο χαρακτηρισμός των αριστερών θυμάτων ως... "ηρώων"! Με συνέπεια την αντιμετώπισή τους αναλόγως. Μνημεία, λόγοι, επέτειοι, δρόμοι, πλατείες, διαδηλώσεις, ταρατατζούμ, φανατισμοί, μπάχαλα και τα σχετικά. Γιά τους μή αριστερούς... μούγκα!

   Κατανοώ πλήρως την αγωνιώδη και απελπισμένη προσπάθεια της αριστεράς να αποκτήσει... "ήρωες", που θα προβάλει, θα τιμά, θα προσκυνά και θα... εμπνέεται, αλλά -τουλάχιστον- αυτοί οι "ήρωες"... ας έχουν κάνει και κάτι στοιχειωδώς... ηρωικό! Η ληστεία κοσμηματοπωλείου -περίπτωση "Ζακλίν"- κάθε άλλο παρά ηρωισμό δείχνει. Ούτε ο Φύσσας που σκοτώθηκε σε καυγά συνιστά υπόδειγμα ήρωος. Οπωσδήποτε ο θάνατος όλων των πιό πάνω -άλλοι αθώοι, άλλοι πήγαιναν γυρεύοντας- μπορεί, εκτός της θλίψεως, να προκαλέσει αγανάκτηση, όμως ούτε ο Γρηγορόπουλος -θύμα ηλίθιου αστυνομικού με "μπασκινέικα" χαρακτηριστικά- ούτε ο Αξαρλιάν που έφαγε μιά τζαμαρία κατακούτελα, ούτε τα παιδιά στο Ν. Ηράκλειο -που θα μπορούσαν να περιμένουν αμέριμνοι το λεωφορείο, που λέει ο λόγος- θα πρέπει να χαρακτηριστούν... "ήρωες"! Και οι μεν οικείοι των... "δεξιών" κλαίνε βουβά τα παιδιά τους, το δε αριστερολόι -σύσσωμο- φτιάχνει γιαλαντζί "επετείους" με ψεύτικα ινδάλματα στην ίδια λογική της χρεωκοπημένης τους ιδεολογίας και της άρνησης αποδοχής της κατάρρευσης όλων των προγούμενων ψευδεπίγραφων ειδώλων τους.

   Και κλείνω με ένα ερώτημα: Είναι άραγε τυχαίο γεγονός πως τα Χανιά -η σφηκοφωλιά του Βεληγκέκα Πολάκη- τα πήρε τόσο πολύ ο πόνος ώστε να "γιορτάσουν" τόσο πολύ δυναμικά τον... Γρηγορόπουλο; 

   Και μία διαπίστωση: Βλέποντας το συνεχιζόμενο κρεσέντο ηλιθιότητος στον τρόπο που οι κουτοπόνηροι της "Κουμουντούρου" κάνουν αντιπολίτευση στον Μητσοτάκη, (τσουρέκι Θεσσαλονίκης, ποδήλατο στην Πάρνηθα, πλαστικά γάντια στα Νοσοκομεία -γειά σου ρε Σοφία Νικολάου που "ξύρισες" τη μουστάκα του κουρ... μαγκα- και άλλες τέτοιες μπούρδες), αντιλαμβάνομαι πλήρως γιατί η ανερμάτιστη αξιωματική αντιπολίτευση, υπό τον εμπνευσμένο σχεδιασμό Καρανίκα και την εμπεριστατωμένη πληροφόρηση από την ευρείας κυκλοφορίας Καρπερή φυλλάδα... "Αυγή", παρουσιάζει συνεχώς -και προϊόντος του χρόνου- σταθερή βελτίωση προς το... χειρότερο! 

    

"ΚΑΡΑΒΙ"

 


Σ’ ένα χαμένο όνειρο,

ξωπίσω του μην τρέχεις.

Κλειστά παραθυρόφυλλα,

που ο άνεμος σβαρνά.

Είναι μάταιο, δεν θ’ ανοίξουν ποτέ.

 

Σαν  καράβι που χάνεται

στα βάθη του ορίζοντα

και τον καπνό του ίσα που αχνοφαίνεται.

Μην προσπαθείς να το  πισωγυρίσεις.

 

Στο κάτω, κάτω τίποτε δεν έχασες.

Δεν γίνεται να χάσεις

κάτι που δεν είχες ποτέ.

Απότοκο σού ’μεινε το όνειρο.

 

Ανάμνηση δροσιάς

και νεανικού μεγαλείου,

που έζησες σαν Θεός

και χάνεις σαν Άνθρωπος.

 

Καταξιωμένος με την πείρα

των ολίγων και εκλεκτών

και μεθυσμένος απ’ το κρασί

των εκλεκτών και ολίγων.

 

Μην κλαις  και μη λυπάσαι,

Ιθάκη δεν υπάρχει  γιά σε.

Ποτέ της δεν υπήρξε,

μήτε και Αμοργός.

 

Λιμάνι δεν θα βρίσκεται ν’ αράξεις

-δεν το χρειάζεσαι άλλωστε-

αφού καράβι δεν υπάρχει

γιά να σε ταξιδέψει.

Δεν υπήρξε ποτέ.

 

Μιά αυταπάτη ήταν της φαντασίας,

που νύχτα σε ταξίδεψε

-κι αυτή βαριεστημένη-

στον κόσμο των ονείρων σου

κι ο νους την  πήρε πίσω την αυγή.

 

Κανένα καράβι

δεν σαλπάρισε  ποτέ,

ούτε αργοσβήνει

στο ηλιόγερμα ο καπνός του.

 

Καράβι δίχως άρμενα,

που σαπίζει στο καρνάγιο,

είσαι συ ο ίδιος.

Καραβοτσακισμένος ο εαυτός σου

κι η απέραντη μοναξιά του.