Ήμουν κι εγώ εκεί!
‘Όταν αποδεχόμουν την πρόσκληση του ανεψιού
μου Πέτρου γιά ολιγοήμερη επίσκεψη στο σπίτι του, στο Λουξεμβούργο, δεν
μπορούσα να φανταστώ τον επίλογο μιάς πολύ ωραίας ταξιδιωτικής εμπειρίας.
Δικαστικός υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ο Πέτρος ζει και εργάζεται
λουόμενος στα νάματα ενός πραγματικά ανώτερου πολιτισμού. Τόσο ως προς τις συνθήκες
εργασίας, όσο και αυτές της καθημερινότητος. Έτσι, ξαφνικά και χωρίς
προετοιμασία, βρέθηκα να... ξεδίνω στο Μεγάλο Δουκάτο, μένοντας σ’ ένα κομψό,
άνετο, καλοεπιπλωμένο και καλοδιακοσμημένο διαμέρισμα, δίπλα σ’ ένα υπέροχο
πάρκο -Παρκ ντε Μερλ- και κυκλοφορώντας μ’ ένα χάρτη στο χέρι στην ήσυχη και
κυκλοφοριακά... «υπανάπτυκτη» πρωτεύουσά του. Η χρόνια καταπίεσή μου από
διάφορα δυσμενή και αξεπέραστα γεγονότα -με κορύφωση την απώλεια της συζύγου
μου Άλκης- είχαν καταστήσει μιά μικρή φυγή -εκτονωτική και ανασυγκροτική-
απολύτως αναγκαία. Η αποδοχή της προσκλήσεως Πέτρου ήταν το καλύτερο φάρμακο
γιά την περίπτωση. Ένα μικρό ταξίδι, οργανωμένο βιαστικά και αιφνιδιαστικά από
το τίποτα, με προορισμό το... πουθενά.
Χωρίς ταξιδιωτική ατζέντα και με αμφίβολα, ως προς το σκοπούμενο, αποτελέσματα.
Το τελευταίο, λοιπόν, Σάββατο του Ιουλίου, μεσημεράκι, προσγειώθηκα στο Μεγάλο
-στα λόγια και σπιθαμιαίο στην έκταση- Δουκάτο, αφήνοντας πίσω μου -φευ
προσωρινά- την άθλια ελληνική πραγματικότητα, που ο ζόφος των τελευταίων
γεγονότων και την απώλεια τόσων ψυχών, την έκαναν πιό μελαγχολική, πιό ασφυκτική και
πιό αποτρόπαιη.
Τα Σαββατοκύριακα της σχόλης του Πέτρου
τριγυρίσαμε -σε ακτίνα περί τα 100 χλμ από την πόλη- σε μέρη άλλα γνωστά από
ταξίδια της παλιάς καλής εποχής με εικόνες ανασυρμένες αχνές απ’ τα βάθη της μνήμης
και ξανασερβιρισμένες φτιασιδωμένες από την πατίνα του χρόνου και άλλα άγνωστα.
Όλα γοητευτικά και ενδιαφέροντα. Παμπάλαιες πόλεις που φυτεύτηκαν» το μεσαίωνα
-ή και πριν απ΄ αυτόν- όπως η ρωμαϊκή Τρίερ, (η αρχαία Αουγκούστα Τρεβερόρουμ),
με την αίθουσα θρόνου του Μεγ.
Κωνσταντίνου και άλλα ρωμαϊκά κατάλοιπα, που διατηρούν σε σημαντικό βαθμό την αρχική,
αυθεντική μορφή τους. Είδαμε εντυπωσιακά οικοδομήματα των παλαιών εποχών,
αιώνων και ρυθμών, αμόλυντα από βέβηλα χέρια και άθικτα από το σαράκι του
χρόνου, κυρίως ναούς, κάστρα και παλάτια, σπαρμένα στο Σεντάν, το Μετς, το
Νανσύ, αλλά και σε μικρότερες πόλεις. Είδαμε καταπράσινα τοπία με απέραντους
αμπελώνες και καλαμπόκια ή βοσκοτόπια κοπαδιών ράθυμων αγελάδων. Μικρά και
μεγάλα ποτάμια, αλλά και πάρα πολλά θέατρα ιστορικών πολεμικών επεισοδίων των
δύο τελευταίων Παγκοσμίων Πολέμων, αφού οι παλαιότερες συρράξεις τοπικής κλίμακος
εξαφανίστηκαν κάτω από τους τόνους αίματος των εκατομμυρίων νεκρών και του παγκοσμίου
ενδιαφέροντος που μονοπώλησαν οι δύο μεγάλοι πόλεμοι. Μετά απ’ αυτούς, μόνο οι
ειδικοί ιστορικοί ερευνητές απέμειναν ν’ ασχολούνται με τα πολεμικά καμώματα και
τις «κοκορομαχίες» του Δούκα Τάδε με τον Κόμη Δείνα.
Όλες αυτές οι εικόνες, ιδωμένες από
σμιλεμένο πλέον μάτι -ένεκα ταξιδιωτικής εμπειρίας και χρόνου- αξιολογήθηκαν λόγω πείρας και γνώσης και
«φρεσκαρίστηκαν» αποκτώντας νέο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ένας καιρός που θύμιζε
πιότερο ζεστό μεσογειακό καλοκαίρι παρά ψυχρή
κεντρική Ευρώπη και ένας λαμπρός ήλιος, που έλουζε με φως τους απέραντους
αμπελώνες που η σχετική έλλειψη τωρινών, εποχιακών, βροχοπτώσεων θα ζαχάρωνε
τον καρπό τους και θα έκανε τους αμπελουργούς να τρίβουν ικανοποιημένοι τα
χέρια, έκανε μαζί και τα νερά των πολλών ποταμών, παραποτάμων και ποταμακίων της
περιοχής να λαμπυρίζουν έντονα.
Σ’ αυτήν την ακτίνα των 100 χλμ, καταφέραμε
να χωρέσουμε στις επισκέψεις μας παραμυθένιες και γαλήνιες περιοχές τεσσάρων
χωρών -Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία- όπου κάποτε η έχθρα, το μίσος
και η πολεμική λύσσα ξεχείλιζε και τα βαριά συρματοπλέγματα χάραζαν αυστηρά και
απαραβίαστα σύνορα. Σήμερα τα διαβαίνεις όπως περνάς αυτά της Αττικής με τη Βοιωτία
και την Εύβοια, και το αίμα που έρεε κάποτε εδώ, κοκκινίζοντας τα νερά του Μεύση, του Μοζέλα, του Σαμουά και
τόσων άλλων ποταμών, τώρα έχει αντικατασταθεί από σαμπάνιες και άφθονες ποικιλίες
κόκκινων κρασιών, που ρέουν -ειρηνικά
και ευφρόσυνα- στα πολυφυλετικά μιλιούνια θαμώνες που κατακλύζουν τα μικρά εστιατόρια, που είναι
εγκατεσπαρμένα στις ποτάμιες όχθες, ή τις κεντρικές πλατείες πόλεων και χωριών.
Περιπλεύσαμε τους λόφους των Αρδεννών, όπου
ο Γκουντέριαν επιχείρησε -μάταια- να
γυρίσει τον ρου του πολέμου και ν’ αλλάξει τη μοίρα της Γερμανίας στον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο, πλησιάσαμε τα λείψανα της πομπώδους και αποδειχθείσης,
τελικά, πανηγυρικά άχρηστης γραμμής Μαζινό, την οποία οι Γερμανοί ντριπλάρισαν,
άνετα και γιά πλάκα, κάνοντας τους Γάλλους να παραδοθούν υπερφαλαγγισμένοι,
σχεδόν αμαχητί και... έκπληκτοι! Στη μνήμη μας τρεμόπαιξαν ιστορικές εικόνες,
π.χ. της «αγγελοκρουσμένης» παρθένας της Λωρραίνης, της Ζαν ντ’ Αρκ, των
ηρωικών νεκρών του Βερντέν και στο νου μας αναβίωσε η φρίκη, καθώς
επισκεφτήκαμε το γερμανικό νεκροταφείο του και διαβάσαμε, σποραδικά στους
σταυρούς των, ανά τετράδες, πεσόντων μαχητών, ονόματα κάποιων 16/χρονων και
17/χρονων πιτσιρίκων-στρατιωτών, που το πείσμα, η μανία κι η τρέλα του Χίτλερ
τα έστειλε, αμούστακα μειράκια ακόμη, στο Χάρο, αρνούμενος να αποδεχθεί το οριστικό
γέρσιμο της πολεμικής παλάντζας. Από την άλλη -ως αντίβαρο- η εικόνα του μικρού
ποταμόπλοιου, του «Μαρί Αστρίντ», πάνω στο οποίο -στο μικρό χωριουδάκι του
Σένγκεν- στις 14 Ιουνίου 1985 υπεγράφη από 5 χώρες, (Γαλλία, Γερμανία,
Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Ολλανδία), η «μαγιά» μιάς από τις ιστορικότερες σύγχρονες
Συνθήκες, που επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων σ’ αυτές. Αργότερα, σε
διάφορες ημερομηνίες, προσχώρησαν σ’ αυτήν πολλά κράτη μέλη της ΕΕ -μεταξύ
αυτών και η δική μας- αλλά και χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Π.χ. Ισλανδία,
Νορβηγία, Ελβετία, Λιχτεστάιν. Σκέψου, τώρα, οι άσπονδοι εχθροί του 1945, να
μπαινοβγαίνουν ελεύθερα - ο ένας στην χώρα του άλλου- μόλις 50 χρόνια μετά! (Η
Συνθήκη άρχισε να ισχύει από το Μάρτιο του 1995).
Ρωμανικός ναός Αγίου Παυλίνου. Νανσύ |
Από τα πιό εντυπωσιακά νεότερα ταξιδιωτικά
μου αποκτήματα, η αίθουσα του θρόνου του Μεγ. Κωνσταντίνου στη ρωμαϊκή...
Τρίερ, κάπου στις αρχές του 4ου μ. Χ. αιώνα, ο ρωμανικού ρυθμού ναός
του Αγίου Παυλίνου, (17ος -18ος αιών), στην ίδια πόλη και μιά εντυπωσιακή
παράσταση «Ήχος και Φως», στην καταπληκτική πλατεία Στανισλάς του Νανσύ. Πόλεως
που -μεταξύ άλλων- δοξάστηκε και από τον περίφημο και πολυπράγμονα καλλιτέχνη Εμίλ
Γκαλλέ, με τα στυλ καμέο γυαλιά πολλαπλής απόχρωσης που δημιούργησε, μιμούμενος
και από τον, επίσης διάσημο συμπατριώτη ανταγωνιστή του, τον Ντώμ.
Τις ώρες της... μοναξιάς μου -αφού ο Πέτρος
εργαζόταν- τις αφιέρωνα στα κοντινά αξιοθέατα, π.χ. Παλάτι του Μεγ. Δούκα, το Μουσείο
Ιστορίας και Τέχνης, όπου με εντυπωσίασε μιά νεκρή φύση Ούγγρου ζωγράφου, του
Μίχαλυ Μούνκατσι, γιά τον οποίον άκουγα πολλά, αλλά δεν μπόρεσα να πετύχω ένα
έργο του εκτός Ουγγαρίας. Κι αυτό έγινε στο Λουξεμβούργο! Η μεσημεριανή μου
πείνα «θεραπευόταν» συνήθως σε ένα κινέζικο εστιατόριο, το «Φου-Λου-Σου», όπου
με εντυπωσίασε η αυθεντικότητα και ποιότητα των αντικειμένων που το στόλιζαν,
περισσότερο από το κινέζικο φαγητό του. Γιά την ακρίβεια, διάλεγα πάντα την
αγαπημένη μου ταϋλανδέζικη σούπα, την «τομ-γιάμ-κουνγκ»! Μιά αρωματική
γαριδόσουπα πρώτης γραμμής.
Την ημέρα της επιστροφής, το σχέδιο
προέβλεπε πολύ πρωινή και σύντομη πτήση γιά Φρανκφούρτη και απ’ εκεί -όντως
πολύ σφιχτή- άμεση ανταπόκριση γιά Αθήνα. Η πρώτη πτήση έγινε κανονικά και στην
ώρα της -όλα ωραία και καλά- και αποχαιρέτησα το Μεγάλο Δουκάτο ήρεμος, κεφάτος
και με ωραίες εντυπώσεις συμποσούμενες σε δύο λέξεις: «Πολιτισμός και Αξιοπρέπεια». Όμως εντελώς ξαφνικά και απροσδόκητα, ήρθε η γκίνια και έφερε την
καταστροφή!!! Φθάνοντας στην Φρανκφούρτη
διαπίστωσα την τεράστια απόσταση που χώριζε τις δύο πύλες. Αυτή που ήρθα κι
αυτήν που θα έφευγα. Ένα βαρύ τροχαδάκι -κάπως σαν του αλησμόνητου παλαίμαχου
μαραθωνοδρόμου Βαρτζάκη- με έφερε με την
ψυχή, και τον πρωινό καφέ, στο στόμα, στην άλλη άκρη της πτέρυγος Α, όπου θα
γινόταν η επιβίβαση γιά Αθήνα. Έφτασα με -ακριβώς- δύο λεπτά καθυστέρηση.
-«Τhe flight is closed»! Μου ανακοίνωσε με βαριά
αγγλική προφορά η χοντρογερμαναρού στο οικείο γκισέ της Λουφτχάνσα, που μου
φάνηκε σαν τον μυθικό Κέρβερο του Άδη, με αντίστροφες όμως αρμοδιότητες. Δεν με
άφηνε να μπω, όχι να βγω.
-«Μα νάτο το αεροπλάνο, το βλέπω», τόλμησα. Δείχνοντας
το αεροπλάνο με την φυσούνα κολλημένη ακόμη πάνω του, ούτε δέκα μέτρα μακριά
μου.
-«Είπα έκλεισε», μου ξέκοψε και κατάλαβα πως
με τους Γερμανούς η επιμονή θα ήταν μάταιη. Με αργότερη σκέψη έβγαλα το
συμπέρασμα πως αιτία της αποτυχίας ήταν η αποσκευή μου και όχι εγώ. Οι βαλίτσες
κατανέμονται δυσκολότερα και πιό χρονοβόρα από τους ταξιδιώτες. Οπότε... ρίξε
τον «μ... α» στην επόμενη πτήση κι άσ’ τον να χαζεύει στο τράνζιτ.
-«Μικρό το κακό» -σκέφτηκα- πήρα την νέα
κάρτα επιβίβασης γιά την νέα μου πτήση, που προγραμματιζόταν στις 13.45΄, μαζί με
τις συγγνώμες της εταιρείας κι ένα voucher 7
ευρώ γιά ότι φάω οπουδήποτε. Μερίμνησα γιά την αποστολή της βαλίτσας μου και το
’ριξα στις βόλτες στην απεραντοσύνη του χώρου τράνζιτ.
Κατά το μεσημεράκι, θεωρώντας -λίαν
επιεικώς- μεγάλη απρέπεια να περάσω από Φρανκφούρτη και να μην αρτυθώ με το
πασίγνωστο ντόπιο... wurst -λέγε
με: λουκάνικο-γίγας- κάθισα στριμωγμένος σ’ ένα μικρό εστιατοριάκι του χώρου
αναμονής. Μόλις μάζεψα τα συμπράγαλα κι
ετοιμαζόμουν να αράξω στην νέα πύλη, με ένα δυνατό ποδοβολητό μιά πάνοπλη
διμοιρία polizeiδων πέρασε από μπροστά και έτρεχε προς το άκρο του
διαδρόμου. Πολύ γρήγορα ακολούθησε κι άλλη και σε λίγο κυκλοφόρησε το...
μαντάτο:
-«Όλοι γρήγορα στην έξοδο. Εκκενώστε την
πτέρυγα Α και βγείτε σε ασφαλή χώρο. Υποψία τρομοκρατικής ενέργειας»!
Στην αρχή, μιά μεγάλη, αυθόρμητη αμηχανία,
κατέλαβε το σύμπαν. Αντίδραση εντελώς... «ανθελληνική». Καμμιά βιασύνη, κανείς
πανικός. Τα ρολά όλων των καταστημάτων κατέβηκαν αμέσως και άρχισε η μεγάλη
πορεία προς την έξοδο. Κάποιοι με αργό, άλλοι με πιό γρήγορο βήμα άρχισαν να
κατευθύνονται προς την κεντρική έξοδο, δημιουργώντας βαθμιαία, ένα μεγάλο
ανθρώπινο ποτάμι που συνεχώς μεγάλωνε. Κανείς όμως δεν έβγαινε από τις πλάγιες εξόδους
κινδύνου, ενώ μερικοί ξάπλαραν ατάραχοι στην πολυθρόνα τους.
- «Άσε μας, ρε φίλε, στον πόνο μας. Δεν
φτάνει που ξεροσταλιάζουμε με τις κωλοπτήσεις σας, τώρα μας κάνετε και πλάκα
από πάνω»! Αυτά τα λόγια δεν τα άκουσα, δεν τα είπε κανείς. Τα είδα όμως καθαρά
στα μάτια τους, καθώς άλλαζαν πλευρό
στις αναπαυτικές τους πολυθρόνες. Όμως οι «σεκιουριτάδες» δεν χωράτευαν! Σιγά
και σταθερά «σαλαγούσαν» το κοπάδι και σε κοντά δυό ώρες δεν είχε μείνει ψυχή
στην απέραντη πτέρυγα Α, ενώ από την άλλη οι πολιτσμάνοι «χτένιζαν» και την
τελευταία σπιθαμή του χώρου. Είτε ανοιχτού, είτε κλειστού.
Στο μεταξύ, τα κινητά έσπαγαν και οι φήμες
πηγαινοέρχονταν. Οι συγκλίσεις αυτών μιλούσαν γιά έναν τύπο με παιδί που
παρέκαμψε τις διαδικασίες ελέγχου και... χάθηκε στο πλήθος, κάνοντας τους απρόσεχτους
σεκιουριτάδες να βαρέσουν συναγερμό. Η ιδέα ενός δέματος με μιά βόμβα μέσα,
αφημένη και κρυμμένη κάπου, δεν αποτελούσε και την πλέον ευχάριστη εκδοχή του
περιστατικού. Το μέγα πλήθος με την μεγάλη ανησυχία και το καθόλου πάθος, κάπου
7000 νοματαίοι, συνωστιζόταν περί την είσοδο-έξοδο της πτέρυγας Α. Ο τεράστιος
πίνακας με τις ανακοινώσεις των πτήσεων είχε τρελαθεί και έγραφε κουταμάρες.
Ανακοίνωνε μικροκαθυστερήσεις και έτρεφε ελπίδες φρούδες. Κοντά στις 4 το
απόγευμα η κατάσταση ήταν αφόρητη. Μπροστά στην αποκλεισμένη είσοδο των
διαδρόμων της πτέρυγας Α, και απέναντι στο πλήθος των αστυνομικών ήταν παρατεταγμένο
ένα ήσυχο και κόσμιο -ακόμη- πλήθος. Εκεί είδα και μιά καταπληκτική σκηνή που
δεν θα ξεχάσω ποτέ. Υπάλληλοι του αεροδρομίου έφερναν και μοίραζαν, από τη μέσα
μεριά, κατά χιλιάδες μικρά μπουκάλια νερό τα οποία ο μπροστινός κόσμος τα
έπιανε και με υψωμένα χέρια τα προωθούσε -χέρι, χέρι σκυταλοδρομιακά- προς τα
πίσω, χωρίς καν να στρίψει. Ο κάθε πίσω έπιανε το μπουκάλι από τον μπροστινό
και το άφηνε στον πίσω του, μέχρις αυτό να περάσει στους πιό διψασμένους. Σκηνή
απίθανη, με τα μπουκάλια να ίπτανται σαν... drones!
Όμως το πραγματικό μαρτύριο άρχισε όταν ο
συναγερμός τελείωσε και όλο αυτό το λεφούσι έπρεπε να ξαναπεράσει έλεγχο
ασφαλείας χειραποσκευών και να ξεχυθεί ψάχνοντας γιά την νέα πτήση του. Μάταια όμως,
καθώς όλες είχαν ματαιωθεί και τα μεγάφωνα ζητούσαν ξανανατσεκάρισμα σε νέες, απρογραμμάτιστες ακόμη,
πτήσεις. Οπότε ακολούθησε νέος χαμός,
νέες φήμες, νέα παραπληροφόρηση και οι άπειροι ταξιδιώτες να κυκλοφορούν,
πέρα-δώθε- σαν τα γαλιά. Οι ουρές τεράστιες στα λιγοστά γκισέ τα οποία υπολειτουργούσαν
επανδρωμένα με λίγα μόνο άτομα. Χάος και ανοργανωσιά που θα ζήλευε και ο ημέτερος Σπρίτζης
όταν θέσπισε τα ηλεκτρονικά εισιτήρια, ή ο Μπαρουφάκης με τα πρώτα capital controls, το καλοκαίρι του ‘15.
Μιά καλή ιδέα θα ήταν, τώρα που ο Τόσκας
ξεμπαρκάρησε από την ΣΥΡΙΖΑΝΕΛέητη κυβέρνησή μας να πάει να οργανώσει τους Γερμανούς. Η μαντάμ
Μέρκελ θα πρέπει να το προσέξει αυτό. Τέτοιο τζέρτζελο, τέτοια αναστάτωση του
μεγαλύτερου αεροδρομίου της Ευρώπης -γιά το τίποτε όπως απεδείχθη και από ένα απλό λάθος υπαλλήλου- και χωρίς ν’
ανοίξει ρουθούνι δεν πάει! Δεν στέκει, δεν δένει, δεν γίνεται! Χρειάζεται
επειγόντως έναν... Τόσκα.
Τελικά, η δική μου -προσωπική- περιπέτεια
πήρε τέλος στις 10 το βράδυ μετά από μία εξάωρη εξαντλητική ορθοστασία. Voucher γιά ξενοδοχείο, το Maritime, στην πόλη και voucher γιά μεταφορά, πήγαιν΄- έλα, με ταξί. Τέσσερις ώρες ύπνο, μονορούφι,
και πρωινή πτήση γιά Αθήνα. Πολλοί υπόλοιποι το ξενύχτησαν στο πόδι.
Πάντως, το όνειρό μου να ζήσω -επί τέλους- και μιά αεροπειρατειούλα
-με αίσιο όμως τέλος, (όλα κι όλα!)- γιά μιά ακόμη φορά έμεινε ανικανοποίητο. Τέλος
καλό, όλα καλά!
"Τα είδες όλα!" που λέει κι ο ιδιωματισμός που ακόμα κυκλοφορεί.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΙ ξαναβρέθηκες στο στοιχείο σου, ΚΑΙ έμαθες από πρώτο χέρι τα νέα δεδομένα.
Εμείς που σε ψάχναμε τι να προσθέσουμε; Τι άλλο; Το καλωσόρισμα που έμεινε παροιμιώδες όταν το είπε κι ο αστυνομικός στον Κουφοντίνα όταν παραδόθηκε στην ΓΑΔΑ
"Καλώς'τονε κι ας άργησε!"