Αναρτώ ένα παλιό, μικρό διήγημα κάποιου... "φίλου" μου. Αντίβαρο στην γενικευμένη κακογουστιά και αθλιότητα της σημερινής εποχής. Αυτής των επικειμένων εκλογών
Από μικρό παιδί αγαπούσα τα παλιά πράγματα. Αυτά που, συλλήβδην ονομάζουμε... «αντίκες» και που άλλοι τα λατρεύουν, άλλοι αδιαφορούν γι’ αυτά και άλλοι τα αποστρέφονται, κοιτάζοντας, λέει, μόνο... μπροστά! Στο σύγχρονο και το μοντέρνο. Δεν ξέρω πώς και γιατί μου δημιουργήθηκε αυτή η έλξη για το «παλιό», αλλά συν τω χρόνω μεγάλωνε, δυνάμωνε και πλατείαζε, μέχρις ότου εξελίχτηκε σε συλλεκτική μανία και έγινε τρόπος ζωής.
Τα παλιά αντικείμενα, εκτός από τις ιστορικές μνήμες που κουβαλούσαν, έκρυβαν μέσα τους ευγένεια, «αλήθεια» και γνησιότητα στην ποιότητα υλικού, προσεκτικό και εμπνευσμένο σχεδιασμό στην μορφή και επιδεξιότητα με πολύ μεράκι στην κατασκευή. Γοητευτικά έργα τέχνης, τα οποία, πέραν από την εξυπηρέτηση αναγκών στην χρήση, απαιτούσαν από τους κατόχους τους αντίστοιχη ευγένεια, φινέτσα, υψηλή αισθητική και πολύ καλό γούστο. Παλιά βαριά και σκαλιστά έπιπλα, φίνες πορσελάνες, κρύσταλλα, πίνακες παλαιών ζωγράφων, μπρούτζινα αγάλματα, μικροαντικείμενα και ό,τι... «παλιατζούρα» μου γυάλιζε στο μάτι στα διάφορα ντόπια και διεθνή... «Μοναστηράκια» που σύχναζα, άρχισαν να γεμίζουν το σπίτι και να με περιβάλλουν, θυμίζοντάς μου αυτό που χαρακτηρίζεται ως... «παλιά καλή εποχή», στην οποία -από ανεξήγητη προδιαγραφή και προδιάθεση- θα προτιμούσα να ζω. Αν, μάλιστα, η σύγχρονη τεχνολογία δεν είχε αλλάξει τις συνθήκες υγιεινής στα σπίτια, κάτω από κάθε κρεβάτι θα υπήρχε και ένα ευρύχωρο εμαγιέ... «γιογιό»! Γιά να φανταστείτε πόσο πολύ προχωρούσε η αγάπη μου γιά τις «αντίκες», αρκεί να αναφέρω πως έφτανε μέχρι στο να συμπεριλάβει ακόμη και την πεθερά μου!
Από τα πιό αγαπημένα μου μικρά έπιπλα είναι ένα μικρό, κουκλίστικο, εγγλέζικο καρυδένιο γραφειάκι, ειδικά φτιαγμένο και διαρρυθμισμένο γιά χρήση από γιατρό. Γεμάτο ραφάκια, ειδικά συρταράκια -σαν σέσουλες- γιά χάπια, γιά σύριγγες, γιά μπλοκ συνταγών. Είχε ένα ρολ τοπ κάλυμμα που το ανέβαζες κυλιόμενο κυματιστά σε πλάγιους οδηγούς, σαν ρολό παραθύρου. Και όπως αυτό ανέβαινε, ανέβαιναν μαζί, κρυμμένες στο πίσω μέρος του, μικρές κρυφές μπάρες που σφράγιζαν το άνοιγμα των συρταριών. Και κλειδώνοντας κανείς το ανεβασμένο ρολ τοπ, εξασφάλιζε το... απόρθητο του επίπλου και το απόρρητο του περιεχομένου. Έξυπνος, απλός, κρυφός και αποτελεσματικός μηχανισμός! Γιά να το ανοίξεις, έτσι κι έχανες το κλειδί, θα έπρεπε να του κάνεις ζημιά, σπάζοντας και χαλώντας την λεπτεπίλεπτη κλειδαριά του.
Άλλη προσφιλής μου ενασχόληση, στην συνέχεια της αγοράς των παλιών επίπλων, ήταν η περιοδική συντήρηση αυτών με απλή και εύκολη διαδικασία. Μου την είχε μάθει ένας φίλος συντηρητής και απολάμβανα να κάνω μόνος μου. Φυσικό κερί μέλισσας διαλελυμένο σε νέφτι πεύκου, ένα φαρδύ πινέλο και ένα κομμάτι μάλλινο παχύ ύφασμα ήσαν -όλα κι όλα- τα απαιτούμενα υλικά. Μετά από 3-4 αλλεπάλληλες και κάθετες μεταξύ τους προσεκτικές στρώσεις του διαλύματος στο έπιπλο, ένα παρατεταμένο και επίμονο τρίψιμο -εννοείται αφού στέγνωνε καλά το κέρωμα- «αποθέωνε» την εμφάνισή του. Με τελείως «φευγάτο» το πασαλειμμένο κερί, η εναπομένουσα στιλπνότητα και γυαλάδα αποκάλυπτε μία απίθανης ομορφιάς πατίνα!
Στον τελευταίο... γύρο επανακέρωσης, θέλεις ο πολύς διαθέσιμος χρόνος που είχα, θέλεις η υπομονή της μεγαλύτερης ηλικίας, θέλεις η περισσότερη επιμέλεια, εισχώρησα τυχαία στα άδυτα της ψυχής του γραφείου! Στο βάθος του τελευταίου συρταριού, εκεί που ανέβαινε και σφράγιζε η μπάρα, υπήρχε μικρό κενό, που θα μπορούσε ν’ αποτελέσει ένα είδος κρύπτης. Απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή γιά να την προσέξεις. Βγάζοντας το συρτάρι -σκύβοντας και ακουμπώντας το κεφάλι στο δάπεδο- διέκρινα στο βάθος, πατικωμένο από το ανεβοκατέβασμα της μπάρας και σχεδόν κολλημένο στην ράχη του γραφείου, έναν μικρό φάκελο. Προφανώς, είτε ήταν επίτηδες τοποθετημένος και καλά φυλαγμένος, είτε είχε γλιστρήσει από το πάνω συρτάρι. Τον έβγαλα πολύ προσεκτικά και μέσα... ανακάλυψα ένα διπλωμένο δισέλιδο γράμμα. Τα κιτρινισμένα και ξεθωριασμένα, καλλιγραφικά γράμματα μου κίνησαν την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Με πολύ κόπο και την βοήθεια λεξικού, βάλθηκα να αποκρυπτογραφήσω την επιστολή, που αναπάντεχα έπεσε στα χέρια μου. Ήταν γραμμένη, φυσικά, στην αγγλική γλώσσα:
«My dearest Joan,… άρχιζε το γράμμα...». Στο τέλος της προσπάθειας, και με μάτια πλημμυρισμένα από δάκρυα, κατάφερα -κατασυγκινημένος- να την μεταφράσω ολόκληρη και να την θεωρήσω ως έναν ύμνο και σπονδή, σε κάποιον μεγάλο, αιώνιο, μυστηριώδη, περιπετειώδη και βασανισμένο έρωτα.
«Αγαπημένη μου Τζόαν, κάποια χρόνια μετά, όταν εγώ δεν θα υπάρχω, ενώ εσύ -όπως επιθυμώ διακαώς, εύχομαι και ελπίζω- θα παραμένεις πίσω, σαν αψευδής μάρτυρας, θεματοφύλακας, φρουρός και υποστηρικτής μιάς «ιδέας» που ζήσαμε. Μιάς μεγάλης, απόλυτης και ακατάλυτης αγάπης, που διαχύθηκε σε ψυχή και σώμα, μέχρι το τελευταίο μας κύτταρο. Που απλώθηκε στο πνεύμα, χαράχτηκε ανεξίτηλα στην ψυχή και παρέμενε σιωπηλή και καταχωνιασμένη γιά χρόνια, αλλά πάντα ζωντανή και αγέρωχη στα μύχια βάθη της συνείδησής μας. Που υπέμενε καρτερικά και άντεξε στη φθορά του χρόνου, της ρουτίνας, της ανίας και τον παγκόσμιο νόμο της λήθης. Μέχρι που ξαναγύρισε ακμαία, σφοδρή και αστείρευτη.
Γριούλα πιά, αποτραβηγμένη, ξεχασμένη και μόνη, βυθισμένη στις μνήμες σου, θέλω ν’ απλώνεις ετούτα τα χαρτιά -με νοσταλγία, αγάπη και σεβασμό- μπροστά στη θαμπή ματιά και τα θολά, από συγκίνηση, μάτια σου και να εξηγείς με τρυφερότητα σε εγγόνια και -γιατί όχι- σε δισέγγονα τα όσα θαυμαστά ζήσαμε έντονα. Και στα πρώιμα χρόνια της ακμής, αλλά και στα κατοπινά και παρηκμασμένα. Όσα προλάβαμε και όσα μας επέτρεψαν το ρολόι του χρόνου, οι αντίξοες συνθήκες, οι σκοπιμότητες και οι αναγκαίοι συμβιβασμοί της Μοίρας.
Να «χαϊδεύεις» αυτές τις σελίδες με αγάπη και τρυφερότητα γιατί κρύβουν μέσα τους πολύ πόνο και μεγάλη λατρεία. Να τους εξιστορείς με στοργή, την ίδια συγκίνηση, και το ίδιο πάθος που σε διακατείχε τότε που βίωσες τον μεγαλειώδη μας έρωτα. Να τους δώσεις να καταλάβουν, ό,τι νοιώθεις κι εσύ τώρα. Πως απ’ όλες τις αγάπες που παρελαύνουν στη ζωή μας, μία θα ξεχωρίζει. Παντού και πάντα. Η μεγάλη, η συνταρακτική, αυτή που θα κυριαρχεί απόλυτα και θα ζει αιώνια. Έστω σαν μικρή κι αδύναμη σπίθα, κρυμμένη κάτω από τόνους στάχτης, καταφρόνιας, διαβολής, αποπροσανατολισμού και πειρασμών. Σπίθα που θα τρεμοπαίζει αδύναμα, αλλά θα μένει, καιροφυλακτώντας, άσβεστη. Και όταν θα μπορέσει, όταν δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, θα πεταχτεί σαν λάβα και θα φουντώσει, κατακαίγοντας -σαν δαδί- όλα τα εμπόδια. Τυχεροί όσοι την προλάβουν, πριν τους προλάβει το βιολογικό τους τέλος. Όσοι την διασταυρώσουν -έστω την υστάτη- και την αναγνωρίσουν. Και ακόμη πιό τυχεροί όσοι καταφέρουν να την κρατήσουν καυτή όσο γίνεται περισσότερο, κλείνοντας τον κύκλο της ζωής τους στην αγκαλιά της. Μακάριοι, δε, όσοι θα «φύγουν» με τη γλύκα της στη γεύση καθώς τα φτερά της θα κάνουν το ύστατο πέταγμα της ψυχής προς τον Ουρανό, ένα ευχάριστο ταξίδι. Όσοι θα κλείσουν με δικαιωμένο τον επίγειο κύκλο τους.
Στα αφήνω σαν παρακαταθήκη με άμετρη λατρεία, ως τον μόνο θησαυρό μνήμης και αναπόλησης που διαθέτω γιά τα δύσκολα χρόνια της ανημποριάς που θ’ ακολουθήσουν. Μαζί μ’ ένα πελώριο... «σ’ αγαπώ» και ένα υποσχετικό «θα σε περιμένω».
Γιά πάντα δικός σου, Μπράιαν. 2 Σεπτεμβρίου 1852 »
Έκτοτε προσπάθησα, σπαταλώντας ύπνο γιά πολλές, κατά καιρούς, νύχτες, να προσεγγίσω με την φαντασία και ανασυνθέσω την ιστορία της περίεργης ερωτικής σχέσης του αιώνια ερωτευμένου Εγγλέζου Μπράιαν με την Τζόαν... μέσα στο κλίμα της βικτωριανής εποχής -όπως προκύπτει από την ημερομηνία- αλλά δεν το κατάφερα ποτέ. Ήταν άραγε γιατρός ο Μπράιαν και κάποια κρυφή ερωμένη του, η Τζόαν; Μήπως η μικρή ήταν υπηρέτρια στο σπίτι και έκανε κρυψώνα το γραφείο; Μήπως στην επιστολή αποτυπώνεται η απελπισία και το παράπονο ενός προδομένου και εγκαταλελειμμένου εραστού; Μήπως, μήπως...;
Διαβάστηκε, άραγε, το γράμμα ποτέ, ή μήπως ξεχάστηκε καταχωνιασμένο και δεν πρόφτασε να διαβαστεί; Με τέτοιες σκέψεις «πάλευα», μέχρι που στο τέλος κοιμόμουν με την περιέργεια, αφήνοντας τον Ύπνο να μου πλέξει στα όνειρα -κάθε φορά με διαφορετικό σενάριο- το υφάδι της ιστορίας του γιατρού Μπράιαν και της αγαπημένης του Τζόαν. Κάτι που δεν κατάφερνε η φαντασία μου.
Έχω φυλάξει, σαν πολύτιμο κειμήλιο, αυτό το κιτρινισμένο εγγλέζικο γράμμα και κατά καιρούς το διαβάζω, προσπαθώντας να φανταστώ το ντεκόρ ενός μισοσκότεινου βικτωριανού σπιτιού με βαριά επίπλωση, τους πρωταγωνιστές της ιστορίας και τις συνθήκες που γράφτηκε η επιστολή, απολαμβάνοντας τον συνδυασμό ενός σφοδρού παθιασμένου έρωτα με έναν βαθύτατο, ήρεμο ρομαντισμό που αποπνέει το περιεχόμενό της, μέσα σε ένα σεμνότυφο βρετανικό σκηνικό. Μάλιστα της έριξα και μιά διακριτική ριπή σπραίυ με το αγαπημένο μου άρωμα -La Vie Est Belle- γιά να γίνει... αισθαντικότερο. Όμως το μυστήριο, άλυτο, εξακολουθεί να το καλύπτει.
Τελικά, ο έρωτας δεν έχει χρώμα, χροιά, ράτσα, εποχή. Μόνο η έντασή του ποικίλλει. Βρίσκεται πάντα και παντού με τα ίδια χαρακτηριστικά και διατηρείται αναλλοίωτος στο χρόνο. Είναι ίδιος και έχει την ίδια... γεύση πάντοτε. Και -αλίμονο- έβγαζε, βγάζει και θα βγάζει τον ίδιο πόνο πάντα. Με την χαρά και την συγκίνηση στην παρουσία του και την μελαγχολία, την θλίψη και την απόγνωση στην έλλειψή του...
Αλλά αν κάτι με απασχολεί περισσότερο σ’ αυτήν την ιστορία -και με στενοχωρεί, όταν την θυμάμαι- είναι η πιθανότητα αυτό το γράμμα να μην διαβάστηκε ποτέ από αυτήν γιά την οποία γράφτηκε. Να είχε αφεθεί στο πάνω ράφι και γιά κάποιο άγνωστο λόγο να παρέπεσε στην πλάτη του κάτω. Οπότε και... «εξαφανίστηκε». Μαζί με μιά όμορφη ιστορία αγάπης, της οποίας ο επίλογος χάθηκε, αφήνοντας το άρωμά της κλεισμένο και καλά διατηρημένο, στους αιώνες, τυχαία ή σκόπιμα, σε μια κρύπτη ενός μικρού γραφείου. Οπότε κι αυτή η ιστορία καταλήγει σε μια ακόμη περίπτωση... «γράψε λάθος». Μιά «φούσκα» που έσκασε, μιά σφαίρα που δεν βρήκε στόχο. Μία ακόμη ανθρώπινη αυταπάτη -από τις πολλές που μας γεμίζει η ζωή, προκειμένου να σκορπίσει ελπίδες, διασκεδάζοντας τη ρουτίνα μας και καταδεικνύοντας την ματαιότητά της. Ένα ακόμη... «κρίμα» !
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου