Την πρωτόειδε στο αεροπλάνο, την ώρα που έμπαινε, και εντυπωσιάστηκε. Εκείνη προσπαθούσε να τακτοποιήσει την μπαγκαζιέρα πάνω από τη θέση της με αργές, μεγαλόπρεπες κινήσεις, αδιαφορώντας για το «έμφραγμα» που δημιουργούσε στην κυκλοφορία των επιβατών. Μόλις τέλειωσε, αγέρωχη κι αδιάφορη, κάθισε στο κάθισμά της, δίπλα στο παράθυρο, έβαλε τα ακουστικά στ’ αυτιά, έβγαλε ένα βιβλίο από την τσάντα, χώθηκε βαθειά στο κάθισμα -έτσι μικροκαμωμένη καθώς ήταν- και χάθηκε στον κόσμο της, λες και δεν υπήρχε άλλη ψυχή στο αεροσκάφος. Σε όλη την σχεδόν δίωρη διαδρομή από Σιγκαπούρη την παρακολουθούσε, καθώς μια αδιόρατη έλξη και μια περιέργεια τον κρατούσε κολλημένο πάνω της. Στο Μπάλι πετούσε τουλάχιστον τρεις φορές τον χρόνο ψάχνοντας και διαλέγοντας έπιπλα από μπαμπού -κάτι τεράστιας διατομής ντόπια καλάμια- και γενικώς είδη ινδονησιάνικης τέχνης, τα οποία εισήγαγε στην ελληνική αγορά.
Στην άφιξη, με τον δημιουργηθέντα κακό χαμό στο αεροπλάνο την έχασε.
-«Selamat datαng Bali»- Η μεγάλη επιγραφή που κρεμόταν από την στέγη της τεράστιας παράγκας, που υποτίθεται αποτελούσε την αίθουσα αφίξεων στο νησί σε καλωσόριζε, αλλά και σε προ-ειδοποιούσε για τον πρωτογονισμό που θα συναντούσες μόλις έβγαινες έξω, μαζί με μια διάχυτη, αισθητή και ανιχνεύσιμη, ιδιόρρυθμη ατμόσφαιρα που σε τύλιγε από την πρώτη στιγμή που πατούσες πόδι εκεί. Ένας μυρωδάτος αέρας που με την πρώτη ανάσα τον ρουφούσες ευχάριστα.
Παρ’ όλη την πολύ μεγάλη εμπειρία που διέθετε ο Θέμης από το «Νησί των Θεών», όπως είναι γνωστό το Μπάλι στην Υφήλιο, το χαρακτηριστικό σύνδρομό του τον «χτυπούσε» πάντα μόλις πατούσε πόδι στον όλβιο και μαγικό τούτο τόπο κι ανάσαινε την αύρα του. Και δεν ήταν μόνο αυτό, την πρώτη ημέρα της αφίξεώς του ήταν αδύνατον να κλείσει μάτι. Η μαγεία του τόπου του μετάγγιζε μιά διέγερση που, όσο κι αν ήταν κουρασμένος, τα μάτια του δεν έκλειναν με τίποτα και τον κρατούσε άυπνο ολόκληρη νύχτα.
Αναστατωμένος, αν και απόλυτα εξοικειωμένος με ένα αναμενόμενο και χαρακτηριστικό πρώτο σοκ, ο θόρυβος και η βαβούρα στο χώρο αφίξεων, είχε αμβλύνει τα αντανακλαστικά του, έτσι χρειάστηκε κι ένα ελαφρό σκούντημα στην πλάτη για ν’ ακούσει την δροσερή κοριτσίστικη φωνή με την αδιόρατη ικεσία στον τόνο της:
-«Συγγνώμη κύριε, μήπως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε να συμπληρώσω τούτο το ρημάδι το έντυπο. Σαν πολύπλοκο μου φαίνεται»!
Γύρισε αιφνιδιασμένος και… -Ω! θεοί και δαίμονες του Μπάλι! το εντυπωσιακό κορίτσι της πτήσης ολόρθο μπροστά μου, με δυό μεγάλα μελιά μάτια να τον κοιτούν με ικεσία και με ένα σαγηνευτικό χαμόγελο στα χείλη να ζητεί τη συνδρομή του σε κάτι που για εκείνον ήταν παιχνιδάκι.
-«Το ονοματάκι σας»; την ρώτησε μελιστάλακτα, παίρνοντας από τα χέρια της το χαρτί της αφιξαναχωρήσεως που έπρεπε να συμπληρώσουν όλοι οι εισερχόμενοι επιβάτες.
- «Ισιδώρα».
-«Ααα΄, Ισιδώρα... Ντάνκαν, ίσως»; επιχείρησε δροσερό χιούμορ ο Θέμης, κατάλληλο να δροσίσει λίγο την... κουφόβραση του χώρου.
-«Ούτε Ντάγκαν, ούτε Ντούγκαν», πλειοδότησε η κοπέλα, «Ισιδώρα Βενιέρη του Παναγιώτη. Σκέτο»!
Συμπληρώνοντας, στήλες και γραμμές, και φθάνοντας εκεί που θα συμπλήρωνε το ξενοδοχείο διαμονής, ο ενθουσιασμός του ήταν αδύνατον να περιγραφεί αλλά και να συγκρατηθεί. Ώστε θα μείνει στο Bali Beach, στο ίδιο μέρος μ’ εκείνον; Τί ωραία σύμπτωση! Λες η παροιμιώδης μαγεία του νησιού να έβαλε λιγάκι το χεράκι της σ’ αυτή την ευχάριστη σύμπτωση και γνωριμία; Λες;...
-«Μάλιστα κύριε, στο Μπάλι Μπήτς μένει το γκρουπ μας. Τρεις διανυκτερεύσεις, τέσσερις ημέρες. Ώστε κι εσείς εκεί θα μείνετε, τί τύχη! Φαίνεστε γνώστης του νησιού και θα μπορούσα να επωφεληθώ από τις γνώσεις σας γι’ αυτό. Όλοι στο γκρουπ φαίνονται αδαείς, μηδέ της αρχηγού μας εξαιρουμένης. Νέο κορίτσι κι άπειρο, βλέπεις... Αλήθεια, πώς λέγεστε; Δεν συστηθήκαμε. Ευτυχώς δεν είμαστε Εγγλέζοι και μπορεί να το κάνουμε και μόνοι μας, χωρίς να περιμένουμε κάποιον να μας συστήσει. Λοιπόν, εγώ Ισιδώρα είπαμε, εσείς»;
Άφησε τη λογοδιάρροιά της να τρέχει σαν γάργαρο νερό και, μαγεμένος από τα μάτια της, που πήγαιναν πέρα-δώθε σαν καλοκουρντισμένο εκκρεμές άκουγε -σχεδόν μεθυσμένος- τη φωνή της να κουδουνίζει στ’ αυτιά του και να του πλημμυρίζει ολόκληρη την ύπαρξή.
-«Θέμης, δεσποινίς μου, Θέμης Αναγνώστου. Στις προσταγές σας»!
Οι φωνές διάφορων αρχηγών, που σαν στοργικοί βοσκοί μάζευαν τα κοπάδια των ταξιδιωτών τους, διέκοψαν την συνομιλία τους αναγκαστικά.
-«Λοιπόν δεσποινίς Ισιδώρα, θα τα ξαναπούμε στο ξενοδοχείο. Μετά το τσέκ-ιν και την τακτοποίησή σας στα δωμάτια θα σας περιμένω στο μπαρ του λόμπυ. Σε δύο ώρες. Νομίζω είναι αρκετές», της φώναξε, καθώς απομακρυνόταν προς το πούλμαν της. Κι εκείνη του έγνεψε καταφατικά.
* * *
Ο Θέμης, πολύ νωρίτερα, προσπαθούσε με ένα «Κούμπα λίμπρε» να διασκεδάσει την αδημονία του. Ένα περίεργο συναίσθημα τον είχε συγκλονίσει απ’ άκρου σ’ άκρο. Είχε εγκατασταθεί μέσα του και είχε αιχμαλωτίσει την βούλησή του, αδρανοποιώντας κάθε άλλη σκέψη. Προσπαθούσε να ξεδιαλύνει τί ήταν εκείνο που είχε ξαφνικά μπει μέσα του και ένοιωθε έτσι αλλά, κυρίως, την αιτία που το γέννησε τόσο άμεσα, τόσο έντονα και τόσο ορμητικά. Σίγουρα η περιλάλητη μαγεία του νησιού δεν θα πρέπει να ήταν άμοιρη του γεγονότος. Έχοντας ακούσει τόσα πολλά γι’ αυτήν, άρχισε να συνηθίζει στην ιδέα πως μάλλον ήρθε η ώρα να την γνωρίσει και βιώσει κι ο ίδιος. Στο μυαλό του άρχισαν να στριφογυρίζουν με ασύλληπτη ταχύτητα ό, τι είχε διαβάσει, δει και γνωρίσει για όσα έχουν συμβεί εκεί. Έτσι θεώρησε πως είχε έρθει η σειρά του να μπει κι αυτός σ’ αυτόν τον μαγικό κι αισθησιακό χορό που δημιουργούν οι μπαλινέζικες παραισθήσεις. Η διαίσθηση τού έλεγε πως αυτή η γνωριμία δεν θα ήταν κάτι το καινούριο, κάτι το πρωτοφανές. Ένοιωθε σαν να ερχόταν από πολύ μακριά, από κάποια βάθη του χρόνου. Σαν να έχουν υπάρξει κάποτε δυό παλιόφιλοι, ή δυό εραστές -μπερδεμένοι στα πέπλα του χρόνου- που ξαναβρέθηκαν τυχαία, κάτω από άγνωστη επιταγή της μοίρας, μετά από καιρό και ξανάδεσαν το κομμένο σκοινί του δεσμού τους. Ίσως όχι μόνο μια απλή «φιλία» σκέτη, αλλά μπορεί και κάτι δυνατότερο που η Θεία βούληση πρόσταξε να διακοπεί βίαια κι απότομα. Σαν να ξυπνούσαν από μακρύ λήθαργο ή σαν να έβγαιναν από μια κατάψυξη που η ζωή, μ’ ένα καπρίτσιο της, τους είχε καταχωνιάσει και τώρα, με ένα άλλο της καπρίτσιο, τους έβγαλε σ’ ένα ζεστό τροπικό μέρος. Με αποτέλεσμα οι «πάγοι» τους να λειώσουν ακαριαία, λες και δεν είχαν υπάρξει ποτέ και όλα να συνεχίζονται κανονικά.
Βέβαια, αυτά ήσαν δικά του προαισθήματα, δικές του σκέψεις, δικά του «θέλω», που θα μπορούσε, κάλλιστα, να τα είχε ονειρευτεί, ή πλάσει με την φαντασία του. Το κρίσιμο ερώτημα είναι τί θα έλεγε σχετικά και πώς θα ένοιωθε, αντίστοιχα, η Ισιδώρα.
-«Καλησπέρα, Θέμη, περίμενες πολύ;», η ναζιάρικη, σχεδόν ικετευτική, φωνή που πρωτάκουσε στο αεροδρόμιο Νγκούρα Ράι είχε αλλάξει αισθητά. Τώρα του φάνηκε λιγάκι πιο αυταρχική, πιο επιτακτική, γεμάτη αυτοπεποίθηση και απρόσμενη οικειότητα, χωρίς όμως και να χάσει τίποτε από την ήδη γνωστή φρεσκάδα της.
Και τί δεν είπαν εκείνο το βράδυ. Μια ανεξήγητη εξομολογητική ανάγκη έφερε τους δύο τους τόσο κοντά, ανταγωνιζόμενος ο ένας τον άλλο στο ποιος θα αραδιάσει περισσότερο και αναλυτικότερα το κουβάρι της ζωής του. Σε μια ολονύχτια συζήτηση που άρχισε στο μπαρ, διακόπηκε για να πάνε στα δωμάτια και να φορέσουν μαγιό και συνεχίστηκε στην πισίνα. Εκεί κατέθεσαν το εσώψυχό του, ο ένας στον άλλο. Έτσι διαπίστωσαν πως γεννήθηκαν στην ίδια γειτονιά και στον ίδιο δρόμο -κάπου τριάντα μέτρα απόσταση τα σπίτια τους- πως έπαιξαν παιδιά, πως τσακώνονταν συχνά, πετροβολούνταν κάποτε και φίλιωναν πάντα! Κοριτσάκι αυτή -αγοροκόριτσο κανονικό- και παλληκαράκι εκείνος. Πρώτος στο πήδημα της φωτιάς του Αϊ-Γιαννιού, όταν έκλειναν τα σχολεία στο τέλος Ιουνίου, και στο κυνήγι της μπάλας, όλον τον υπόλοιπο χρόνο.
Είπαν και τί δεν είπαν για τα παιδικά, τα αμέριμνα χρόνια και πώς μετά χάθηκαν στο κλωθογύρισμα του χρόνου. Αυτός ορφάνεψε μικρός και βγήκε πρόωρα στη βιοπάλη και το πεζοδρόμιο, ενώ εκείνη παντρεύτηκε νωρίς, για να γλυτώσει μια πατρική καταπίεση, αλλά χώρισε σύντομα, όπως είναι πολύ πιθανό να συμβαίνει στους νεανικούς, βιαστικούς και άγουρους γάμους. Εκεί στην πισίνα, πλατσουρίζοντας και ονειροπολώντας, τους βρήκαν οι πρώτες ηλιαχτίδες της ημέρας, καθώς ο ήλιος πρόβαλε κατάφατσα απέναντί τους. Τότε μόνο συνειδητοποίησαν πόσο γρήγορα πέρασαν οι ώρες, που ούτε το κατάλαβαν, και πως η μεν Ισιδώρα θα έπρεπε ν’ ακολουθήσει ένα εξαντλητικό ημερήσιο εκδρομικό πρόγραμμα, ο δε Θέμης να επισκεφθεί τους προμηθευτές του.
Αποχαιρετίστηκαν μ’ ένα ευγενικό παλιομοδίτικο χειροφίλημα και μια υπόσχεση: «Το βράδυ πάλι εδώ»!
Η επομένη νύχτα τους βρήκε πολύ κουρασμένους και η αδήριτη ανάγκη για ξεκούραση, μετά και την γοητεία που τους τύλιξε η παρακολούθηση πασίγνωστων και πανέμορφων μπαλινέζικων χορών, τους έστειλε νωρίς για ύπνο. Καθώς η επόμενη -και τελευταία πλήρης ημέρα της Ισιδώρας στο Μπάλι- ήταν αφιερωμένη σε ελεύθερες δραστηριότητες του γκρουπ, ο Θέμης της υποσχέθηκε αξέχαστες εμπειρίες στον πιο γνωστό τροπικό παράδεισο της Γης.
Η κοπέλα ξύπνησε νωρίς και αφέθηκε στα υπεσχημένα του Θέμη. Νοίκιασαν ένα μηχανάκι απέναντι από το ξενοδοχείο και άρχισαν την περιήγηση. Όπου κι αν γύρισαν η ομορφιά του τοπίου ήταν διάχυτη και η γοητεία του απόλυτη. Το ίδιο και η συμπεριφορά των ανθρώπων που σε σκλάβωναν με την ευγένειά τους και σε εντυπωσίαζαν με τα εξαίσια καλλιτεχνήματά τους. Η Ισιδώρα έμοιαζε να κολυμπάει σε πέλαγος ευτυχίας κι ο Θέμης απολάμβανε την ευτυχία της. Μετά ένα εξαίσιο γεύμα σε μια πλαγιά με θέα σε απέναντι καταπράσινους ορυζώνες, κλιμακωτά διατεταγμένους σε πεζούλες -σαν κερκίδες σταδίου- με τους καρπούς μεστωμένους και ώριμους για συγκομιδή, κάπου στο Ταλαλλαγκάν, στο κέντρο του νησιού, ο Θέμης την κατέβασε στο νοτιότερο άκρο του Μπάλι, στον εντυπωσιακό ναό Ουλουβατού. Τέλος, θέλησε να κλείσουν την ημέρα τους σε ένα σημείο που τον γοήτευε ιδιαίτερα και δεν άφηνε επίσκεψή του χωρίς ν’ απολαύσει εκεί ένα μοναδικό ηλιοβασίλεμα. Όταν, φυσικά, το επέτρεπαν τα συννεφάκια του ανοιχτού ορίζοντα. Και εκείνη την ημέρα οι συνθήκες ήσαν ιδανικές. Κατέβηκαν τα τελευταία μέτρα πεζή, πλατσούρισαν λίγο, καθώς ό ναός -αφιερωμένος στην θεά του ρυζιού της ξερής γης- ήταν σε ένα ακραίο σημείο, όπου στην πλημμυρίδα γινόταν νησάκι και στην αμπώτιδα χερσόνησος. Μέσα σε μια πανδαισία χρωμάτων, αρωμάτων και μαγείας ανέβηκαν τα λίγα σκαλάκια και πλησίασαν τον βωμό του ναού. Ένας πεμανγκού -ντόπιος ινδουιστής παπάς- προσευχόταν μουρμουρίζοντας.
Ξάφνου, στον Θέμη κατέβηκε μια τρελλή ιδέα. Έπιασε την Ισιδώρα απότομα, την γύρισε, την έσφιξε στην αγκαλιά του και διακυβεύοντας ένα ισχυρό χαστούκι, την φίλησε με πάθος. Εκείνη ανταποκρίθηκε το ίδιο παθιασμένα:
-«Δεν μου λες», την ρώτησε με βραχνή φωνή, «τί λες, παντρευόμαστε; Εδώ και τώρα. Ινδουιστικά... μ’ αυτόν τον παπά»!
Η απορία στα διεσταλμένα από έκπληξη μάτια της, μόνο άρνηση δεν σήμαιναν! Εξήγησε με τσάτρα-πάτρα αγγλικά στον παπά τί του ζητούσαν, του έβαλε στην τσέπη μια χούφτα ρουπίες και άδραξε απ’ τον στολισμένο με μυρωδάτα φραντζιπάνι βωμό, μια δράκα από δαύτα και αφού στόλισε αυτιά - ένα της... «νύφης» κι ένα δικό του- της έδωσε να κρατά άλλο ένα με τις άκρες των δακτύλων, καθώς οι παλάμες τους ήσαν ενωμένες στο στήθος, σε στάση ικεσίας. Μετά γονάτισαν εμπρός στον βωμό, όπου με απόλυτη ευσυνειδησία ο πεμανγκού ολοκλήρωσε την τελετή, καθώς ο ήλιος γέρνοντας στο κονάκι του για την βραδινή του ξεκούραση, άφηνε παρακαταθήκη, αλλά και γαμήλιο δώρο για τους «νεόνυμφους», έναν ήρεμο ωκεανό γεμάτο χρυσάφι!
Από τη στιγμή εκείνη και πέρα, η συγκινησιακή φόρτιση δεν άφησε πολλά περιθώρια μνήμης στον Θέμη. Ένα γρήγορο γεύμα και μια εκπληκτική ερωτική πρώτη νύχτα, που θα μπορούσε -από μόνη της- ν’ αποτελέσει διατριβή και εγχειρίδιο γιά νέους ερωτευμένους.
Λόγοι στοιχειώδους σεμνότητος, καλής ανατροφής, αλλά και για καταλληλότητα αναγνώσεως του παρόντος και από άτομα νεαρότερης ηλικίας, δεν μου επιτρέπουν περαιτέρω εξειδικευμένες περιγραφές. Όμως θεωρώ σίγουρο πως εκείνη η νύχτα θα αποτελέσει απλησίαστο ερωτικό ορόσημο σε όλη την μετέπειτα ζωή και των δύο.
* * *
Ο Θέμης ξύπνησε αργά το πρωί. Εντελώς εξουθενωμένος και εξαντλημένος από την ερωτική πανδαισία της προηγούμενης παθιασμένης νύχτας, βρισκόταν για αρκετό χρόνο μεταξύ αίσθησης και παραίσθησης που του δημιουργούσε η φαντασία στο κονταροχτύπημά της με την πραγματικότητα. Προσπάθησε να βεβαιωθεί πως... ζει στην Γη και όχι σε κάποια φανταστική σφαίρα ενός άλλου Γαλαξία! Για να αναλογιστεί πως όσα έζησε ήσαν αληθινά. Καθώς τα βλέφαρα αδυνατούσαν να σηκώσουν το βάρος τους και οι μισόκλειστες γρίλιες των παραθύρων κρατούσαν τον ζωογόνο πρωινό ήλιο έξω, σιγοντάροντας την φαντασία στην απέλπιδα προσπάθειά της να επιβληθεί της πραγματικότητος. Άπλωσε το χέρι του στο πλάι, εκεί που, υποτίθεται, κοιμόταν η Ισιδώρα, αλλά πασπάτεψε έναν άδειο χώρο. Ευθύς πετάχτηκε σαν κεραυνοβολημένος από ρεύμα υψηλής τάσεως. Το κρεβάτι ήταν άδειο και η Ισιδώρα είχε γίνει καπνός! Θέλοντας να ξυπνήσει τελείως και να μπορέσει να σκεφτεί, πήγε στο μπάνιο να ρίξει νερό στο πρόσωπό του, όπου τον αποτελείωσε μια επιγραφή στον μεγάλο καθρέφτη, γραμμένη με το κραγιόν και το χέρι της κοπέλας:
-«Αγάπη μου συχώρεσε τον τρόπο της φυγής μου. Χθες μας πληροφόρησε η αρχηγός πώς η πτήση μας άλλαξε και θα έπρεπε να φύγουμε τρεις ώρες νωρίτερα. Λυπήθηκα να σε ξυπνήσω, ήσουν πολύ κουρασμένος και βυθισμένος σε λήθαργο. Ίσως και να είναι καλύτερα έτσι. Οι στιγμές του αποχαιρετισμού είναι δύσκολες. Λατρεμένε μου, άλλη μιά φορά το κισμέτ έπαιξε κανονικά τον νομοτελειακό του ρόλο και ό, τι είναι γραφτό για μας θα γίνει. Αλλιώς είναι μάταιο να επιμένουμε. Δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ό, τι κι αν κάνουμε, όσο κι αν προσπαθήσουμε. Ήσουν, είσαι και θα είσαι ό, τι σημαντικότερο μπήκε στη ζωή μου. Σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ πάντα. Και αν είναι γραφτό μας, κάποτε θα συνεχίσουμε από εκεί που σταματήσαμε τώρα».
* * *
Ο Θέμης τέλειωσε, όπως-όπως, τις δουλειές του στο Μπάλι και -μετρώντας τις ώρες του γυρισμού- μόλις κατέβηκε από το αεροπλάνο έτρεξε κατευθείαν στο πρακτορείο «Ορίζοντες» που είχε οργανώσει την εκδρομή της Ισιδώρας. Με τα χίλια στανιά βρήκε άκρη, καθώς -στην αρχή- αρνιόνταν να του δώσουν στοιχεία πελατών τους και όταν -επί τέλους- το πέτυχε, το όνομα και η διεύθυνση που πήρε ήσαν αυτά του συζύγου της με τον οποίο είχαν μόλις χωρίσει. Το διαμέρισμα στην πολυκατοικία είχε, πριν λίγο, αδειάσει και κανείς δεν ήξερε -όσα κουδούνια κι αν χτύπησε- πού μετακόμισαν οι ένοικοί του. Παντού τείχη ψηλά και αδιαπέραστα, έκλεισαν την Ιστορία της Ισιδώρας στο χρονοντούλαπό της και την ψυχική διάθεση του Θέμη στα Τάρταρα.
* * *
Οι ώρες, οι μέρες, τα χρόνια περνούσαν και το βάρος τους κύρτωνε τους ώμους του Θέμη. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, έμεινε μπεκιάρης και ρίχτηκε με μονομέρια και μονομανία στη δουλειά, που απετέλεσε πλέον τον μόνο σκοπό της ζωής του. Φωτεινό διάλειμμα στο γκρίζο της ψυχής του οι απαραίτητες επαγγελματικές μεταβάσεις στο Μπάλι, όπου ποτέ δεν παρέλειπε και μια ευλαβική μετάβαση στον ναό του Τάναχ-λοτ. Μ’ ένα ολόδροσο φραντζιπάνι στο χέρι ανέβαινε και γονάτιζε στο βωμό που, κάποτε, ένας ντόπιος βραχμάνος τον έδεσε με τα πνευματικά δεσμά ενός ινδουιστικού γάμου, με την Ισιδώρα του, την μόνη μεγάλη κι αληθινή αγάπη της ζωής του.
Και ο καιρός περνούσε. Πλατύς, ανιαρός κι αδιάφορος, με την ψυχή του παγωμένη, σαν τις απέραντες χειμωνιάτικες στέπες της Σιβηρίας και άδεια, σαν τις έρημες πάμπες της Αργεντινής.
Ξαφνικά, ανεβαίνοντας την Πανεπιστημίου, κοντά τριάντα χρόνια από τότε που «σταμάτησε» να χτυπά το ρολόι της καρδιάς του, αυτό άρχισε να δουλεύει πάλι ξέφρενα. Σαν να ήθελε να τρυπήσει το στήθος του, να πεταχτεί έξω και να χιμήξει στο δρόμο! Μπροστά του, τρία, τέσσερα βήματα απ’ αυτόν, το ίδιο αγέρωχη, το ίδιο μεγαλόπρεπη βάδιζε... εκείνη! Την «έκοψε» από πλάγια πίσω, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να λαθεύει. Ήταν η Ισιδώρα, η Ισιδώρα του! Λιγάκι επηρεασμένη και ελάχιστα «χτυπημένη» από τον Πανδαμάτορα χρόνο, αλλά με ακριβώς ίδιο το ανάλαφρο, ελαφίσιο βάδισμα που την χαρακτήριζε από τότε. Με πολύ μεγάλη προσπάθεια κρατήθηκε και βάλθηκε να την ακολουθεί κατά πόδας, προσαρμόζοντας το βήμα του στο δικό της. Μόνη του μέριμνα να μην τον προσέξει εκείνη και του χαλάσει την έκπληξη που της ετοίμαζε. Στην Ιπποκράτους έστριψε αριστερά και όταν την είδε να μπαίνει στην στοά, με πρόθεση ν’ ανέβει στον Χόντο, δεν άντεξε και την σταμάτησε, μ’ ένα απαλό χτύπημα στην πλάτη κι ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη.
Οι αντιδράσεις κατά τη στιγμή της αναγνώρισης ήταν αντίστοιχη της ποιότητος και των δύο:
-«Θέμη μου, τί έκπληξη, τί κάνεις; Χαθήκαμε! Το κισμέτ που σου έλεγα, βλέπεις...», ήσαν οι πρώτες κουβέντες της Ισιδώρας, στον γνωστό ψύχραιμο, ήρεμο και περιπαικτικό τόνο.
-«Ναι, αγάπη μου, αλλά, όπως βλέπεις, βρεθήκαμε πάλι. Πώς είσαι τώρα, οικογενειακά εννοώ;»
-«Μόνη μου, όπως τότε. Και όπως πάντα... «έκτοτε». Εσύ τί έκανες στη ζωή σου; Παντρεύτηκες;... έκανες οικογένεια; Στ’ αλήθεια, εγώ πως σου φαίνομαι; Πώς με βλέπεις;».
-«Γλυκιά μου, μετά από εκείνη την πρώτη και μοναδική μας νύχτα, ήμουν καταδικασμένος να σ’ αγαπώ, όχι όπως ήσουν, ή όπως θα γινόσουν με το πέρασμα του χρόνου, αλλά όπως πάντα ονειρευόμουν πως θα είσαι. Και έτσι θα παραμένεις μόνιμα για μένα. Αναλλοίωτη και κούκλα».
Και αντί περαιτέρω εξηγήσεων, ο Θέμης δεν κρατήθηκε άλλο, αδιαφορώντας για τον κόσμο γύρω του, όρμησε και την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του, θέλοντας -αν ήταν δυνατόν- να σκίσει το στήθος του και να την κρύψει μέσα. Έτσι που να μην μπορέσει να την χάσει ποτέ πιά.
Άγνωστο γιά πόσην ώρα κοιτάζονταν στα μάτια, σαν να ήθελαν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω. Να ξαναζήσουν την πρώτη και τελευταία νύχτα τους στο Σανούρ του Μπάλι. Εκεί που κόπηκε απότομα το φιλμ της ζωής τους, μετά την μεγαλύτερη, ερωτικότερη και αισθαντικότερη στιγμή της.
-«Κισμέτ, αγάπη μου, κισμέτ!», του είπε αινιγματικά εκείνη, όταν πέρασε η πρώτη συγκίνηση και κόπασε ο δυνατός χτύπος της καρδιά τους. «Πάμε απάνω στο μπαρ του Χόντου. Σε περιμένει κι εσένα μιά έκπληξη εκεί. Ανάλογη μ’ αυτήν που μου έδωσε η σημερινή ξαφνική σου επανεμφάνιση».
Μπαίνοντας στην μεγάλη αίθουσα, η Ισιδώρα άπλωσε το βλέμμα της και άρχισε να ψάχνει με τα αεικίνητα μάτια της τον χώρο.
-«Α΄, να εκεί», είπε κι έδειξε έναν νεαρό που μόλις την είδε, σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν και πλησίαζε με απορία γιά την παρέα της γυναίκας, που, όπως φάνηκε, την περίμενε μόνη.
-«Παιδί μου, να σας συστήσω. Από δω ο πατέρας σου, που τόσα έχεις ακούσει γι’ αυτόν. Το κισμέτ σου τον φανέρωσε, επί τέλους! Και γυρίζοντας... σε μένα είπε παιχνιδιάρικα, όπως πάντα:
-«Θέμη μου, ιδού ο γιός σου! Και μη μου πεις πως δεν σου μοιάζει; Φτυστός εσύ... θα έλεγα»!..."