...κάπως σαν μιά σύγχρονη... «αρχαία τραγωδία»!
Ο χθεσινός
μου ύπνος ήρθε πολύ ταραγμένος. Ήμουν, λέει, στο Bali, το νησί των θεών. Κάπου 35 χρόνια πίσω. Σε κάποια δυτική άκρη του, υπάρχει
μιά μικρή μυτούλα γης, λαξεμένη από την ορμή και τη δύναμη των γιγάντιων ωκεάνιων κυμάτων, πάνω στο επιδεκτικό σμίλευσης εύθρυπτο ηφαιστειογενές πέτρωμα του νησιού. Λέγεται Tanah Lot και η έντονη παλίρροια του Ινδικού την καθιστά πότε νησίδα -στη
πλημμυρίδα- και πότε χερσόνησο, στην αμπώτιδα. Στην κορυφή του, μέσα σε μιά
οργιώδη τροπική βλάστηση υπάρχει ένας μικρός και ταπεινός ινδουιστικός ναός. Ένα ανοιχτό
ιερό, τυπικό γιά τα ήθη, τα έθιμα και τα δεδομένα του νησιού. Ο ναός είναι αφιερωμένος
στη «θεά του ρυζιού της ξερής γης». Και όσοι έχουν πάει εκεί, με καταλαβαίνουν.
Σήμερα η προσπέλαση πάνω στη νησίδα του ναού δεν είναι εφικτή, όπως τότε, που οι επισκέπτες ήσαν λιγοστοί, προσεκτικοί, σεμνοί και γνώστες. Στοιχειώδης μέριμνα αυτοπροστασίας δεν το
επιτρέπει. Ο αθρόος και χύδην τουρισμός μολύνει. Καταστρέφει, αποδομεί,
βεβηλώνει.
Σ’ αυτόν τον
μαγικό τόπο, σ’ αυτήν την ειδυλλιακή γωνιά, μέσα σε οργιώδη βλάστηση και μιά πανδαισία
χρωμάτων, με είδα να σκαρφαλώνω την μικρή, στριφτή πέτρινη σκαλιστή σκάλα, κρατώντας απ’ το χέρι μιά πανέμορφη
και πρόσχαρη κοπέλα. Αυθόρμητα, στη θέα του ιερέα του ναού, γονατίσαμε σιωπηλά μπροστά του και, μαγεμένοι από την εν γένει ατμόσφαιρα, μεθυσμένοι από το
λεπτό άρωμα που ενέδιδε το φραντζιπάνι που κρατούσαμε στο χέρι, και μέσα σε μιά τρελή παρόρμηση, του ζητήσαμε να μας... παντρέψει! Κι
αυτός... το έκανε! Λιτά, διακριτικά, απέριττα, ινδουιστικά, μας ένωσε, κατά το λατρευτικό του τυπικό, λίγο πριν από το εκπληκτικό ηλιοβασίλεμα που προσφέρει ο τόπος.
Μετά -συνέχισε το όνειρο- ζήσαμε έναν θυελλώδη έρωτα. Νέοι, ακμαίοι κι ωραίοι, σαν αρχαίοι
θεοί. Έρωτα δυνατό, παθιασμένο, μοναδικό αλλά... σύντομο. Οι δρόμοι μας χώρισαν,
απότομα, ξαφνικά και βιαστικά, όπως βιαστικά κι αιφνίδια είχαν σμίξει. Χαθήκαμε
σε διαφορετικές τροχιές, θύματα κακού πεπρωμένου και χειρότερης συγκυρίας, χωρίς ποτέ να μάθω γιά το μικρό που σπάρθηκε σ' εκείνη τη
σύντομη ένωση και ήρθε στον κόσμο, μ' εμένα να αγνοώ την ύπαρξή του. Δεν μου το είπε ποτέ.
Η αξιοπρέπειά της δεν το επέτρεψε. Δεν ήθελε αυτό να φανεί σαν
εκβιασμός γιά την παραμονή μου κοντά της.
Ξύπνησα
κάθιδρος, έντρομος και πελαγωμένος! Γεμάτος ενοχές και μιά ανείπωτη μελαγχολία
να φωλιάζει στα τρίσβαθα της ψυχής μου.
Τελικά, πόσο
τα όνειρα μπορούν να επηρεάσουν τη ζωή μας και πόσο βαθειά μπορούν να εισχωρήσουν
σ’ αυτήν; Τί μηνύματα φέρνουν; Πόση αλήθεια κρύβουν συγκαλυμμένη μέσα τους; Μπορούν, άραγε, να προσαρμοστούν στην σημερινή
καθημερινότητα; Ν’ απορροφηθούν απ’ αυτήν, έστω σαν τμήματα; Να μετουσιωθούν σε
πραγματικότητα; Ν’ αλλάξουν -έστω καθυστερημένα- τον ρου της; Να γίνουν... μοίρα; Αλλά και πόση,
άραγε, μπορούμε ν’ αντέξουμε από τη συγκίνηση που μας κουβαλούν; Και το πιό σπουδαίο. Πού τελειώνει το όνειρο κι από πού αρχίζει η αλήθεια; Και αντίστροφα.
Όμως, αν και τριάντα πέντε
ολόκληρα χρόνια μετά... εκείνο το όνειρο, που μάλλον ήρθε γιά να μείνει, με στοιχειώνει ζητώντας δικαίωση!!!