Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Ο Γολγοθάς βρίσκεται παντού... (ΙΙ)

 Μιά σύγχρονη πασχαλινή ιστορία

(συνέχεια από το προηγούμενο)

 Κοντεύουν δεκατέσσερις  μήνες που ο Θωμάς βρέθηκε στο δρόμο, ψάχνοντας μάταια γιά δουλειά.
   Στην αρχή, καλομαθημένος και μη συνειδητοποιημένος ως προς την έκταση και το βάθος του προβλήματος, αναζητούσε κάτι στον τομέα που γνώριζε καλά και μπορούσε να προσφέρει καλύτερα και περισσότερο, την υφαντουργία Όμως η κατρακύλα σάρωνε τον κλάδο κι η χιονοστιβάδα της κρίσης έκλεινε βιομηχανίες και βιοτεχνίες, την μία πίσω απ’ την άλλη, και όλα λειτουργούσαν στην κατεύθυνση των απολύσεων και όχι των προσλήψεων. Απελπισία! Όταν πλέον κατάλαβε καλά-καλά  τι συμβαίνει γύρω του και πού οδεύει η κατάσταση, άρχισε να ψάχνει το οτιδήποτε. Οποιαδήποτε δουλειά ή απασχόληση που θα μπορούσε να φέρει χρήματα, έστω λίγα, στο σπίτι, αφού το κάτι είναι προτιμότερο από το καθόλου. Σύντομα η αγωνία του μετατράπηκε σε απόγνωση και πήρε χρώμα. Έγινε κατάμαυρη, αφού κανείς, ακόμη και γιά θελήματα, δεν θα προσλάμβανε ποτέ έναν πενηντάρη μηχανολόγο, έναν πενηντάρη υπάλληλο, έναν πενηντάρη άνθρωπο. Ανήκε πλέον στις στυμμένες λεμονόκουπες της ζωής και της κοινωνίας!
   Στην αρχή, η μικρή αποζημίωση που πήρε από την εταιρεία, λίγο-λίγο και κομμάτι-κομμάτι, τσοντάριζε στον μισθό της Νιόβης, της γυναίκας του, κι η κατάσταση με τις γενναίες περικοπές στην κατανάλωση που, μοιραία, επιβλήθηκαν στο σπίτι, κάπως έφερνε την κατάσταση σε λογαριασμό. Καθώς και τα δυό του παιδιά, η Νανά, σπουδάστρια στη σχολή Μαιών κι ο Ιάσονας, πρωτοετής στο Πολυτεχνείο, Σχολή ηλεκτρονικών, έδειχναν απόλυτη κατανόηση, σαν μυαλωμένα παιδιά που ήσαν και τα δύο, και βοηθούσαν όσο μπορούσαν το οικογενειακό σκάφος στην προσπάθεια να κρατιέται στην επιφάνεια και να περάσουν, όλοι μαζί, τον ζόρικο κάβο. Δόξα τω Θεώ, αντίδωρο κι ανάσα στα δεινά που τον βρήκαν, Εκείνος του είχε στείλει καλά παιδιά. Με όλες τις σημασίες του όρου.
   Το μόνο κι αναπόφευκτο κακό στον μίζερο οικογενειακό προϋπολογισμό, η αναγκαστική διακοπή καταβολής των δόσεων αποπληρωμής εκείνου του στοιχειωμένου στεγαστικού, που ενώ μιά ζωή το πληρώνει κανονικά, αυτό το αφιλότιμο δεν έλεγε να τελειώσει. Ένας βραχνάς και μιά θηλιά, ταυτόχρονα, στο λαιμό του. Ο βραχνάς από μέσα να του κόβει την ανάσα κι η θηλιά απ’ έξω να του  σφίγγει  το  λαρύγγι. Απάνω  που  κόντευε  να  το εξοφλήσει και να  πάει στα κομμάτια, αυτή η ρημάδα η κρίση τον ρήμαξε τελείως. Οι τελευταίες 30.000 τριάντα χιλιάδες, που κάποτε  -την καλή εποχή- φάνταζαν σαν ουρά του βοδιού, τώρα με την απότομη αλλαγή των δεδομένων μοιάζουν όχι απλώς σαν βόδι, αλλά σαν…. δεινόσαυρος. Από τους μεγάλους, τους τυραννόσαυρους, αφού σαν τέτοιος τον τυραννά συνεχώς!
   Το σταμάτημα, με την υπαγωγή σε μιά ιδιότυπη εφεδρεία, και της Νιόβης από τη δουλειά της σε μιά πολυεθνική διακίνησης σιτηρών που σκέφτεται την μετεγκατάσταση του γραφείου της στα Σκόπια, αποτέλεσμα κι αυτό της κρίσης, το ένοιωσε κάπως σαν χαριστική βολή και απέδειξε πως, τελικά, η διακοπή καταβολής των δόσεων του δανείου ήταν μιά πράξη που εξασφάλιζε κι ένα λιγότερο κακό, μέσα στον ωκεανό του απόλυτου κακού και το λιγότερο μαύρο στην απόλυτη μαυρίλα! Τουλάχιστον, με τις γλίσχρες αποδοχές της Νιόβης, μπορούσαν ακόμη να τρώνε! Όμως η Τράπεζα, δυστυχώς, δεν ξεχνά. Έτσι μετά την αναγγελία πως το σπίτι του βγαίνει στο σφυρί, με έκπληξη διαπίστωσε πως η απελπισία τον φέρνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορεί να αντιληφθεί καθαρά πως από το κάθε κάτω υπάρχει πάντα και… πιό κάτω, πως το βαρέλι δεν έχει πάτο και πως υπάρχουν αποχρώσεις και διαβαθμίσεις χρωματικές ακόμη και στο… μαύρο! Ο παραλογισμός, σαν ύπουλη κι απρόσμενη φουσκοθαλασσιά, αρχίζει να μπαίνει κι αυτός, σιγά-σιγά, στο … παραθαλάσσιο και θαλασσωμένο μυαλό του και να μπλοκάρει τη λειτουργία του! Νιώθει πελαγωμένος και παλεύει σε ωκεανό. Όμως χωρίς βάρκα, χωρίς σωσίβιο, χωρίς ελπίδα. Μόνο το ένστικτο του περίσσεψε να λειτουργεί, αλλά κι αυτό ως πότε! 
   
   Απορροφημένος στις σκέψεις του, ούτε που το κατάλαβε γιά πότε έφτασε στο Ζάππειο και αποφάσισε να τραβήξει προς την ήσυχη από αυτοκίνητα Διονυσίου Αρεοπαγίτου που, λόγω της ημέρας, Μεγάλο Σάββατο, ήταν σχετικά άδεια από κόσμο. Μηχανικά, σκαρφάλωσε στην Ακρόπολη. Ο ιερός βράχος αλλά κι ο ερειπωμένος ναός, που πάντα τον γοήτευε, τώρα του έμοιαζε ακόμη πιό συμβατός με τη δική του ρημαγμένη ζωή, θλιβερό κατάλοιπο της φθοράς του χρόνου, της ασέβειας του ανθρώπου και της ιερόσυλης επέμβασης πάνω του. Πίστευε πως το ανέβασμα του υψόμετρου θα του ανέβαζε λίγο τη ηθικό και η καθαρότερη ατμόσφαιρα θα του καθάριζε κομματάκι τον νου.
   Ο γαλανός και διαυγής ουρανός θα έπρεπε οπωσδήποτε να βοηθήσει το μυαλό να βρει τη διαύγεια που απαιτούν οι περιστάσεις, ή τουλάχιστον ένα μικρό φωτεινό άνοιγμα, γιά να περάσει κάποια αισιόδοξη σκέψη και μεθόδευση αντιμετώπισης της κατάστασης, αφού στο επίπεδο της πόλης το σκηνικό της ψυχής του παρέμενε εντελώς καφκικό και παρ’ όλη την βοή της κίνησης, ή πόλη φάνταζε σαν λευκό κελί που τον έκλεινε μέσα του.
   Περιδιάβηκε το δυτικό τμήμα του χώρου, αγναντεύοντας στο βάθος τα μέρη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, χωρίς να μπορεί να τα προσδιορίσει επακριβώς, μέσα στη γιγάντωση της Αθήνας τα τελευταία 60 χρόνια. Τα υπολόγισε στο περίπου και τα χάιδεψε με τη ματιά του, με πολλή αγάπη και νοσταλγία. Τελικά σταμάτησε στο πιό βόρειο σημείο του τείχους, κοντά στη σημαία. Η θέα του κέντρου της πόλης, από το σημείο εκείνο, ήταν πιό σαφής, πιό ευκρινής, πιό αναγνωρίσιμη και πιό οικεία. Ούτε θυμάται πόσος χρόνος δαπανήθηκε γιά να περάσει με ταχύτητα όλη η ζωή του από το φιλμ της μνήμης στο εκράν του νου, με φόντο πάντα την Αθήνα του. Μιά ζωή, μιά πόλη. Όταν η προβολή τελείωσε, ο Θωμάς αναμέτρησε με το μάτι την απόσταση από κάτω, από τη ρίζα του βράχου, μέχρι τον ουρανό.
    
    Λένε  στη  χριστιανική  θρησκεία  πως η αυτοχειρία αποτελεί  θανάσιμο αμάρτημα. Εφ’ όσον τη ζωή στην δίνει ο Θεός, Εκείνου ανήκει και, άρα, μόνο Αυτός, ως νόμιμος ιδιοκτήτης, δικαιούται να την πάρει πίσω! Η αυτοκτονία, λένε οι κληρικοί, αποτελεί αυθάδεια και βλασφημία κατά του Δημιουργού και προσπάθεια του μικρού και ατελούς να υποκαταστήσει το μεγάλο και το τέλειο. Κουταμάρες. Μιά αντίδραση είναι. Μιά απελπισμένη αντίδραση φυγής και διεξόδου από τα γήινα αδιέξοδα. Ατραπός απόγνωσης και λύτρωσης.
  
   - Έτσι που μου την κατάντησες Θεέ μου τη ζωή, πάρ’ την και διαχειρίσου την Εσύ! Άντε να δούμε τι θα καταφέρεις! Εγώ μέχρις εδώ είμαι, δεν μπορώ άλλο. Κουράστηκα, βαρέθηκα. Όπως θέλεις πέσ’ το. Όμως δεν αντέχω πιά! Στο κάτω-κάτω, αφού όπως διατείνονται υπάρχει κι άλλη ζωή, ας δοκιμάσουμε σ’ εκείνη. Μπορεί να βγει καλύτερη από την τωρινή, οπότε γιατί να ταλαιπωρούμαστε τζάμπα σε τούτη και να χάνουμε χρόνο από την άλλη. Άντε λοιπόν, να σύρουμε να την συναντήσουμε μιά ώρα αρχύτερα. Όσο πιό γρήγορα, τόσο το καλύτερο! 
    
    Κοίταξε κάτω και προσπάθησε να εκτιμήσει το ύψος με το μάτι. Από το στηθαίο του λόφου μέχρι κάτω. Ίσαμε δυό μεγάλες πολυκατοικίες το έκοψε. Πενήντα μ’ εξήντα, το πολύ, μέτρα. Ύστερα βάλθηκε να υπολογίζει.  
   
    - Με τη βαρύτητα στα 9,81 μέτρα ανά δευτερόλεπτο στο τετράγωνο, άντε βάλ’ το στρογγυλά 10, πόσα δεύτερα, άραγε, μπορεί να κρατήσει μιά βουτιά προς τα κάτω; 
   
   Στην αρχή μπερδεύτηκε και σάστισε.
    
   - Διάβολε, τι σκατά μηχανικός είμαι άμα κωλώνω σε μιά τόσο απλή εξίσωση!  
   
   Ένα τίναγμα του κεφαλιού ξανάφερε στην οθόνη του νου τον τύπο  της μηχανικής που συνέδεε χρόνο, μήκος κι επιτάχυνση και υπολόγισε, χοντρικά και νοερά, τον χρόνο που χρειαζόσουν γιά να «μετρήσεις», από μόνος σου κι επακριβώς, την απόσταση και ταυτόχρονα να «εκμετρήσεις» το «ζην». Τον έβγαλε γύρω στα 3,5 με 4 δευτερόλεπτα και ο επανέλεγχος του το επιβεβαίωσε. 
   Ξανακοίταξε κάτω, ξανακοίταξε πάνω και χαμογέλασε πικρά. Τέσσερα δεύτερα γιά να διανύσεις 60 μέτρα και ίδιος χρόνος γιά να πας από τη Γη στον Ουρανό και την αιωνιότητα! Τι τραγική ειρωνεία. 
   Στο μυαλό στριφογύρισε, άθελα και έξαφνα ο Καβάφης. Ο μέγας Αλεξανδρινός ποιητής που αποτελούσε πάντοτε λυσάρι όλων των προβλημάτων του. Το έσχατο καταφύγιο της ψυχής του. Τώρα που ήρθε η ώρα γιά το δικό του «μεγάλο όχι», τώρα που «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω του έκτισαν τείχη», τώρα που «δεν μπορεί να κάμει την ζωή του όπως την θέλει», τώρα ακούει τον ποιητή να ψιθυρίζει κατ’ ευθείαν στο βάθος του νου του και να τον προτρέπει: «Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει». Ένας μικρός Μάρκος Αντώνιος νεώτερης εποχής είσαι κι εσύ...   
  
    - Καλημέρα σας κύριε, μήπως θα μπορούσατε….. 
   
   Αιφνιδιασμένος από το άκουσμα της ήρεμης φωνής, που ήρθε αναπάντεχα να τον διακόψει  σε ό,τι  είχε  αποφασίσει   να  κάνει,  αφού ούτε  που  είχε αντιληφθεί ανθρώπινη παρουσία γύρω του, ούτε κατάλαβε πώς και   από  πού ξεφύτρωσε, μέσα στην ερημιά του χώρου, τούτος ο άγνωστος και έσπασε το «νεφέλωμα» που τον κάλυπτε και τον καθοδηγούσε, και μπαίνοντας ξαφνικά στα πόδια του έγινε εμπόδιο στα σχέδιά του. 
   Ένας νεαρός άντρας με μακριά καστανά μαλλιά και μάτια, αραιό και κοντό γένι, ευγενικό πρόσωπο και διαπεραστική ματιά, τον κοίταζε κατ’ ευθείαν στα μάτια. Το βλέμμα του βαθύ, λες και τον άγγιζε μέχρι την ψυχή. Αισθάνθηκε περίεργα, κάπως σαν να ξύπναγε από έναν μεγάλο, λήθαργο. Ο άγνωστος έμοιαζε ξένος, αν και μιλούσε άπταιστα ελληνικά, κι αυτό προέκυπτε καθαρά από τις πληροφορίες που αναζητούσε με απλές ερωτήσεις κι απορίες, σχετικά με την ιστορία του βράχου και του Παρθενώνα, γεγονός ασυνήθιστο γιά Έλληνα. 
   Απορροφημένος από τον ευχάριστο διάλογο με τον απροσδόκητο συνομιλητή, που του προέκυψε αναπάντεχα αλλάζοντάς του τα σχέδια, ούτε που κατάλαβε γιά πότε κατέβηκαν στον δρόμο και φτάσανε μέχρι την είσοδο του Μουσείου. Εκεί ο ξένος επιθυμούσε να συνεχίσει την ξενάγησή του στην Ιστορία του ναού και του λόφου της Ακρόπολης. Χαιρετήθηκαν θερμά κι ο άγνωστος χάθηκε στην πόρτα, ενώ ο Θωμάς κατευθύνθηκε προς την καταπακτή του μετρό, μετρώντας τα λιγοστά υπόλοιπα  που  του  άφησε  η  πληρωμή  της  αμοιβής  του  δικηγόρου, γιά να περάσουν το Πάσχα τρεις άνθρωποι. Και μετά… έχει ο Θεός! Ένα εικοσάρικο, ένα δεκάρικο, ένα τάλιρο και κάτι ψιλά κέρματα!
                                                                 *

 (συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου