Αναπόφευκτες οικογενειακές υποχρεώσεις με έφεραν για 2-3 ημέρες στην Αθήνα, φιλοξενούμενο στο… σπίτι μου, που τώρα άλλαξε ιδιοκτήτη!
Έχοντας απουσιάσει γιά πάρα πολλά χρόνια απ΄ αυτό επωφελήθηκα της ευκαιρίας να κάνω μιά γύρα στα παλιά μου στέκια. Να ξύσω τη μνήμη, να στοχαστώ και -κοιτάζοντας βιτρίνες γκαλερί και αντικάδικων- να αναπολήσω άλλες εποχές της πρώτης, δεύτερης και τρίτης νιότης μου. Στέκια όπου, λειτουργώντας σαν ιεροί βωμοί, «τελούσα» εκεί ατέλειωτες σπονδές στη μεγάλη και αγιάτρευτη αγάπη μου γιά το παλιό, το σπάνιο, το καλόγουστο, υποδαυλίζοντας, ταυτόχρονα, με το περιεχόμενό τους ένα ακόρεστο πάθος γιά την τέχνη, την ομορφιά, την καλαισθησία, την ποιότητα του χειροποίητου, την μαστοριά της φινέτσας και την ευγένεια του παλαιού. Όλα αυτά, μπερδεμένα μεταξύ τους, συντηρούσαν και ανακύκλωναν παλιά, αρχέγονα χούγια που ανεδύθησαν από τα βάθη της ψυχοσύνθεσής μου και «έχτισαν» ως σκοπό ζωής την διεκδίκηση και απόκτηση όποιου αντικειμένου τέχνης βρισκόταν στο βεληνεκές της αισθητικής μου προτιμήσεως και της οικονομικής μου δυνατότητος. Μια στάση ζωής, που -ορώμενη από την τωρινή ηλικιακή απόσταση καταδεικνύει την ματαιότητα των εγκοσμίων και την τελική κατίσχυση του αμείλικτου πανδαμάτορα- τότε μονοπωλούσαν, ως στόχος, κάθε ενδιαφέρον κατατρώγοντας, συνάμα, το περιεχόμενο του πορτοφολιού μου, το οποίο δεν προλάμβανε να φουσκώσει από κάποια επαγγελματική αμοιβή, γιατί όλο και κάποιο συλλεκτικό, όμορφο και σπάνιο… «κομμάτι» φρόντιζε να το ξαλαφρώσει.
Με τις πιό πάνω νοσταλγικές αναπολήσεις να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου, κάθε βήμα, κάθε γωνιά και κάθε βιτρίνα αποτελούσε γιά μένα και μιά απογοήτευση. Τα πλείστα άδεια, με βρώμικα δάπεδα, σκονισμένα τζάμια και κρύα αίσθηση εγκατάλειψης
Ξεκίνησα από το πρώτο μου γραφείο -Καρνεάδου 37- το λίκνο μιάς επαγγελματικής σταδιοδρομίας σε χαμηλής πτήσεως καριέρρα. Στο ισόγειο μιάς από τις πολλές πολυκατοικίες που έχτισαν στην περιοχή οι αδελφοί Ιωακείμογλου. Θυμήθηκα, με πολλή συγκίνηση και τρυφερότητα την ιδιοκτήτριά του, την γλυκιά γριούλα Δανάη Τσουκαλά, ευαίσθητη συγγραφέα παιδικών παραμυθιών. Από τη θέση των κουδουνιών εικάζω πως σήμερα στεγάζει έναν… ψυχίατρο!
Κατηφόρισα, μετά, την Πατριάρχου Ιωακείμ και η θέα της Πλατείας Κολωνακίου με κατατρόμαξε. Όχι γιά την εικόνα -γιαπί- που παρουσίαζε λόγω της κατασκευής σταθμού μετρό, αλλά γιά τους αρκετούς ανέστιους και άστεγους επαίτες που τα αφημένα κουρελοκλινοσκεπάσματά τους, μαζί με τα σχετικά συμπράγαλα επαιτείας, «στόλιζαν» τα πέριξ πεζοδρόμια.
Στις Αναγνωστοπούλου και Σκουφά παλιές καλές αίθουσες τέχνης έδειχναν στις μισοάδειες προθήκες τους κάτι… «κουτσουλιές» τέχνης. Το βλέμμα μου, αμήχανο και ξεχασμένο, αναζητεί παρκαρισμένο το ασημί «κατσαριδάκι» του αείμνηστου σπουδαίου μαικήνα της κλασσικής μουσικής, του Χρήστου Λαμπράκη, με την συναίσθηση της πραγματικότητος να αυξάνει την μελαγχολία από την απουσία του.
Τριγυρίζοντας στους πέριξ δρόμους ματαίως αναζητώ τους παλιούς γνώριμους -έως φίλους- αντικαίρ. Πάνε ο Αλέκος. Βασιλειάδης, η Οθωναίου, ο Ρόδιος, ο Μπενάκης, ο Μιχαλακάκος, ο Γκούτης, ο Κουρντ, ο κορνιζάς Παζόπουλος και τόσοι άλλοι. Στο 33 της Σόλωνος, το κατάστημα του αγαπημένου μου Φώτη Μαλέα -γιός του περίφημου ζωγράφου- στο νεοκλασσικό διώροφο που, παλιά, του είχα βγάλει άδεια μικροεπισκευής, στεγάζει σήμερα, αγνώριστο, πολυτελείς… σουίτες, προφανώς aibnb! Μόνη γέφυρα με το παρελθόν το κορνιζάδικο Λυμπεράκη κι αυτό αγνώριστο σε εμφάνιση.
Κάποια, υποτιθέμενα, αντικάδικα όζουν γυφταρίλα, εύκολα αναγνωρισμένη από την γκάμα των εκτιθεμένων αλλοπρόσαλλων αντικειμένων.
Πάει ο Μιχαλαριάς, με το νεοκλασσικό του να στεγάζει... εφοπλιστική εταιρεία, πάει κι η Λέσχη Κινηματογράφου στην αρχή της Κανάρη.
Λίγες και μικρές οι οάσεις που απέμειναν στην σημερινή κατάντια της πνευματικής ερήμου. Μεταξύ αυτών η ΣΤΟΑ του Άγγελου Σταυρόπουλου, Δημοκρίτου και Αλ. Σούτσου, ο Τσαγκαράκης, γωνία Καψάλη και Ηροδότου, με το γνωστό πορτραίτο του Τσαρούχη και το ζευγάρι των μεγάλων βάζων Sevres στη βιτρίνα και το ποιοτικό κατάστημα του Γιάννη Κουρτίδη , στις αρχές της Υψηλάντου. Οάσεις που διασώζουν την τιμή και αξιοπρέπεια των έργων τέχνης και των σπανίων συλλεκτικών αντικειμένων.
Η εμφανής και κραυγαλέα χλιδή των λαμπερών βιτρινών των πανάκριβων καταστημάτων της περιοχής ενοχλεί, μάλλον, με την κατάχρηση πλαστικού, παρά εντυπωσιάζει. Χάρτινα πιάτα.
Όμως αυτό που με "χάλασε" περισσότερο ήταν η οδός Μηλιώνη. Εντυπωσιακός και ασφυκτικός πεζόδρομος γεμάτος από πάσης φύσεως μπαρ, καφενεία, αναψυκτήρια και φαγάδικα. Χλιδή, λούσα, μεγάλες μερίδες, συνωστισμός. Κόσμος και ντουνιάς που ικανοποιούσε λαρύγγια και κοιλιές. Δηλαδή τα σημεία όπου έχει καταφύγει, πλέον, το κέντρον βάρους και υπόστασης του ατόμου.
Γύρισα, τριγύρισα και… ξαναγύρισα δρομαίως στη μοναξιά της φωλιάς μου. Εκεί όπου πραγματικά αισθάνομαι πως ανήκω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου