Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Παιδικές αναμνήσεις.


  
 Χ Ρ Ο Ν Ι Α  Κ Α Λ Α  Κ Α Ι  Μ Ε  Υ Γ Ε Ι Α                    


(σας εύχεται ο μικρός Αλέξης και τα 6 αδελφάκια του)
                       
                    Παιδικές αναμνήσεις (ΙΙΙ)

   Η «Παιδική Χαρά» του Αγ. Κωνσταντίνου, της Λένορμαν, υπήρξε γιά πάρα πολλά χρόνια το αρχικό και μητρικό κύτταρο κάθε αθλητικής, και όχι μόνο, δραστηριότητος. Από το Μεταξουργείο μέχρι την Κολοκυνθού και από το Λόφο του Στρέφη μέχρι τον Βοτανικό, όλοι η «μαρίδα» εύρισκε ένα καταφύγιο παιχνιδιού και αθλοπαιδιών. Και μαζί μιά ζεστή και φιλόξενη αγκαλιά, σε εποχή που οι σημερινοί κίνδυνοι γιά την νεολαία ήσαν, σχεδόν, ανύπαρκτοι έως αμελητέοι.
   Ναρκωτικά άγνωστα και κάτι σποραδικά εμφανιζόμενοι παιδεραστές, που περνούσαν σχετικά απαρατήρητοι και μάλλον ακίνδυνα. Ενδεικτικά θυμάμαι τον κυρ Γιώργη, τον εφοριακό στην πόρτα του κινηματογράφου «Αρμονία», ο οποίος κάθε Κυριακή πρωί είχε παράσταση με κάποιο, «κατάλληλο γιά ανηλίκους», έργο και τιγκάριζε από θορυβώδες πιτσιρικομάνι. Χαμός! Ο κυρ Γιώργης λοιπόν καλύτερή του, με το τικ στο μάτι, (ρε παιδί μου σύμπτωση, σχεδόν όλοι οι παιδεραστές έχουν τικ στο μάτι!), Κυριακή πρωί-πρωί πρώτος στην πόρτα! Όταν έβλεπε κανένα στρουμπουλό αγοράκι, από τα λεφούσια που συνέρεαν, αφού του έκοβε το εισιτήριο, του έπιανε απαλά τον πωπό και του ευχόταν:
   - Άντε μικρέ, καλή διασκέδαση!
   Εδώ κρίνω σκόπιμο να διευκρινίσω πως μέχρι τα 20 ήμουν πετσί και κόκαλο! (Όχι τίποτε άλλο, γιά να ξέρουμε τι λέμε, δηλαδή!).
   Και μιά και μιλάμε γιά τέτοιους τύπους αξίζει να αναφέρω και το εξής. Έξω από το γήπεδο του Σπόρτινγκ, στα Κάτω Πατήσια, ήταν στημένος χρόνια ένας γεράκος πασατεμπάς. Μέλος κι εγώ της ομάδος μπάσκετ του Βαρβακείου, παίζαμε κάποτε εκεί με την αντίστοιχη του Η΄ Γυμνασίου. Μαζί με τους παίκτες είχαν έρθει να παρακολουθήσουν το ματς και κάποιοι φίλοι και συμμαθητές, μεταξύ των οποίων και ένας πολύ… παχουλός, στα όρια του «χοντρομπαλάς», ο οποίος συνεχώς πάντα κάτι θα μασούλαγε. Πιθανότατα, ακόμη και στον ύπνο του! Λίγο πριν τη πόρτα του γηπέδου, ο χοντρός αγόρασε… πασατέμπο κι ο πονηρός γέρος, που βλέποντάς τον άστραψε τα μάτι του, (αυτό με το τικ), όταν του δίνει τη σακούλα του χουφτώνει και τον πισινό, λέγοντας με μιά βαθιά και ψιλή φωνή, σαν εγγαστρίμυθος:
   -Τι ωραία μαγουλάκια που έχεις γιόκα μου!
   -Μα τι λες, ρε παππού, αυτά δεν είναι τα μάγουλά μου, είναι ο πισινός μου.
   -Πώς τα ξέρεις, μπαγασάκο!, ανταπαντά ο γέρος και, χραααπ΄, του ξαναχουφτώνει τον πισινό!

   Αλλά ας γυρίσουμε πάλι πίσω  στην Παιδική Χαρά. Γύρω στις 3 παρά, ένα μικρό πλήθος από μαμάδες και γιαγιάδες, πλαισιωμένες με παιδιά κι εγγόνια, περίμεναν στωικά τον φύλακα, τον κυρ Αντώνη, γνωστό ως Μπάρμπα-Δεινόσαυρο, με μιά  κοιλιά, νά! , σαν πελώριο βαρέλι, (όμοιο μ’ εκείνα της απέναντι ταβέρνας του θείου Μίμη, του Σκαλούμπακα), ν’ ανοίξει την πύλη του… παραδείσου και να ορμήσει μέσα το λεφούσι! Αν του έβαζες μούσια, γένια και μιά λευκή χλαμύδα θα μπορούσες να τον παρομοιάσεις με τον Άγιο Πέτρο, τον κλειδοκράτορα του αυθεντικού Παραδείσου.
   (Σημ. Μ’ αυτόν τον θείο Μίμη, σε πολύ μεταγενέστερα χρόνια, το '79,  έχω ζήσει μιά σπαρταριστή ιστορία στο Μαυσωλείο του Μάο, στο Πεκίνο, όπου παρά λίγο να οδηγηθεί ένα ολόκληρο γκρουπ στις κινέζικες φυλακές! ).   
   Η μόνιμη ποδοσφαιροπαρέα, αφού είχε διασφαλιστεί η ύπαρξη λαστιχένιου τοπιού, έστω του «ερζάρτς», με την κάλτσα και τα κουρέλια, είχε ήδη χωριστεί σε ομάδες και έτρεχε να κατοχυρώσει το χώρο του γηπέδου της, ο οποίος διεκδικούνταν και από άλλες ομάδες. Και όποιοι έφταναν πρώτοι  -«τούκα πρώ»-   θα έπαιζαν, ενώ οι υπόλοιποι θα έπρεπε να ξεβολευτούν. Ή μπάσκετ, ή βόλλεϋ, ή… έξω στις αλάνες, που δόξα τω Θεώ αφθονούσαν!
   Όμως, εκτός από τις αθλητικές δυνατότητες γιά τους μέτζο-μπόμπιρες, υπήρχαν κούνιες, τραμπάλες, τσουλήθρες με σκάμματα ασφαλείας, καθώς και γιά παιχνίδι με κουβαδάκια και φτυαράκια, γιά τα πολύ μικρά παιδιά και κανονικά γήπεδα αθλοπαιδιών γιά τους αρκετά πιό μεγάλους.

   Ο Κολωνός, αλλά και η ευρύτερη περιοχή, υπήρξε μιά από τις σπουδαιότερες αθλητικές μήτρες εκείνης της εποχής. Έβγαλε πάρα πολλά, αυθεντικά αθλητικά ταλέντα, όπως, π.χ. τον Παναγιώτη Κόκκινο, παρατσούκλι «Μπούκης», τους Θόδωρο Ανδρικόπουλο, Σπύρο Κατσίκη, Τάσο Γυφτάκη, Σούλη Τουρσούγκα, τον μετέπειτα προπονητή της γυναικείας ομάδος του Παναθηναϊκού, στο βόλλεϋ, τον πανύψηλο Μπέζο, Αντρέα Λοχαΐτη, Χρήστο Κυριαζόπουλο, στο μπάσκετ, τα αδέλφια Στέλιο και Μάριο Αρβανιτόπουλο στην άρση βαρών, τον εκπληκτικό Σώζο Αποστολίδη στο μονόζυγο, με τις ατέλειωτες γιγαντιαίες αιωρήσεις, τον Μάκη Γερμανάκο, τερματοφύλακα στον Εθνικό και μετά διεθνή διαιτητή ποδοσφαίρου, και πλήθος άλλων, το όνομα των οποίων τώρα μου διαφεύγει, χωρίς όμως να ξεχνιέται ποτέ η συνισταμένη και καδραρισμένη εικόνα μιάς ευτυχισμένης, (ίσως της πλέον), περιόδου της ζωής μου. Και θα έβγαζε ακόμη περισσότερα αν....
   Δυστυχώς η ταραγμένη μετεμφυλιοπολεμική εποχή, όπου η χώρα καθημαγμένη, διχασμένη, κατεστραμμένη και πάμπτωχη, ( σχολικά συσσίτια,  πρωτοχρονιάτικα κουτιά με τα ασήμαντα δώρα του Δήμου, που τα παραλαμβάναμε με λαχτάρα, ως μάνα εξ ουρανού, κ.λπ.), και ο αναγκαίος και αδυσώπητος βιοπορισμός, σε συνδυασμό με την εθνική μας κακοδαιμονία, την αδιαφορία και τον… κακό μας τον καιρό, δεν επέτρεψαν σε πολλά «λουλούδια» ν’ ανθίσουν. Και μαράθηκαν πρόωρα, βορά στη φτώχεια, τη μιζέρια, την άγνοια, την αφροντισιά, την έλλειψη καθοδήγησης και το κυνηγητό του μεροκάματου.

   Άφησα γιά το τέλος τον πιό καλό, τον πιό αγαπημένο φίλο των παιδικών μου χρόνων. Τον Στράτο Κρόζο. Έναν αδύνατο, κοντοκουρεμένο μόνιμα με την ψιλή, «ζουμπά». Στραβοκάνη, όπως όλοι μας, από το κυνήγι της μπάλας, με τα μεγάλα, εκφραστικά και θλιμμένα μάτια. Αυτόν που διάλεξε ο Γκρεγκ Τάλας γιά να πρωταγωνιστήσει στο περίφημο «Ξυπόλητο Τάγμα».
   Το πιό περίεργο με τον Στράτο, αυθεντικό υποκριτικό ταλέντο, ο οποίος θα μπορούσε άνετα να κάνει καριέρα στο θέατρο και το σινεμά, είναι πως ούτε πριν, ούτε μετά, δεν ανέφερε λέξη γι’ αυτή την ταινία. Ούτε κουβέντα, πως, πού και γιατί διάλεξαν αυτόν κι όχι άλλον. Και μετά… χάθηκε από το καλλιτεχνικό στερέωμα, μένοντας ένας απλά λαμπρός μετεωρίτης, που μεσουράνησε προς στιγμήν και μετά εξαφανίστηκε. Το ίδιο ξαφνικά κι απότομα, όπως ήρθε. Λες και η όλη ιστορία απετέλεσε μιά «μαύρη τρύπα» στη ζωή του, η οποία ρούφηξε όλο το διάστημα γυρίσματος της ταινίας και μετά.... τέρμα!  Ακόμη κι όταν το ’58 τον «μάζεψα» στον ποδοσφαιρικό Ορφέα και τον συνέστησα εκεί ένθερμα, ακόμη και τότε δεν μου είπε λέξη γιά το φιλμ και το ιστορικό της επιλογής του.

   Μιά ακόμη, εξαιρετική, φιγούρα του τόπου και του χρόνου, ήταν ο Κυρ Σπύρος ο μαέστρος, ο «πιρουράμ- παμ- παμ»! Το παρατσούκλι του κόλλησε από τις προφορικές οδηγίες που έδινε στους εκπαιδευόμενους τυμπανιστές του.
   - Όχι έτσι, παιδί μου. Να πως. «Πιρουράμ-παμ-παμ, πιρουράμ-παμ-παμ! Ακριβώς, έτσι!
   Ένας μικροκαμωμένος, ξερακιανός, ακούραστος ανθρωπάκος του οποίου η αμυδρή εικόνα, όταν έρχεται στο μυαλό μου, τον φέρνει σαν ένα αεικίνητο εκκρεμές. Όλο πέρα-δώθε! Πάντα τρεχάτος, πάντα ζωηρός και με σπασμωδικές πάντα, κινήσεις. Όμως καλόκαρδος και γελαστός, πάντοτε. Ένα αρκετά παρεμφερές ανάλογο, όμως στο αρκετά πιό γεμάτο, θα μπορούσε να δώσει ο Λουί ντε Φυνές.

   Ο κυρ Σπύρος, αν και μόνο μουσικός, αποτελούσε την, γενικώς, καλλιτεχνική «ψυχή» του Κέντρου. Κατ’ αρχήν είχε συγκροτήσει μιά πολύ αξιόλογη παιδική μπάντα, η οποία έδινε μονίμως το «παρών» σε κάθε ανάλογη περίσταση. Και τέτοιες υπήρχαν, τότε, πολλές! Παρελάσεις, λιτανείες, γιορτές, άλλο τίποτα.
   Μπροστά, πρώτη-πρώτη, από οτιδήποτε άλλο, παρήλαυνε η μπαντίνα του κυρ Σπύρου. Όλοι με ομοιόμορφες στολές, άσπρο πουκάμισο μπλέ παντελόνι, άνοιγαν θορυβωδώς τις τελετές. Ντουμ-ταρατατζούμ! Και πρώτος απ’ τους πρώτους ο μαέστρος, ο κυρ Σπύρος! Με τη μεγάλη μπαγκέτα και ύφος Κάραγιαν να σέρνει το… χορό, στριφογυρίζοντας, μιά μπρος-μιά πίσω, (μη πέσουμε και τσακιστούμε, κιόλας!), μάζευε τα πρώτα, τα πιό θερμά και πιο ενθουσιώδη χειροκροτήματα, από τα πλήθη που παρατεταγμένα στα πεζοδρόμια παρακολουθούσαν με κέφι και υπομονή τα δρώμενα.

   Βλέποντας, από την ασφαλή απόσταση του χρόνου, το έργο του κυρ Σπύρου, (ποτέ δεν έμαθα επώνυμο), αισθάνομαι την υποχρέωση να του αναγνωρίσω ακρογωνιαίας σημασίας συμμετοχή κι επιρροή στην μετέπειτα μουσικές  μου επιλογές κaι την σηματοδότηση της μουσικής μου παιδείας. 
   Στην ευθύνη του ανήκαν κινηματογραφικές προβολές καθώς και διάφορες μουσικές παραστάσεις που κατά καιρούς εδίδοντο στη μικρή αίθουσα του πάνω ορόφου. Ο χώρος, αν και μικρός, χωρούσε άνετα το, ούτως ή άλλως, λιγοστό ακροατήριο, αφού οι περισσότεροι πιτσιρικάδες, αντί της σκοτεινής καλλιτεχνικής «στενωπού», προτιμούσαν την άπλα του γυμναστηρίου.
   Μιά ανεξήγητη παρόρμηση μ’ έσπρωχνε στο να στριμώχνομαι στην ουρά, αφού γιά την είσοδο ετηρείτο σειρά προτεραιότητος μέχρι κορεσμού της μικρής αίθουσας, προκειμένου να παρακολουθώ τέτοιες εκδηλώσεις, οι οποίες ανακοινώνονταν μ’ ένα χαρτί κολλημένο στην πόρτα από την προηγουμένη.
   Με πολλή συγκίνηση θυμάμαι ζωηρά, τον κυρ Σπύρο στο πιάνο κι έναν νεαρό βαρύτονο
να τραγουδά ένα τραγούδι, του οποίου τους στίχους έμαθα, πολλά-πολλά χρόνια μετά, πως είχε γράψει ο ποιητής Γ. Βιζυηνός. Ήταν η «Ανεμώνη» σε μιά ελαφρώς παραλλαγμένη και αρκετά συντομευμένη έκδοση. Το τραγούδι είναι γνωστό και σαν: «Ένας βράχος στο βουνό». Ακόμη θυμάμαι, ακριβώς και κατά λέξη, τους στίχους εκείνου του τραγουδιού, όχι του μακροσκελούς ποιήματος! Ειδικά εκείνο το τελευταίο τετράστιχο:
   -« Τώρα στέκει μαδητή / με τα δάκρυα στο μάτι / διατί, αχ΄, διατί / ν’ αγαπήσει ένα διαβάτη!», δεν ντρέπομαι να ομολογήσω πως ακόμη μου φέρνει μιά υγρασία στα μάτια.




   Δυστυχώς γιά σας, θα πρέπει να…. συνεχίσω προσεχώς.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου