Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Παλιά Αθήνα, παλιές αμαρτίες.


Νεανικές τρέλες κι ευτράπελες κακοήθειες.

   Λένε, (και μακάρι να έχουν δίκιο), οι πολύ ψαγμένοι περί τη θεολογία, πως μιά αμαρτία, όταν την εξομολογείσαι με συντριβή και από «βάθους καρδίας», συγχωρείται και διαγράφεται από το ποινικό μητρώο της ψυχής σου κι ελαφρώνεις ως αμαρτωλός!
   Επειδή, όσο να ’ναι, δεν απέχει και πάρα πολύ η ώρα της δικής μου δίκης, (την αναβολή της οποίας επιδιώκω μετά μανίας και εύχομαι!), σκέφτηκα, καλού-κακού, να «ξεσκαρτάρω» μιά πολύ παλιά παιδική μου ανοησία. Και, πού ξέρεις, μπορεί έτσι να πετύχω κάποια αναβάθμιση στην … Κόλαση. Κι ένα υπόγειο ν’ ανέβω, κέρδος είναι. Μ’ ένα, ίσως, πιό ευρύχωρο, ατομικό καζάνι και, πιθανόν, με λιγότερο ζεματιστό λάδι!

   Ήταν χειμώνας του ’61 όταν, φρέσκος οδηγός με ολοκαίνουργιο δίπλωμα οδήγησης, νοίκιαζα αυτοκίνητα γιά τις σχετικές τσάρκες και γνωριμία με τον άγνωστο, τότε, κόσμο της Αττικής και των περιχώρων.(100 δραχμές την ημέρα κι η βενζίνη δική μου). Θυμάμαι πως προτιμούσα ένα γειτονικό ημιυπόγειο γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων στην Πλατεία Βικτωρίας, γωνία με την Γ΄ Σεπτεμβρίου. Ο ιδιοκτήτης του, ένα θηρίο μέχρι εκεί πάνω, μονίμως κρυωμένος, με παλτό και κασκόλ πάντα, με πέρασε πρώτα από… πρακτικές εξετάσεις, (με πήγε βόλτα Γ’ Σεπτεμβρίου - Αγ. Μελετίου – Αριστοτέλους – Φερών – Γ΄ Σεπτεμβρίου. Οδηγός εγώ, δίπλα αυτός, βλοσυρός κι αμίλητος), γιά να με… τσεκάρει προσωπικώς, πριν μου εμπιστευτεί το αμάξι του, ένα ολοκαίνουργιο Όπελ Ρέκορντ. Φεύγοντας δε, μου έδωσε και τις τελευταίες του οδηγίες:
   - Και άκου να δεις μικρέ, όχι να λες στη γκόμενα, «πιάσε εσύ το τιμόνι, γιά να σου πιάσω εγώ το βυζί»! Αν θες τέτοια, να πηγαίνεις στις ερημιές της Φιλοθέης πρώτα!!
   Προφανώς εννοούσε εκείνα τα περίφημα «βραχώδη οικόπεδα» που είχε μοιράσει τότε ο Καραμανλής σε βουλευτές, φίλους και σόγια και χάλαγαν κόσμο  οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης.
   ( Σημ. Περιττό να λεχθεί πως, εκτός όλων των άλλων, η… πατρική αυτή συμβουλή μου έβαλε στο μυαλό την περιέργεια να γνωρίσω τη Φιλοθέη και τις… χάρες της, όπερ και εγένετο, φυσικά! Μαζί με τις ερημιές και την περίφημη «ΕΒΓΑ», ένα από τα λιγοστά στέκια της νεολαίας εκείνης της εποχής. Άλλα δύο που θυμάμαι πρόχειρα ήταν το Σίλβερ Χάουζ στην Κηφισιά κι η ΒΡ του Καλούμενου στον Άλιμο).

   Εν πάση περιπτώσει, με όλη την παλιοπαρέα κόβαμε ανιχνευτικές βόλτες σε μιά Αττική άδεια κι ασφαλή από κίνηση, αλλά προ πάντων άγνωστη, όμορφη κι ευχάριστη. Αρκεί να σημειωθεί πως το τελευταίο, προς βορά, φανάρι ήταν στο Γηροκομείο και το τελευταίο προς νότο στην αρχή της Συγγρού, μπροστά στο ζαχαροπλαστείο «Μασκωτίτσα». Από εκεί και πέρα η απόλυτη άπλα, η απόλυτη ελευθερία!
   Κάθε…. εκστρατεία είχε την ίδια αίσθηση περιέργειας κι απόλαυσης με εκείνη του Κολόμβου, όταν εξερευνούσε την Αμερική! Απολαμβάναμε, ως πνεύμα, εξαίσια ηλιοβασιλέματα στο Σούνιο και ως σάρκα, χορταστικά παϊδάκια στις χασαποταβέρνες της Χασιάς ή στο «Κουτούκι του Αποστόλη». (Μιά παράγκα, λίγο πριν τον Φάρο της Ν. Ερυθραίας, που αρκετά μετά έγινε και τραγούδι). Πριν, βεβαίως, καταλήξουμε, όλοι και όλα μαζί, στου Βάρσου στην Κηφισιά, κατά τα ξημερώματα, γιά ένα τελευταίο μεγάλο, (χωνευτικό το λέγαμε),  μπωλ κρέμα σαντιγύ. (Κάπως αλλιώς το έλεγε ο Βάρσος, αλλά δεν έχει σημασία).
   Η χρηματοδότηση όλων αυτών των «επιχειρήσεων» έχει μεγάλο ενδιαφέρον και θα μας απασχολήσει προσεχώς. Τώρα συνέχεια στο αρχικό θέμα μας.

   Μιά Κυριακή μεσημέρι πήγαινα με το νοικιάρικο μόνος στην Αχαρνών προς το τέρμα της. Ο καιρός ήταν χάλια και κάποια προηγηθείσα νεροποντή έκανε το δρόμο να μοιάζει με μία μικρή Υλίκη, κυρίως προς τα πεζοδρόμια, όπου λόγω κλίσεως μαζευόταν το πολύ νερό. Κάπου στο ύψος της Χέυδεν, στη στάση, ένα μικρό πλήθος, μπορεί και 30 άτομα, περίμενε στωικά κάποιο λεωφορείο που, ως συνήθως, αργούσε. Η κίνηση ήταν μηδενική και το μόνο όχημα που εκινείτο, σε όλο τον ορίζοντα  -Πλ. Βάθη-Αγ. Παντελεήμων-  ήταν το δικό μου. Προχωρούσα αργά και στο μέσον της οδού, το μόνο στεγνό τμήμα της, ώσπου βλέποντας την ουρά στη στάση μου κατέβηκε η διαβολική ιδέα! Αμέσως, πατάω τέρμα γκάζι και κάνοντας ένα ωραιότατο λούπινγκ, το οποίο θα ζήλευε κι ο πιο έμπειρος πιλότος της … Λουφτβάφε, περνάω το αμάξι σύρριζα στο πεζοδρόμιο, με τον πίδακα νερού που σηκώθηκε να καταβρέχει μέχρι τα μπαλκόνια του α’ ορόφου των παρόδιων πολυκατοικιών! Η συνέχεια, φαντάζομαι ευκόλως αντιληπτή. Πάντως, κοιτάζοντας πίσω από τον καθρέφτη, θυμάμαι όλο το πλήθος των αναμενόντων στη στάση, να είναι παρατεταγμένο κάθετα στο δρόμο κολυμπώντας, αφού ο βρεγμένος δεν φοβάται πλέον το νερό, και να μουντζώνει προς τη μεριά του Αγ. Παντελεήμονος, όπου κατευθυνόμουν! Μάζεψα έτσι, ένα σύνολον 30Χ2 = 60 μούντζες, τουλάχιστον, πλέον τα σχετικά….γαμωσταυρίδια και τις κατάρες, τα οποία δεν μπορούσα ν’ ακούσω μεν, αλλά να φανταστώ, ευχερέστατα!

   Σήμερα, πάνω από μισό αιώνα μετά, από αυτή τη στήλη κι αυτή τη θέση, από όλους εκείνους, που σε μιά στιγμή νεανικής αμυαλιάς, μετέτρεψα από ανθρώπους σε .. πάπιες, αλλά κι από το Θεό που τότε με είδε και τώρα μ’ ακούει, ζητώ ταπεινά και συντετριμμένος συγχώρεση. Αν τυχόν, μάλιστα, κάποιος εξ εκείνων των «θυμάτων», ή κάποιος κατιών συγγενής που ξέρει την ιστορία, τυχαίνει να διαβάζει τώρα αυτές τις γραμμές και μου το ζητήσει, θ’ αυτομαστιγωθώ ευχαρίστως, ως ελάχιστη πράξη μετάνοιας κι εξιλέωσης!







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου