«Είναι άχτερ, είναι μπούχτερ….»!
Αρχίζω με τον πιό συμπαθή τύπο και την παρλάτα του, που δεν μπορεί να ξεχαστεί από όσους τον διασταύρωσαν στα γήπεδα. Προσωπικά, τον θυμάμαι στις εξέδρες της Λεωφόρου να τριγυρίζει αεικίνητος, πουλώντας πάντα φιστίκια Αιγίνης. Νέος, περίπου 35-40, με μουστακάκι που τον μεγάλωνε, έκανε από μακριά αισθητή την παρουσία του καθώς κυκλοφορούσε βιαστικός στους διαδρόμους, ανάμεσα στα διαζώματα παρλάροντας:
- «Είναι άχτερ, είναι μπούχτερ, είναι μάκινα μπουζούχτερ»! Και μετά συνέχιζε με διάφορα….. επίκαιρα. Π.χ. «Το έφαγε ο…τάδε και έκανε… αυτό. Το έφαγε ο… δείνα και είπε το … άλλο». Και έτσι, μέσα στην ιλαρότητα που σκορπούσε ξεπούλαγε, αφού είχε γυροφέρει όλο το γήπεδο, 2-3 φορές! Τότε δεν υπήρχαν κάγκελα και διάφορα διαχωριστικά στις κερκίδες και ο μόνος αποκλεισμός αφορούσε τον χώρο των … επισήμων, και των ακριβότερων εισιτηρίων. Όμως και τότε, από τον πάνω-πάνω διάδρομο, μπορούσες να παρακάμψεις αυτό το … γκέτο και να κυκλοφορήσεις σε όλο το γήπεδο, κάτι που έκαναν οι μικροπωλητές.
Βασικά πωλούμενα είδη τα πάσης φύσεως στραγαλοπασατεμπικά και τα αναψυκτικά, φάρμακο γιά τη δίψα που προκαλούσαν τα προηγούμενα και ο … ήλιος.
Άλλο φρούτο των κερκίδων, η λοταρία. Ο…. «διοργανωτής» πουλούσε χαρτάκια-λαχεία με αριθμούς, συνήθως πεντάδες, γραμμένους κάθετα. Π.χ. από το 1 έως 5, από το 5 έως 10, κ.ο.κ. Το έπαθλο ήταν ποικίλης … ύλης. Από μεγάλες πλάκες σοκολάτας μέχρι… ψάρι! Έδειχνε με καμάρι το .. βραβείο, κυκλοφορώντας στην εξέδρα κι όταν ξεπούλαγε τους λαχνούς, κάποιος πιτσιρίκος τραβούσε από μιά σακούλα το τυχερό νούμερο κι ο κάτοχος, μόλις το άκουγε, σηκωνόταν όρθιος φωνάζοντας:
- Το 163, είπες; Εδώ! Και γύριζε σπίτι με την… ψαρούκλα γυμνή, κρεμασμένη από ένα σπάγγο!
Ο αθλοθέτης, γιά να πείσει και τον τελευταίο δύσπιστο περί του αδιάβλητου της κληρώσεως, καθώς τριγυρνούσε πουλώντας τους λαχνούς, διαλαλούσε συνέχεια δείχνοντας την ….κληρωτίδα:
- Και η σακούλα… ελέγχεται! Μιά φράση που νομίζω αποτελεί και σήμερα ένα γενικότερο σλόγκαν επιβεβαίωσης αξιοπιστίας, μαιευτήριο του οποίου υπήρξε το γήπεδο του Παναθηναϊκού.
(Σημ. Αργότερα αυτή τη λοταρία τη συναντούσα συνεχώς, με έπαθλο μόνο ψάρια, στα πλοία του Αργοσαρωνικού).
Με τη λήξη του αγώνα, καθώς τα λεφούσια ξεμπουκάριζαν από τις πόρτες, σου έσπαγε τη μύτη η τσίκνα των διάσπαρτων υπαίθριων σουβλατζίδων. Εκεί γινόταν η εξής πλάκα. Πέραν από το αμφιβόλου ποιότητος κρέας, έπαιζε και το, με πολλές πιθανότητες μάλιστα, να σου πασάρουν σουβλάκι… άδειο! Τυλιγμένο κανονικά, με ντομάτα, κρεμμύδι, αλλά χωρίς… κρέας μέσα! Λόγω της φούριας στη λήξη του αγώνα, ο πονηρός σουβλατζής, γιά να προλαβαίνει την πελατεία, είχε ήδη έτοιμα από πριν σουβλάκια, αραδιασμένα στον κινητό πάγκο του, πασάροντας στη ζούλα και μπόλικα ... άδεια! Ο μουστερής στην πρεμούρα του και τον συνωστισμό άρπαζε όποιο του σέρβιρε ο πωλητής κι έφευγε. Κι έτσι έπαιζε με… τις πιθανότητες.
Ο μόνιμος «βουθουλέος» συμμαθητής και σύντροφος στις παρακολουθήσεις, ποδοσφαιρικών αγώνων, φανατικός παναθηναϊκάκιας, ο Φώκος, ήταν ένα πολύ καλό και αγαθό παιδί. Όμως ήταν χοντρός, ολοστρόγγυλος, που έτρωγε σαν λύκος. Παντού και πάντα μασούλαγε. Όταν δεν έτρωγε, στα διαλείμματα των γευμάτων, όλο και κάτι… τσίμπαγε!
Ο Φώκος λοιπόν, μόλις βγαίναμε από το γήπεδο, όρμαγε πρώτος και καλύτερος, γιά να προλάβει, κι αγόραζε μισή ντουζίνα σουβλάκια, έτσι γιά να σπάσει λίγο τη… λιγούρα!
Σχεδόν πάντα, και μέχρι να φτάσουμε στην Ιπποκράτους, ο Φώκος, μισομπουκωμένος και πασαλειμένος με τζατζίκια, άρχιζε τα μπινελίκια:
- Τον π…η, πάλι άδειο μου ’δωσε!
Κι ας ξέραμε όλοι το τι θα συμβεί, κι ας τον προειδοποιούσα συνέχεια. Πού αυτός. Απ’ τη λιγούρα δεν καταλάβαινε Χριστό. Πάντα αγόραζε σουβλάκια και συνηθέστατα την πάταγε, οπότε όλη η παρέα περίμενε πότε θα σκάσει η … μπόμπα, δηλαδή το τζούφιο σουβλάκι, γιά να βάλει τα γέλια!
- Μωρέ, μπράβο! Φτάσαμε Ασκληπιού κι ακόμα να φανεί το…. τυχερό!
Στο γήπεδο του Πλάτωνα τα πράγματα ήσαν πιό φτωχικά και πιό λαϊκά. Κεντρική φιγούρα μικροπωλητή ένα σαμαλιτζής. Ένας και μοναδικός έτυχε στη ζωή μου, αφού έκτοτε όπου ζητούσα σάμαλι μου πασάρανε ραβανί. Όμως πρόκειται γιά τελείως άλλο πράγμα. Έτσι ακόμη και τώρα, εκείνη η γεύση με στοιχειώνει ακόμη!
Ο τύπος είχε το … μαγαζί, μιά λαμαρίνα μετρίου μεγέθους, στημένη σε μιά γωνιά, δίπλα στο κόρνερ, τοποθετημένη επάνω σ’ σαν πτυσσόμενο ξύλινο Χ. Με ένα κοφτερό μαχαιράκι έκοβε, λουρίδα-λουρίδα, το γλύκισμα και μετά, με διαγώνια, λοξά κοψίματα προέκυπταν … οι μερίδες. Κομμάτι και πενηνταράκι!
Κάθε Κυριακή, πρωί-απόγευμα, ξεκίναγα γιά το γήπεδο με ένα πενηνταράκι, χαρτζιλίκι, στη τσέπη. Τη δραχμή που μου αναλογούσε την έσπαγα στη μέση. Μισή το πρωί, μισή το απόγευμα. Είχα τους λόγους μου.
Όταν έφτανα στο γήπεδο, νωρίς-νωρίς, το μάτι ήταν μιά στον αγώνα, μιά στη γωνία γιά τον σαμαλιτζή. Όταν τον έβλεπα ησύχαζα και στο ημίχρονο, τσουπ! μπροστά του. Τότε, όπως σχεδόν σε όλους τους μικροπωλητές, υπήρχε ο μικροτζόγος στις συνήθειές του. Από ένα σακουλάκι που είχε στο ταμπλά με νούμερα από παλιά τόμπολα, τράβαγες ένα, το έσφιγγες στη γροθιά και του πρότεινες το χέρι:
- Μονά! έλεγε, ας πούμε. Άνοιγες το χέρι κι αν ήταν μονό το νούμερο, πλήρωνες το πενηνταράκι κι έμενες… ρέστος. Παρέα με την απογοήτευση και τα σάλια να τρέχουν. Αν ήταν ζυγό, έπαιρνες το κομμάτι, θριαμβευτικά και τζάμπα! Φυσικά, όποιος δεν ήθελε ρίσκα, απλώς αγόραζε. Κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ μου. Όλα ή τίποτα!
Η πρόνοια του να έχω μόνο μισό φράγκο στη τσέπη μου εξασφάλιζε το σπάσιμο της πιθανής πρωινής γκίνιας, με μιά νέα προσπάθεια το απόγευμα. Πάντως και στατιστικά, η απογοήτευση που συνόδευε τις μισές Κυριακές της… χασούρας, η στέρηση κι η στενοχώρια με σημάδεψαν διά βίου. Χρειάστηκαν περίπου 60 χρόνια κι η συνδρομή της Ελληνίδας συντρόφισσας Κρουέλας ντε Μιλ και του σύντροφου Δρακουμέλ της Καστοριάς, γιά ν’ αντιληφθώ το μέγεθος της βίας που ασκούσε ο άπονος και στυγνός καπιταλίστας σαμαλιτζής, απάνω σ’ ένα ανυπεράσπιστο, φτωχό και καταπιεσμένο παιδάκι του λαού. Το παλιοκαθίκι!! Αυτό είναι βία, όχι τα καλάσνικωφ!
Άλλος, χαρακτηριστικός τύπος μικροπωλητού των συνοικιακών γηπέδων ήταν ο τυροπιτάς. Ο δικός μου, όλη την εβδομάδα τριγύριζε στις παιδικές χαρές και τις Κυριακές στον Πλάτωνα. Νεαρός, συμπαθητικός, μελαγχολικός, λιγομίλητος. Κρατούσε ένα κουτί, κάτι σαν τα φανάρια που κρέμαγαν οι νοικοκυραίοι στις κουζίνες, αντί γιά ψυγείο. Πιό μικρό και τελείως παραλληλεπίπεδο. Είχε δυό ράφια, στο ένα οι τυρόπιτες, στο άλλο οι μπουγάτσες, (τριγωνικές οι μεν, ορθογώνιες οι άλλες), φάνταζαν πίσω από τη τζαμαρία σαν άπιαστο όνειρο, χαβιάρι ή τρούφα του σήμερα. Και βάλε! Στο κάτω μέρος του κουτιού υπήρχε ένα συρτάρι με τρύπες αερισμού, όπου μιά στρώση κάρβουνα που σιγόκαιγαν, (αερίζοντάς τα κατά καιρούς με μιά βεντάλια), κρατούσε ζεστό το εμπόρευμα.