Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Κατευόδιο στον Μήτσο Δ.




   Μόλις πληροφορήθηκα το «φευγιό» ενός φίλου. Ενός μεγάλου και πανάκριβου φίλου. Λεβέντη, μεγαλόψυχου, φιλότιμου, μπεσαλή και «ντρίτου». Ενός τύπου γνήσια λαϊκού και αυθεντικά «ντζέρντερμαν», όπως ο ίδιος έλεγε.
   Συνεργάτης χρόνια, ολόκληρη καριέρα, ένας εργολάβος της παλιάς σχολής. Από κείνους που έπιαναν το σκεπάρνι κι έκαναν τη πρόκα να πετάει σπίθες! Και από κείνους που και την τελευταία του δραχμή την έβγαζε έντιμα,  με κουβάδες ιδρώτα και απόλυτη ακρίβεια στους λογαριασμούς. Χωρίς αμάκες και κλεψίματα, χωρίς νοθείες και κολπάκια.
   Μιά ζωή αξιοπρέπεια και γενναιοδωρία. Ό,τι πιό γάργαρο γέννησε το «σινάφι» μας. Τον πέρναγες από τη λάσπη της βιοπάλης κι έβγαινε πιό άσπρος κι από κρίνο. Ένας άνθρωπος βαθιά φιλοσοφημένος, με μιά αγκαλιά στοργική σαν μάνα, ένα γέλιο πλατύ σαν θάλασσα και μιά καρδιά απέραντη σαν ουρανός, γεμάτη καλοσύνη.

   Λεβέντης στη δουλειά, την παρέα, την πλάκα, το γλέντι. Κέρβερος στο σπίτι και την οικογένεια, μεγάλωσε και σπούδασε τρία παιδιά κι ευτύχησε να κανακέψει πλήθος από εγγόνια. Βράχος και στην αρρώστια, που γιά χρόνια του κατέτρωγε τα σωθικά, (όπως το σαράκι τρώει το ξύλο από μέσα), αντιμετώπιζε την ταλαιπωρία του με εγκαρτέρηση, χιούμορ κι αισιοδοξία. Παρέμεινε λεβέντης μέχρι τέλους κι έτσι, λεβέντικα, αντάμωσε το θάνατο και πήγε να συναντήσει την Ουρανίτσα του, που από χρόνια περιμένει να τον υποδεχθεί.

   Τώρα σίγουρα, στο καπηλειό της Κυρά Βαγγελιώς, σε κάποιαν άκρη τ’ ουρανού, θα βρίσκονται μαζεμένοι όλοι. Μπροστά σε μιά αχνιστή τηγανιά αρνίσιας συκωταριάς, μιά ντομάτα κομμένη «τριαντάφυλλο» και φέτα κατσικίσια, θα περιμένουν κι εμένα, τον πιό αργοπορημένο της παρέας, να τσουγκρίσουμε τα μικρά «μπικιερίνια» με τη χρυσή βαρελίσια της ταβερνιάρισσας.

   Μητσάρα μου, αυτό το χώμα που μιά ζωή έσκαβες γιά να χτίσεις πάνω του, έρχεται τώρα να σε σκεπάσει. Φρέσκο, αφράτο κι απαλό, υπακούοντας στην αμείλικτη θεϊκή νομοτέλεια. Και όπως πιστεύω, πανάλαφρο, αφού έτσι γίνεται πάντοτε γιά τους καλούς. Γιά να μην κρυώνεις τους παγωμένους χειμώνες και να σε δροσίζει τα πυρωμένα καλοκαίρια.

   Έχε γειά, φίλε! Θα σε θυμάμαι γιά πάντα. (Τι πάντα δηλαδή. Σ’ αυτό το λίγο που μ’ απόμεινε).





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου