Πέμπτη 3 Αυγούστου 2023

«Ήταν» ένα τόσο δα μικρό γατάκι…

 Δεν ήταν αυτό. Όμως ήταν κάπως έτσι...

   Τα εισαγωγικά στο «ήταν» προφανή και δεν χρήζουν -υποθέτω- περαιτέρω επεξηγήσεως. Το βρήκα προ διμήνου -περίπου- στην αυλή ενός γειτονικού σπιτιού. Ο φίλος γείτονας μου άφησε το κλειδί της αυλόπορτάς του γιά να ρίχνω, πού και πού, καμιά ματιά. Άλλωστε, τόσα γίνονται σήμερα. Ιδίως σε μιά εξοχική περιοχή που «πεθαίνει» τον χειμώνα κι ανασταίνεται -μαζί με τον Κύριο- από το Πάσχα και πέρα.

   Ένα από τα… «τόσα» που συνέβησαν ήταν και η απρόβλεπτη εμφάνιση, σε μιά απάνεμη γωνιά της αυλής, ενός παρδαλόχρωμου νεογέννητου γατιού, του οποίου το αδύναμο νιαούρισμα-κλάμα πρόδιδε, μαζί με την ηλικία, πείνα και εγκατάλειψη. Η συνέχεια γνωστή και αναμενόμενη. Μπήκε κι αυτό στην μακρά χορεία των μικρών τετράποδων διαβόλων που μοιράζονται μαζί μου ό, τι απέμεινε από την πετσοκομμένη -ελέω Κατακούτελου- τέως αξιοπρεπή σύνταξή μου.

   Το γατάκι, χαρούμενο, ζωηρό και παιχνιδιάρικο, ανταπέδιδε την φροντίδα μου με απεριόριστη εμπιστοσύνη κι αγάπη. Το έπαιρνα στα χέρια, το χάιδευα κι αυτό με κοίταζε με τις μικρές παμπόνηρες χαντρούλες που είχε στις κόγχες των ματιών του. Δεν το πήρα σπίτι πειθόμενες σε κάποια υπόσχεση που είχα δώσει, αλλά και από φόβο των δικών μου χοντρομπαλάδων και κακομαθημένων κοπριτών, οι οποίοι έτσι και το πετύχαιναν, μικρό και άμαθο από τον κίνδυνο όπως ήταν, θα το ξέσκιζαν σίγουρα. Το άφησα να στεριώσει στο μέρος που βρέθηκε, έμαθε κι εγκλιματίστηκε. Και, όλα πήγαιναν μιά χαρά.

   Κάθε χάραμα και κάθε σούρουπο με περίμενε στην πόρτα του δικού μου κτήματος και με συνόδευε με χαρούμενα νιαουρίσματα, τσαλίμια, πηδηματάκια και μπερδέματα ανάμεσα στα πόδια μου, μέχρι το σπίτι και τα πιατάκια του, τα οποία πήγαινα να τροφοδοτήσω -πάντα και ανελλιπώς- με φαγητό και νερό.

   Σύντομα, άλλες δύο γάτες -μεγάλες αυτές- η μία μπασταρδοσιαμέζα κι η άλλη παρδαλή και… γκαστρωμένη, πιθανότατα μάνα αυτού του γατιού, ήρθαν να προστεθούν στη συντροφιά και το ημερήσιο συσσίτιο, το οποίο κατέστη οδυνηρότερο γιά την τσέπη μου. Όμως… χαλάλι!

   Χθες το γατάκι δεν ήρθε στο πρωινό ραντεβού μας. Πήγα και το βρήκα εγώ στην αυλή του.  Με κοίταξε σαν μαστουρωμένο. Ακίνητο, σιωπηλό, άκεφο κι αδιάφορο στην πρόκληση της λαχταριστής κονσέρβας ψαριού που καταβρόχθιζαν με βουλιμία οι άλλες γάτες. Μόλις που δοκίμασε κι αμέσως, με μικρό αναγούλιασμα, έβγαλε λίγο άσπρο υγρό, που -μάλλον αισιόδοξα- έσπευσα να αποδώσω σε δυσπεψία, ποντάροντας στις επτά ψυχές που κρύβουν μέσα τους οι γάτες κι ευελπιστώντας πως το «δικό μου, πλέον, γατί», άντε να μείνει με τις… έξι, το πολύ πέντε! Δεν χάθηκε, δα, κι ο κόσμος…

   Το απόγευμα, όμως, κατάλαβα πως κάποια από τις φόλες που σκορπίζουν απλόχερα στην περιοχή μερικές ντόπιες «ευγενικές και πολιτισμένες ψυχές», γιά να φιλέψουν τα υπάρχοντα αδέσποτα σκυλιά, βρήκε λάθος αποδέκτη. Λίγο ζεστό γάλα, που με μια μικρή σύριγγα του έβαλα στο λαρύγγι, προσπαθώντας να «σώσω την παρτίδα», δεν έφερε το ποθητό αποτέλεσμα.

   Σήμερα το ξημέρωμα το βρήκα ξυλιασμένο. Με μιά σταγόνα γάλακτος ξεραμένη στο μισάνοιχτο στόμα και μιά απορία ζωγραφισμένη στα ορθάνοιχτα μάτια του.

   Ήταν ένα τόσο δα μικρό γατάκι… «Ήταν»…

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου