Στις σημερινές ταραγμένες εποχές κυριαρχούν ο παραλογισμός και ο στείρος πολιτικός φανατισμός, με την υστερία της καθολικής άρνησης των πάντων και την πεισματικά ανιαρή αντιστροφή της πραγματικότητος, γαρνιρισμένα όλα με άφθονη χυδαιότητα και αμετροέπεια. Όλα γεννήματα βαθειάς αμορφωσιάς και ακόρεστης δίψας γιά την χαμένη εξουσία, η λαγνεία της οποίας διατηρείται άσβεστη και διαχέεται, σαν μολυσματική πανδημία, σε όλο το μήκος και πλάτος της ελληνικής κοινωνίας και μολύνει την ατμόσφαιρα επικίνδυνα και, δυστυχώς, ανίατα, οδηγώντας την, μέσω ενός καθολικού και θανάσιμου εναγκαλισμού, σε ένα αυτοκαταστροφικό αδιέξοδο. Καθώς -σε άκρον άωτο πνευματικής αφασίας- κατάντησε να εναγκαλιστεί έναν άδικο, ανήθικο και ανίερο πόλεμο, υποστηρίζοντας -με ανήκουστη θέρμη- έναν ημιπαράφρονα δικτάτορα, επιδεικνύοντας, ταυτόχρονα, ασύγγνωστη άγνοια της πρόσφατης Ιστορίας μας και απέραντη «λωτοφαγία» έναντι των απτών -και διδακτικών- παθημάτων μας. Κόντρα στις πάσης φύσεως ουμανιστικές αρχές και αξίες του σύγχρονου πολιτιστικού επιπέδου της Ανθρωπότητος.
Προσωπική μου διέξοδος, μετά από παρατεταμένη σιωπή, από τον παρατεινόμενο ζόφο της διάχυτης γελοιότητος που με περισφίγγει και την νομοτελειακή ασφυξία που μου προκαλεί, η απόφαση να επιχειρήσω πάλι το οικείο μου, απελπισμένο και λυτρωτικό, «μακροβούτι» στον καθαρό αέρα των Αντίποδων και της Ποίησης μοιάζει αναπόφευκτο.
Αυτή τη φορά μαγνητισμένος ακόμη από την γοητεία της αξέχαστης Κικής Δημουλά. «Παγιδευμένος» μόνιμα στη σαγήνη της και χαμένος στον λαβύρινθο της πολύπλοκης σκέψης της, («…με την λικνιστική πολυσημία, όσων επηρεαστικά, μακρόβια, ονειρευτικά…»), την οποία μου κληροδότησε, νοιώθω αυτή τη φορά παγιδευμένος μεταξύ Οδυσσέα Ελύτη και Πάμπλο Νερούντα.
Οπότε, σαν αντίδραση ευαισθησίας και αισθημάτων, επιχειρώ -μετά από περιπετειώδη περιπλάνηση στον προσωπικό μου λαβύρινθο- μία νέα… «ηρωική» έξοδο. Με μία δική μου: «Η δυστυχισμένη», …«κακοποιώντας» εκείνη του μεγάλου Χιλιάνου δημιουργού.
Την «καταθέτω» σήμερα για όλους όσους -μαζί μ΄ εμένα- νοιώθουν την ανάγκη γιά μιά, άλλου είδους, διέξοδο σε καθαρό αέρα.
Η άλλη δυστυχισμένη
-Την άφησε στην πόρτα της, πρωί με την αυγή,
μ΄ ένα στερνό φιλί στα χείλη κι ένα χάδι.
Με μιά σκληρή απόφαση παρμένη στη ψυχή
και ένα ψέμα πως εκεί… «θα γύριζε» το βράδυ.
-Κι αυτή του είπε: -«Θα προσμένω να γυρίσεις».
-Στο βιαστικό το βήμα του, χωμένος μέσ΄ στα χιόνια,
σ΄ άλλον διαβάτη σκόνταψε και μιά καλογριά,
στη σκέψη θα ξεμάκραινε, μέρες, βδομάδες, χρόνια
κι αν πίσω ξαναγύριζε, θα ΄βρισκε μιά γριά.
-Αυτή στην πόρτα της, στητή: -«Ξέρω, θα μου ξανάρθει».
-Βροχή και μπόρες έσβησαν τους ήχους των βημάτων,
τα σπίτια ερημώσανε, χορτάριασαν οι δρόμοι,
τα χρόνια φεύγουν γρήγορα, λιθάρια που κυλάνε,
μ΄ αυτή, με κάτασπρα μαλλιά, τον περιμένει ακόμη.
-«Αφού μου υποσχέθηκε, δεν μπορεί, σε λίγο καταφθάνει».
-Κάποτε ήρθε πόλεμος. Τα πέπλα του θανάτου
απλώθηκαν στη χώρα της, σαν ηφαιστείου λάβα.
Κορμιά σπαρμένα άψυχα, που σάπιζαν στο χώμα,
στάχτες, καπνιά και κουρνιαχτός της έκλειναν το διάβα.
-Ψάχνει στο βάθος, στο στρατί: -«Άραγε, , θα τον γνωρίσω;».
-Εκεί που πρώτα έσφυζε η ζωή στην πολιτεία
και έτρεχαν, αμέριμνα, στο πάρκο τα παιδιά,
τώρα του θάνατου η σιωπή και αδειανή η πλατεία,
κατεστραμμένα κτήρια, σπασμένα τα κλαδιά.
-«Μα δεν είναι δυνατόν, μήπως δεν βράδιασε ακόμη;»
- Ανθρώπινο απολίθωμα, που μοιάζει θλιβερό,
ματιά θαμπή, κορμί σκυφτό, βήμα αργόσυρτο, βαρύ,
μέχρι και στον Παράδεισο, που ανέβηκε ένα βράδυ,
την πόρτα του μισάνοιχτη κρατεί και… καρτερεί.
-Εκείνη, η ίδια γυναίκα που ακόμη τον προσμένει.
ΥΓ. Η αυθεντική, του Νερούντα,... αύριο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου