Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Ένα μακρύ οδοιπορικό, εν έτει 1956.
«Σαν βγεις στον πηγαιμό γιά την…..Θεσσαλονίκη» εύχεσαι να είναι…σύντομος ο δρόμος! Σήμερα αρκούν μερικές ώρες, 7-8 και σε περίπτωση ειδικών συνθηκών, π.χ. γρήγορου αυτοκινήτου, ικανού οδηγού, καλού καιρού ή αραιής κίνησης, μπορούν και να λιγοστέψουν.
Γιά πρώτη φορά έκανα τη διαδρομή αυτή με τον πατέρα μου, τον Αύγουστο του 1956. Χρειαστήκαμε 4 ημέρες, εκ των οποίων οι 2 ήσαν ανάπαυση. Στη Λάρισα, η μία, και άλλη μία που καταναλώθηκε σε φιλική επίσκεψη αγαπητής οικογένειας στους Γόννους Λαρίσης. Ενα χωριό λίγο έξω απ’ αυτήν, γνωστό τότε με το τούρκικο όνομά του, Δερελί, στό οποίο σήμερα πας σε 40 λεπτά και τότε ήθελες μισή μέρα.
Το ταξίδι που είχε επαγγελματικό χαρακτήρα, τερμάτισε στην Καβάλα και έγινε με μοτοσικλέτα! Εξαιρώντας τις 2 ημέρες-φύρα, καθαρή διάρκεια διαδρομής: Αθήνα – Θεσσαλονίκη ίσον 2 ημέρες, με διανυκτέρευση! Εγώ αποτελούσα συντροφική γαρνιτούρα του πατρός, αλλά προστασία από κούραση και νύστα.
Περιγράφοντας διαδρομή, ονόματα χωριών και πόλεων, λίγοι θα θυμηθούν και πολλοί θα απορήσουν, αλλά κάποιοι θα θεωρήσουν πως αναφέρομαι σε άλλη χώρα!
Ξεκινήσαμε 3 με 4, χαράματα, από τη Ν. Ερυθραία και η διαδρομή είχε ως εξής.
(Σημ. Εννοείται πως η ακολουθούμενη πορεία ήταν είτε η μοναδική-υποχρεωτική, είτε η συντομότερη).
Φθάνοντας Ομόνοια, κατεβήκαμε Μεταξουργείο και μετά πήραμε την Ιερά Οδό. Η λεωφόρος Καβάλας ήταν τότε ένας μικρός δρόμος τοπικής σημασίας, (οδός Καβάλας), η οποία, μετά, άλλαξε πλάτος και σημασία. Έγινε σπουδαία λεωφόρος, αλλά κράτησε το ταπεινό όνομα!
Διασχίζοντας τον Κηφισό πριν τον καταστήσει… καταχθόνιο -σαν τον Αχέροντα- η Εθνική Οδός της Λαμίας, μ’ ένα μικρό γεφυράκι, περάσαμε, κατά σειρά, το Δαφνί, τον Σκαραμαγκά και τον Ασπρόπυργο, πάνω-κάτω, στην ίδια όδευση με τη σημερινή.
Στην Ελευσίνα ο δρόμος διχαζόταν και αριστερά πήγαινες γιά Πελοπόννησο, σχεδόν στα ίδια χνάρια της σημερινής Παλαιάς οδού, με Κακιές Σκάλες και τα γνωστά, ενώ τραβώντας δεξιά τράβαγες πορεία προς τα βόρεια. Από εκεί και πέρα άρχιζε γιά μένα το απόλυτο άγνωστο! Θυμάμαι μιά τοποθεσία που μου έκανε εντύπωση το όνομά της. Παλιοκούντουρα. Άκου όνομα! Εκεί ξαναπήγα μετά… 20 έτη σε κάτι ταβέρνες.
Στη συνέχεια περνούσαμε από κάτι μισοκατεστραμένα χωριά και εκείνο που εντυπωσίαζε ήταν οι φωλιές των πελαργών στις κορυφές των μισογκρεμισμένων καμπαναριών. Σπίτια μικρά, φτωχικά και ταπεινά, χωριάτικα και ρημαγμένα. Μέσα από ένα στενό και επικίνδυνο, αλλά εντελώς έρημο δρόμο, γεμάτο στροφιλίκι περάσαμε Θήβα και Λιβαδειά, όπου σ’ ένα εξαίρετο και κατάφυτο τοπίο με τρεχούμενα νερά φάγαμε τα πρώτα πρωινά σουβλάκια, στη στάση των λεωφορείων. Μετά Ορχομενός και Χαιρώνεια. Εκεί, στην είσοδό της, με είχε εντυπωσιάσει το θεόρατο, γιά παιδικά μάτια, άγαλμα ενός καθιστού λιονταριού. Ο δρόμος πέρναγε, και περνάει, σχεδόν δίπλα του. Σήμερα το μνημείο έχει μιά κάποια ευπρέπεια και τάξη γύρωθεν, τότε όμως περιβαλλόταν από αγκάθια και τσουκνίδες, παραμελημένο και παραπεταμένο, όπως το άφησαν, τότε, οι Θηβαίοι. Χωρίς βάθρο, χωρίς τίποτα. Ένα σκέτο λιοντάρι, καθιστό κατάχαμα!
Δεν θυμάμαι αν περάσαμε από Αταλάντη, θυμάμαι όμως πεντακάθαρα πως σκαρφαλώσαμε ένα φοβερό διαολοβούνι του κερατά, με πολλές κλειστές στροφές και τεράστια βάραθρα που έκοβαν την ανάσα. Ήταν ο περίφημος Μπράλλος. Στην κορυφή του υπήρξε η αποζημίωση υπό την μορφή μιάς ταβέρνας, γνωστής ως «Το χάνι του Καρανάσου». Ένα μικρό και χαμηλό παραγκάκι με τσίγκινη στέγη και μιά σούβλα στην άκρη. Ανάμεσα σε πανύψηλα δέντρα, ρεματιές και άπειρα αιγοπρόβατα να τριγυρνούν και να βόσκουν ελεύθερα, απολαύσαμε, σερβιρισμένο στο χαρακτηριστικό γκρίζο χοντρό χασαπόχαρτο, ψητό αρνί-λουκούμι κι ένα εύγευστο περίεργο άσπρο τυρί.
Απ’ εκεί, μεταμεσήμερο πλέον, κατηφορίσαμε στον κάμπο, περνώντας, δεν θυμάμαι πιά, αλλά κάμποσα χωριά, και ξανανεβήκαμε προς Λαμία. Δεν ξέρω γιατί, αλλά όλες τις πόλεις, τα χωριά και τα κεφαλοχώρια τα θυμάμαι, όλα ανεξαιρέτως, με σήμα κατατεθέν μιά μεγάλη πλατεία με πλατάνια, ρυάκια, στάση λεωφορείων κι ένα μεγάλο καφενείο. Αρχής γενομένης από το παλαιά πανέμορφο, και νυν κακάσχημο, κέντρο της Κηφισιάς, με τον αδικοχαμένο γιγάντιο πλάτανο και τη βρύση του.
Στη Λαμία δοκίμασα, γιά πρώτη φορά στη ζωή μου, τους περίφημους κουραμπιέδες Μπουσίου. Τυλιγμένους, έναν-έναν, σε γυαλιστερό χαρτί και συσκευασμένους μετά σε κουτιά, γιά την ευχερή και ασφαλή μεταφορά τους.
Αργά το απόγευμα, κυκλοφορώντας σε υψίπεδο περάσαμε τον Δομοκό κι αντικρίσαμε κάτω τον απέραντο θεσσαλικό κάμπο. Κατεβαίνοντας, κοντά στο γέρμα του ήλιου, σταματήσαμε για ένα ακόμη ξεμούδιασμα στα Φάρσαλα, όπου γεύτηκα, πάλι γιά πρώτη φορά, αυτό που κάποιοι τρελαίνονται, τον ντόπιο σαπουνέ χαλβά Φαρσάλων. Με έντονο, ένεκα ονόματος, συνειρμό στην πλύστρα Σπυριδούλα και τη συναφή διαδικασία, το γλύκισμα μου φάνηκε σαν λαρδί γλυκό, ή σαν το πράσινο σαπούνι, Παπουτσάνη νομίζω, ζυμωμένο με ζάχαρι!
Νωρίς το βραδάκι η έκπληξη του θείου Τζούλη, αδελφού του πατέρα, υποκοριστικό του Γιώργος, και της γυναίκας του Νίνας, μεταφράστηκε σ’ ένα θαυμάσιο δείπνο, αφού προηγήθηκε, εννοείται, η έκπληξη της ουρανοκατέβατης εμφάνισης, (πού τηλέφωνα τότε), η συγκίνηση και οι συστάσεις με ένα τεράστιο και χαρούμενο συγγενολόι της ντόπιας θείας, που περιλάμβανε κι ένα τσούρμο παιδόπουλα. Κατά περίεργο τρόπο, τελικά όλοι μιλούσαν ελληνικά, γεγονός που άργησα κάπως να διαπιστώσω, λόγω ... ειδικής προφοράς!
Πάντως, από εκείνη την πρώτη επαφή, (ακολούθησαν αρκετές), αυτό που μου έμεινε είναι μιά μεγάλη σόμπα ξύλων, τοποθετημένη στη μέση, σχεδόν, του σαλονιού. Μία στρογγυλή αριστουργηματική σόμπα, με πορσελάνινα χερούλια κι επενδεδυμένη ολοτρίγυρα με πλακάκια πορσελάνης που σχημάτιζαν ένα πολύχρωμο σχέδιο μπουκέτου λουλουδιών. Έχω δει, καν και καν, σόμπες στη ζωή μου, τέτοια όμως ποτέ!
Άλλη ωραία και γλυκιά ανάμνηση που έχω από εκείνη τη Λάρισα είναι το …. ζαχαροπλαστείο του Κωνσταντινίδη, στην κεντρική πλατεία. Πιτσιρίκια, 14 ετών βλέπεις, το μόνο «κοκό» που ήταν διαθέσιμο γιά μας, βρισκόταν κρυμμένο στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων!
Από τη Λάρισα, ακολούθησε περιπετειώδης επίσκεψη στους Γόννους. Δυό βήματα τώρα, από τα διόδια των Τεμπών, ολόκληρη εκστρατεία τότε. Θυμάμαι έντονα μιά δραματική νυχτιάτικη σύγκρουση με προβατίνα, (ευτυχώς ο πατέρας οδηγούσε επιφυλακτικά τη μηχανή και με μικρή ταχύτητα), και το σύννεφο σκόνης που σήκωσε η πτώση. Επίσης θυμάμαι το πέρασμα του Πηνειού με σχεδία, τραβώντας σκοινί δεμένο στις όχθες και προώθηση της σχεδίας, αντίθετα προς το τράβηγμα. Κάτι σαν τον ...Ορενόκο!
Τελικά, με πρωινό ξεκίνημα από Γόννους, (άλλες χαρές και πανηγύρια στο ιστορικό χωριό που περιέθαλψε τον τραυματία αντάρτη θείο μου, κατά την περίοδο της Αντίστασης, γεγονός που συνέδεσε με στενή φιλία δύο οικογένειες), φθάσαμε αργά βράδυ στη Θεσσαλονίκη.
Ο χρόνος έχει σβήσει πολλά πράγματα από τη μνήμη μου. Θυμάμαι όμως κάποιες πόλεις και σημεία που πέρασα στην μοναδικής επιλογή διαδρομή που υπήρχε τότε. Τύρναβος, Ελασσόνα, η διάβαση της φοβερής και τρομερής Κατάρας, Κοζάνη κι από εκεί και πέρα πλήθος χωριών που μου είναι αδύνατον να θυμηθώ τα ονόματα. Ίσως να φταίει κι η συσσωρευμένη κόπωση του ταξιδιού. Πάντως στη Θεσσαλονίκη φτάσαμε αργά νύχτα και ξεραθήκαμε, ξεθεωμένοι, στο σπίτι του Συρόπουλου. Βιβλιοπώλη και πιστού συνεργάτη και φίλου του πατέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου