Σαν βγεις στο πηγαιμό γιά….Βουλιαγμένη!
Βρισκόμαστε στο ’50, λίγο πριν - λίγο μετά, αδιάφορο. Η Συγγρού, ίδια κι απαράλλαχτη σαν φάρδος, χωρίς τους παράδρομους δεξιά-αριστερά, γιά τους οποίους όμως είχε ληφθεί μέριμνα και αφεθεί χώρος μελλοντικής διαμόρφωσης. Η κάθοδός της, έτσι άδεια που ήταν, υπόθεση δευτερολέπτων και όχι λεπτών. Άλλωστε και το άσμα το έλεγε: «Φουλαριστός τράβα ντουγρού, στη λεωφόρο του Συγγρού…»!
Στο τέρμα της δεν υπήρχε ούτε ο σημερινός περίπλοκος κόμβος, που αν δεν προσέξεις, σε στέλνει αλλού γι’ αλλού, ούτε το παλαιότερο αγγλόφερτο round about, δηλαδή το δαχτυλίδι που διευκόλυνε την πλέξη των οχημάτων. Τότε ήταν ένα απλό ταυ. Οριζόντια η παραλιακή και κάθετη η Συγγρού.
Συνήθιζε τότε η οικογένεια να περνάει τα θερινά Σαββατοκύριακα στη…. αριστοκρατική Βουλιαγμένη, η οποία τότε έκανε και τον πιό γύφτικο τσιγγάνικο καταυλισμό να φαντάζει …Μπέβερλυ Χιλλς!
Ο καλός μας Μανώλης Τραμπαρίφας, με το καλακάγαθο χαμόγελο, τον πράο χαρακτήρα και το χρυσό δόντι στο μπροστινό αριστερό τμήμα της πάνω μασέλας, (αυτό μου έχει μείνει, σαν να το βλέπω τώρα!), μας κατέβαζε στη Βουλιαγμένη, Σάββατο νωρίς το απόγευμα και μας ανέβαζε Αθήνα, Κυριακή σούρουπο.
Μπαίνοντας στην παραλιακή, αμέσως συναντούσες τον λεγόμενο «Φόρο», ακριβώς κάτι ανάλογο με τα σημερινά διόδια. Πλήρωνες και μετά η αραιοκατοικημένη... ύπαιθρος χώρα. Το μόνο αξιοπρόσεκτο που θυμάμαι, μέσα στην απέραντης άπλας παραθαλάσσια διαδρομή, ήταν το Χασάνι. Ένα μικρό αεροδρόμιο που μεγάλωνε σε δόσεις μέχρι να εξελιχθεί στο γνωστό διεθνή αερολιμένα του Ελληνικού. Το όνομα Χασάνι είναι τούρκικο. Εικάζω λοιπόν, χωρίς να είμαι σίγουρος και χωρίς να μπορώ να το αποδείξω, πως το όνομα «Ελληνικό» εδόθη μετά, όπως έγινε το Μπογιάτι, Οίον, τα Κιούρκα, Αφίδναι και ο τούρκικος καφές, ελληνικός! Θυμάμαι, αρκετά μεγάλος πλέον, στο γυμνάσιο, πως ενώ γιά καιρό παλευόταν και κωλυσιεργούσε η επέκταση του διαδρόμου, με παζαρέματα απαλλοτριώσεων, διενέξεις, αμφισβητήσεις, ενστάσεις και όλα εκείνα τα ωραία της παροιμιώδους ελληνικής γραφειοκρατίας, μόλις ανακοινώθηκε η εδώ επίσκεψη του Αμερικανού Προέδρου, του Αϊζενχάουερ, σε δυό ημέρες οι μπουλντόζες έπιαναν δουλειά κι ο διάδρομος επεξετάθη ακαριαία! «Ανάγκαν και θεοί πείθονται», που λέγαμε παλιά, πριν το σημερινό αληταριό, αλλάζοντας τον…κόσμο (!), αλλάξει κι αυτό το ρητό και το κάνει: «Ανάρχαν και θεοί πείθονται»!
Τελικά, ο παραλιακός δρόμος τέλειωνε στην κατηφόρα, μετά το Καβούρι. Ολόκληρη η περιοχή, εντελώς ακατοίκητη, ήταν ένα μεγάλο στρατόπεδο εκπαίδευσης των ΛΟΚ. (Λόχος Ορεινών Καταδρομών. Οι σημερινοί πεζοναύτες, βατραχάνθρωποι και τέτοια). Από Καβούρι μέχρι Βουλιαγμένη, τη σημερινή Ωκεανίδα, ο χώρος ήταν γεμάτος τολλς, (εκείνα τα μισοκυλινδρικά τσίγκινα κατασκευάσματα, που πολύ συνηθίζει να χρησιμοποιεί ο στρατός). Η περιοχή ήταν εντελώς απερίφραχτη, αφού εκεί δεν κυκλοφορούσαν ούτε.. αλεπούδες.
Λίγο πριν τη Λίμνη Βουλιαγμένης, που από την κορυφή του πίσω βραχώδους λόφου της κατέβαιναν δέσμες σκοινιών, με τα οποία οι λοκατζήδες. παριστάνοντας τα… τελεφερίκ, αναβοκατέβαιναν πάνω απ’ τη λίμνη, παρκάριζαν μερικές βαρκούλες, με κουπιά προφανώς, με τις οποίες έναντι ευτελούς κομίστρου οι βαρκάρηδες σε περνούσαν απέναντι, στον Λαιμό.
Ο Λαιμός, ο γνωστός στενός αμμώδης μίσχος, όπως και η αριστερά του ευρισκόμενη χερσόνησος, όπου ο σημερινός Αστέρας κι οι άλλες λιμενικές εγκαταστάσεις, ήταν περιοχή εντελώς άδεια και παρθένα. Εξερευνώντας την, μέσα σε δάσος πεύκων και κατσάβραχα, το μόνο που συναντούσες ήταν ένα μικρό εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα. Το ίδιο ερημιά υπήρχε και προς τα δεξιά, όπου ο καταπληκτικός όρμος με την τέλεια αμμώδη παραλία, τέλειωνε στο λόφο του Καβουρίου, όπου δέσποζε το επιβλητικό κτίριο του Ορφανοτροφείου της Βουλιαγμένης.
Εκεί στο Λαιμό, υπήρχαν δυό ψαροταβέρνες, στεγασμένες με άθλιες τσιγκινοξύλινες κατασκευές, που παρουσίαζαν, μεν, ένα τελείως πρόχειρο και σουρεαλιστικό οικοδομικό σύνολο, διέθεταν όμως ψάρι που γιά να γευτεί ο σημερινός Αθηναίος, θα πρέπει να έρθει αεροπορικώς απ’ τη…. Σενεγάλη! Εκεί πρωτοερωτεύτηκα μιά μεγάλη, ασημένια, σπαρταριστή… τσιπούρα, είδος ακριβοθώρητο γιά την εποχή!
Είχαμε κουμπαριάσει με τον ένα ταβερνιάρη, βαφτίζοντας μιά του κόρη. (Σημ. Ο πατέρας πολύ συνήθιζε τις κουμπαριές, Κρητικός γάρ, και αν δεν σκοτωνόταν νωρίς, ίσως ξεπερνούσε και τον… Μητσοτάκη! Σίγουρα πάντως, μέχρι το ’57 που «έφυγε», του «έριχνε» σε βαφτιστήρια!).
Αυτή η κουμπαριά ήταν, τελικά, γεμάτη προνόμια! Εκτός από κεράσματα κι επιεική αντιμετώπιση στο λογαριασμό, μας εξασφάλιζε σεντόνια και κουβέρτες γιά τη βραδυνή στρωματσάδα στην παραλία! Όλοι την περνούσαμε κάτω απ’ τ’ άστρα, δίπλα στη θάλασσα και καλοκαίρι-ξεκαλοκαίρι, τη νύχτα το κρύο κι η υγρασία «έκοβαν»!
Υπέροχες βραδιές, αξέχαστες εμπειρίες, όπου γιά να με πάρει ο ύπνος, εκεί που άλλοι μετρούν πρόβατα, εγώ μετρούσα άστρα! Σαν το παιδί του Λουντέμη, που από διαβολική σύμπτωση, απετέλεσε και το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε ο πατέρας και του οποίου ψάχνω με μανία, πλην ανεπιτυχώς, να βρω αντίτυπο. (Μενέλ. Λουντέμης. «Ένα παιδί μετράει τα’ άστρα»).
Κοιτώντας τη θάλασσα, στο αριστερό αμμώδες ύψωμα, απέναντι από το Ορφανοτροφείο, ολόκληρος ο λόφος ήταν γεμάτος από αυτοσχέδιες σκηνές, (συνήθως δυό ξύλα μπηγμένα στην άμμο κι απάνω μιά κουβέρτα), έδειχναν πως ζούσαν οι πρόγονοι των Τσερόκι και Σιού στην Αμερική, πριν κι αυτοί οργανωθούν κι εξελίξουν τις σκηνές τους!
Μωρά, στριγκλίσματα, φασαρία, χαμός. Κάτι τενεκεδένια δοχεία, κρεμασμένα στο δέντρο, δίπλα στη «σκηνή», εξασφάλιζε το πόσιμο νερό, αφού το πλύσιμο και η .. υγιεινή ήταν υπόθεση της θάλασσας. Όμως η ταβέρνα του κουμπάρου εξασφάλιζε στην πελατεία του, και σε μας πρωτίστως,…ντους! Ένα βαρέλι που έστεκε απειλητικό πάνω από το κεφάλι σου και το οποίο μου δημιούργησε τους πρώτους, δειλούς, στατικούς προβληματισμούς και ερωτήματα, στα οποία ακόμη δεν βρήκα απάντηση, παρ’ όλη την ολοκληρωμένη σχετική με τη στατικότητα σταδιοδρομία μου.
Στη Βουλιαγμένη πρωτοσυνάντησα τη θάλασσα, με συνθήκες όμως τραυματικής εμπειρίας που με σημάδεψαν, διά βίου, και μάλιστα ανεξίτηλα. Σημάδι, φοβία και σύμπλεγμα που διατηρώ ακόμη. Ο λόγος απλός και βλακώδης!
Η βάρκα της περαντζάδας, (Λίμνη-Λαιμός), μικρή σαν καρυδότσουφλο κι ο πατέρας, κάτι που πολλοί μεγάλοι συνηθίζουν ανοήτως, μας κοψοχόλιαζε μονίμως με την εξής κρυάδα. Ταρακούναγε τη βάρκα, δεξιά-αριστερά, με το νερό να περνά τα ρέλια και να μπαίνει μέσα!
- Τώρα θα σας βουλιάξω!, έλεγε και… διασκέδαζε με το… ευφυολόγημά του!
Εννοείται πως όλα τα πιτσιρίκια, που μεσοπέλαγα δεν βγάζαμε άχνα από φόβο, βγαίναμε απέναντι κίτρινα σαν λεμόνι, λες κι έπεσε αιφνίδιος ίκτερος στην βάρκα. Οι παροτρύνσεις της μάνας, ποτέ δεν έπιασαν τόπο.
- Χαρίδημε, δεν είναι αστεία αυτά. Τα παιδιά φοβούνται!
Με αυτά τα ωραία αρχικά βιώματα, έφτασα στα 18 γιά να μπορέσω να συμφιλιωθώ με τη ρημάδα τη θάλασσα και πάντα υπό την προϋπόθεση χρήσης πτερυγίων.
Έτσι, στη κυριακάτικη επιστροφή οι λαχταριστές τσιπούρες και τα νόστιμα καλαμαράκια του κουμπάρου, μου έβγαιναν ξινά κι απ’ τη μύτη, αφού η αγωνία της βαρκάδας έκανε την απέναντι ακτή, της Λίμνης που πλησίαζε, να φαντάζει σαν την πολυπόθητη… Ιθάκη, εγώ Οδυσσέας, η μαύρη Σεβρολέτα του Τραμπαρίφα το Ανάκτορο κι η φιγούρα του Μανόλη που περίμενε όρθιος στο αραξοβόλι, η…Πηνελόπη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου