Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2019

H Κάρμεν του Μπιζέ, σερβιρισμένη ως... γρανίτα!


Όταν η απιστία του "αιώνιου θηλυκού" δεν ήταν κάτι του συρμού και απασχολούσε την Τέχνη.


   Το έναυσμα αυτής της ανάρτησης μου το έδωσε -τώρα πού όλα με γυρίζουν στο απώτερο παρελθόν- η ανάκληση στη μνήμη ενός θερινού σινεμά στην παλιά μου γειτονιά, τον Βούθουλα, όπως κακόηχα αποκαλούσε η αριστοκρατία του τότε την Ακαδ. Πλάτωνος, ενός δυτικού προαστίου της Αθήνας, κατά βάσιν λόγω του υψομέτρου του. Ήταν ένα «γούπατο» του Λεκανοπεδίου, χωρίς δίκτυα απορροής ομβρίων και αποχετεύσεων, που έτσι κι έβρεχε γερά ήθελες βάρκα γιά να κυκλοφορήσεις στους χωματόδρομούς του. Ο κινηματογράφος λεγόταν «Κάρμεν» και βρισκόταν επί της οδού Σπύρου Πάτση, πίσω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Εκεί, πιτσιρίκος, είχα δει το σχετικό ομώνυμο έργο από το οποίο μου είχαν μείνει -εκτός από τους χορούς και τις μελωδίες- η βεντάλια και το κόκκινο τριαντάφυλλο στο στήθος της άπιστης Κάρμεν.
   Η μεταφορά της όπερας του Μπιζέ σε χορόδραμα στον πάγο, που τυχαία είδα χθες γιά πρώτη φορά στο συνυποβαλλόμενο βίντεο, εκτός της ευχάριστης έκπληξης ως προς την μεταφορά της στον πάγο, ξύπνησε μέσα μου πολλά και ποικίλλα βιώματα και συναισθήματα και με «πήγε καρότσι»  σ’ εκείνα τα χρόνια της πρώιμης νιότης.
  Αξίζει τον κόπο να θυσιάσετε 5 τέταρτα από το χρόνο της ζωής σας γιά να την παρακολουθήσετε. Και γιά όσους δεν ξέρουν το... «στόρυ», την υπόθεση του έργου, πρόκειται γιά ένα προαιώνιο σύμφυτο του ανθρώπινου χαρακτήρα. Την ελαφρότητα και απιστία του θηλυκού -Κάρμεν- και την ζήλεια του απατημένου αρσενικού -Δον Χοσέ- που τυφλωμένο απ’ αυτήν φτάνει στο έγκλημα, με τον φόνο της άπιστης. Θαυμάσια παράσταση.
   Ενδεικτικά, πέραν του εδώ καταρρακωμένου και εξαθλιωμένου Δον Χοσέ, αναφέρω πρόχειρα τον Οθέλλο και τον δικό μας "Μίλτο" (Γιώργος Φούντας) στη "Στέλλα" του Κακογιάννη. Ευτυχώς, σήμερα -και ενώ η γυναικεία συμπεριφορά παραμένει περίπου ίδια- η ανδρική αντίδραση έχει, εν πολλοίς,  αλλάξει. Βοηθούν οι αφθονούσες... "πορτοκαλιές", βλέπεις!

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

Το μεγαλείο του αθλητισμού

Οι συγκλονιστικότερες αθλητικές στιγμές της ζωής μου


   Ανέκαθεν, από την πολύ μικρή ηλικία παρακολουθούσα φανατικά κλασικό αθλητισμό, θεωρώντας τον ως την κορυφαία μορφή αθλητισμού και ευγενούς αμίλλης. Κάτι που δικαιώθηκε απόλυτα χθες στη Ντόχα του Κατάρ. Από την εποχή των Σύλλα, Μαυροειδή, Δεπάστα, Κωνσταντινίδη, Τσακανίκα, Κουνάδη, Παπαβασιλείου, Γεωργόπουλου, Ρουμπάνη, Ευσταθιάδη και όλων εκείνων των αθληταράδων της εποχής, πού μ' έχανες πού μ' εύρισκες, στο Καλλιμάρμαρο ξεροστάλιαζα, όποτε γίνονταν μεγάλοι αγώνες, όπως π.χ. οι Βαλκανικοί,  εκείνοι μεταξύ μεικτών ομάδων Σκανδιναβίας και Βαλκανίων, ή με τους Αμερικανούς πρωταθλητές που έκαναν στάση εδώ, μετά τους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης, (Ρουμπάνης 3ος στο επί κοντώ με 4.50 μ.), το 1956!
   Όμως στιγμές σαν αυτές που έζησα χθες, όπου ένας χαμηλού αγωνιστικού επιπέδου αθλητής από τη Γουινέα σταμάτησε, ζαλώθηκε έναν άλλο ταλαίπωρο και ξεθεωμένο δρομέα από την Αρούμπα και τον βοήθησε να διανύσει μαζί του, ετοιμόρροποι κι οι δυό, κάπου 150 μέτρα, μέχρι να τερματίσουν αγκαλιασμένοι και να καταρρεύσουν μαζί -πανευτυχείς κι οι δυό-  ενθαρρυνόμενοι και επευφημούμενοι συνεχώς από ολόκληρο το στάδιο, περισσότερο από τον πρώτο και περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή των χθεσινών αγώνων. 
   Με τη συγκίνηση να με πνίγει ακόμη και τώρα, γιά ένα πράγμα λυπάμαι. Θα ήθελα να ήμουν κι εγώ όρθιος στις κερκίδες του Σταδίου της Ντόχα και να κλάψω εκεί, μαζί με όσους λατρεύουν τα κλασικά αγωνίσματα και μπορούν να συγκινηθούν από τα μηνύματα που αυτός φέρνει στα μάτια και -κυρίως- στην ψυχή.

Ποιητικό κουίζ. Μιά άλλη ματιά στη δύσμορφη μιζέρια της ζωής μας


Επειδή περισσεύει ακόμη λίγη ποιότητα στη χώρα του Ρουβίκονα.

Ένας δικός μας, νομπελίστας, ποιητής έγραψε και το πιό κάτω:


ΑΡΡΩΣΤΗ ΕΡΙΝΥΣ


Δεν έχει μάτια

τα φίδια που κρατούσε

της τρων τα χέρια



Τούτη η κολόνα

έχει μιά τρύπα, βλέπεις

την Περσεφόνη;



Βουλιάζει ο κόσμος

κρατήσου, θα σ’ αφήσει

μόνο στον ήλιο.



Γράφεις

το μελάνι λιγόστεψε

η θάλασσα πληθαίνει.



Και ένας «φίλος» μου, επ’ ευκαιρία μιάς κακής αναγγελίας γιά μιά γλυκειά μάνα που "έφυγε", (αλλά και κάθε μανούλα που είναι... καθ' οδόν), έγραψε κι αυτός:

ΚΑΤΕΥΟΔΙΟ


“Κάθε πρωί θα σε φιλεί,

η πρώτη ηλιαχτίδα

δροσιά ψυχής του δειλινού

κάθε ανεμορριπίδα.



Το πέλαο το γαλανό

ξαπλώνει στη ποδιά σου

θυμάρι για λιβανωτό

Ω΄ Μάνα, ξεκουράσου”



Και τώρα ένα ερώτημα: 
- Ποιός είναι ο νομπελίστας ποιητής;
Και ένα συμπέρασμα: 
- Ο «φίλος» μου δεν πρόκειται ποτέ να πάρει... Νόμπελ!

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

Οδός «Ηρωικής Βασίλως»


Όπου γάμος και χαρά...

Αποτέλεσμα εικόνας για γαϊτανακι

   Μιά κι έγινε μόδα η μετονομασία οδών, σταθμών κ.λπ., σπεύδω -γιά καθαρά κοινωνικοϊστορικούς λόγους και, όπως πάντα, ρηξικέλευθος- να προτείνω κάτι κι εγώ, συμβάλλοντας στην αποκατάσταση μιάς πολύχρονης αδικίας. Οι τώρα υπερήλικες και τότε βουθουλαίοι γαβριάδες θα θυμούνται οπωσδήποτε την περίφημη ... Βασίλω. Την εκπληκτική «αδελφή με -επιμένω σ’ αυτό-  ηθικό υπόβαθρο, αφού με την απειλή σφαλιάρας δεν άφηνε εμάς τους πιτσιρικάδες στις γνωστές μπουρδελότσαρκες, να μπαίνουμε στους οίκους ανοχής -κοινώς μπουρδέλα- όπου εργαζόταν ως «υπηρέτρια γενικών καθηκόντων» -κοινώς... «τσατσά»- (Σημ. Οι εννοιολογικές μου αναζητήσεις κατέληξαν πως ο όρος προέρχεται από τα ινδικά και σημαίνει... «αρχηγός»!).

   -Τσακιστείτε, στα σπίτια σας, τσογλάνια του κερατά!  Και αλίμονο σε όποιον τολμούσε να την... «ξεφωνήσει» ή απλώς και να της αντιμιλήσει. Μικρόν ή μεγάλο, τον έκανε τόπι στο ξύλο! ‘Ήταν βλέπεις και πολύ χεροδύναμη η αφιλότιμη.

    Κάθε Απόκριες, ένας όμιλος του... «σωματείου», μασκαρεμένες όλες σε χανούμισες, τσιγγάνες, πριγκηπέσες, κ.λπ., γύριζαν τις πέριξ λαϊκές γειτονιές -από Βούθουλα μέχρι Θησείο- και «έπλεκαν» το γαϊτανάκι, μαζεύοντας φραγκοδίφραγκα. Και το έκαναν, πράγματι, αριστοτεχνικά και υποδειγματικά.

   Δυστυχώς η φουκαριάρα Βασίλω είχε άδοξο και τραγικό τέλος. Όντας εργαζόμενη ως μπράβος στη «Χαβάη», το καμπαρέ των διαβόητων Κατελάνων, δίπλα στο θέατρο «Περοκέ», βρέθηκε σφαγμένη, με το φονιά της άγνωστο κι ασύλληπτο.

   Με δεδομένη τη φόρα των μετονομασιών και την συμπερίληψη σ’ αυτή και περιθωριακών τύπων -μισοαστεία, μισοσοβαρά- προτείνω την μετονομασία της οδού Οδυσσέως σε  «οδό Ηρωικής Βασίλως». Επικουρικά -γιά τον ενστερνισμό και υποστήριξη της πρότασης από την ντόπια αριστερίλα- καταθέτω, επειδή γνώρισα από πρώτο χέρι, πως ήταν πολύ καλές φίλες με την γνωστή αδελφή με το προσωνύμια «Μιζέριας», πριν αυτή ασχοληθεί με τον ΕΛΑΣ, με το όνομα... Άρης Βελουχιώτης.

   Επίσης, θα ήταν μεγίστη παράλειψη και αδικία αν δεν μετονομαστεί η Παιδική Χαρά του Αγίου Γεωργίου της Ακ. Πλάτωνος σε Παιδική Χαρά «Γιωργία,  ο Τζερεμές». Άσπονδος φίλος και αντίζηλος της Βασίλως -εκπληκτική χανούμισα στα γαϊτανάκια- ο οποίος προσέφερε πολύ... χαρά στα πιό μεγάλα παιδιά της περιφέρειας Κολωνού.


Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Αναμνήσεις από τη γέφυρα του ποταμού Κβάι


... και τα νιάτα μου.

Το -επί τέλους- πέρασμα Τιαμκράσσε.

   Χθες, κατά τις 4.00΄ το πρωί, η φίλη μου η αϋπνία, συνεπής στο ραντεβού ήλθε πάλι να με συντροφεύσει. Κάνοντας ζάπινγκ -η πρώτη κλασσική μου αντίδραση, μπας και με ξαναπάρει ο ύπνος- και αφού είδα μερικές ξεβράκωτες κουνιστροκώλες να κουνιόνται άχαρα και εντελώς αντισεξουαλικά, «έπιασα» σε κάποιο κανάλι κάτι που με ηλέκτρισε και μου έκοψε ριζικά κάθε διάθεση γιά περαιτέρω ύπνο. Επρόκειτο γιά φιλμ σχετικό με τη δραματική σελίδα του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου που γράφτηκε στην περιοχή Καντσανάμπουρι της Ταϋλάνδης. Μιά πραγματική ιστορία, πέραν της εξωραϊσμένης παλιάς κλασσικής ταινίας με τον Άλεκ Γκίνες. («Η γέφυρα του ποταμού Κβάι», η οποία, άλλωστε, δεν γυρίστηκε εκεί αλλά στην Κεϋλάνη).

   Την περιοχή την έχω επισκεφθεί πάνω από 120 φορές, στα πλαίσια των 150+ ταξιδιών μου με καθήκοντα αρχηγού γκρουπ. Οργάνωνα ολοήμερη προαιρετική εκδρομή εκεί, στις ελεύθερες ημέρες, και έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα -ένεκα προσωπικού ενδιαφέροντος- με αυτή την ιστορική πτυχή. Συνοπτικά η υπόθεση αφορούσε ταχεία κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής που θα ένωνε την Μπάνγκοκ με το Μαλμέιν της Βιρμανίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ασφαλής οδική προέλασις των ιαπωνικών στρατευμάτων γιά εισβολή στην Ινδία. Η θάλασσα λόγω βρετανικού στόλου ήταν επισφαλής. Χάριν της σπουδής και της σπουδαιότητος του έργου, οι Γιαπωνέζοι κουβάλησαν όλους τους αιχμαλώτους πολέμου που μάζεψαν από την πτώση της Σινγκαπούρης και σε απαράδεκτες συνθήκες καταναγκαστικής εργασίας -βοηθουσών και των απάνθρωπων τροπικών κλιματολογικών- έφτιαξαν ένα κολαστήριο ψυχών και σωμάτων με χιλιάδες νεκρούς, αφού οι αιχμάλωτοι ήσαν αναλώσιμο είδος και έπρεπε να εργάζονται μέχρι τελευταίας ικμάδος της αντοχής τους. Οπότε πέθαιναν σαν κοτόπουλα. Παραλείπω τις τραγικές λεπτομέρειες και παραπέμπω, όσους βρεθούν κατά Ταϋλάνδη μεριά, να μην παραλείψουν μιά επίσκεψη στον μαρτυρικό τόπο του Καντσανάμπουρι, όπου πολλά θα δουν και θα μάθουν σχετικά, βάζοντας το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων.

   Ευλογώντας λιγάκι και τα γένια μου αναφέρω κάτι γιά την συμμετοχή μου στην... τακτοποίηση κάποιου θέματος. Την άρση μιάς ανακρίβειας και την αποκατάσταση της αλήθειας. Λίγο μετά την περίφημη γέφυρα, το τραίνο προχωρά τρίζοντας και με ταχύτητα χελώνας, πορευόμενο πάνω σε μία μεγάλου μήκους επικίνδυνη ξύλινη κατασκευή, κατά μήκος της όχθης του ποταμού. Στην αρχή αυτής της θεόρατης κατασκευής σ’ ένα πέτρινο κολωνάκι υπάρχει σκαλισμένη η επιγραφή: «Tiamkrasse bridge». Όμως η λέξη «bridge» σημαίνει «γέφυρα» κι αυτή η κατασκευή γέφυρα δεν ήταν! Γιά χρόνια, κάθε φορά που περνούσα απ’ εκεί, κατέβαινα από το τραίνο  -εκμεταλλευόμενος την αργή του κίνηση- και πιπίλαγα το μυαλό του μικρόμυαλου φύλακα της γραμμής, που στητός κρατούσε ένα πράσινο σημαιάκι:    
   - «Φίλε, πες στ’ αφεντικά σου πως τούτο δω το πράμα, μόνο γέφυρα δεν είναι. Ας το πουν «passage», (πέρασμα), ή όπως διάβολο θέλουν, αλλά όχι γέφυρα. Γέφυρα δεν είναι»!

   Δεν μπορώ να εκτιμήσω πόσες φορές -πάνω από 100 σίγουρα- σε πόσους φύλακες και γιά πόσα χρόνια έλεγα το ίδιο τροπάρι. Ώσπου κάποια φορά που ετοιμαζόμουν να παίξω την ίδια... κασέτα, είδα στο κολωνάκι ακυρωμένη με κόκκινη μπογιά τη λέξη... «bridge»!!!

   Στην τελευταία σκηνή του χθεσινού φιλμ, το τραίνο κινείται, αργά-αργά, στο εντυπωσιακό πέρασμα Τiamkrasse. Λόγω αποστάσεως, το μικρό κολωνάκι δεν διακρινόταν, όμως το αυτάρεσκο χαμόγελο της ικανοποίησης, δεν μπόρεσα να το κρύψω. Παρ' όλη τη συγκίνηση που με διακατεί