Πρόλογος;
Γράφοντας κάτι, κατά κανόνα αρχίζω από μιά κεντρική ιδέα, συνήθως βιωματική, την οποία και προχωρώ μέχρις ότου η φαντασία, επεμβαίνοντας, μου αρπάξει απ΄ το χέρι τη σκυτάλη και πιάνοντας το τιμόνι της αρχικής ιδέας… τερματίζει τη «διαδρομή» κατά το δικό της δοκούν!
Έτσι, στο τωρινό συγγραφικό παιχνίδισμα: «Όταν το όνειρο γίνεται εφιάλτης», η Κυρά-Φαντασία δεν επέτρεψε το τέλος που προγραμμάτιζε ο γράφων, οπότε -επεμβαίνοντας- έγραψε μόνη της το φινάλε που εκείνη ήθελε.
*
Μπήκε στη ζωή του απότομα. Γελαστή, κοκέτα, ανέμελη κι αμαρτωλή. Κατέπλευσε αιφνίδια και, αργά-αργά, σαν περήφανη σημαιοστόλιστη κουρσάρικη κορβέτα έσκισε τα ακίνητα, τελματωμένα νερά του ερειπωμένου λιμανιού της ανάστατης ψυχής του και αγκυροβόλησε στο έρημο αραξοβόλι της. Εκείνος αναθάρρησε και πίστεψε πως θα πατούσε, επί τέλους, το κατώφλι μιάς χαμένης, πολυπόθητης και οφειλόμενης, ευτυχίας. Σηκώθηκε από την ανιαρή του αδράνεια, προχώρησε περιχαρής και χτύπησε την πόρτα της καρδιάς της, χωρίς να φαντάζεται τη συνέχεια. Του άνοιξε ένας «Εγωισμός», που σαν πραγματικός Κέρβερος -φοβερός και τρομερός- την φύλαγε προστατευτικά.
-Τί θέλεις εσύ εδώ; τον ρώτησε βλοσυρά.
- Να περάσω μέσα, στην Κυρά σου, του απάντησε.
-Χμμμ. Γιά να περάσεις, όμως, θα πρέπει πρώτα να πληρώσεις.
-Και σαν πόσα ζητάς;
-Κατ΄ αρχήν, την αξιοπρέπεια, την περηφάνια και τον αυτοσεβασμό σου!
Εκείνος κοντοστάθηκε, σκέφτηκε κι αναλογίστηκε. Βαρύ το τίμημα. Από τη μιά η ντροπή, η ταπείνωση και ο διασυρμός κι από την άλλη τα σκληρά σκοτάδια της μοναξιάς, που σαν μανιασμένος βοριάς χτυπούσαν αλύπητα τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα της καρδιάς του. Τα ζύγιασε όλα μαζί κι αποφάσισε:
-Πάρ΄ τα, του είπε, και τα σώριασε -μέχρι τελευταίο ίχνος- στα πόδια του.
Ο Εγωισμός τα κοίταξε ψυχρά και περιφρονητικά. Μετά τα ποδοπάτησε σαν αποτσίγαρα και τα κλώτσησε με τα χοντρά ποδάρια του. Τέλος… σάρκασε:
-Δεν μου φτάνουν αυτά, θέλω κι άλλα!
Εκείνος αγρίεψε προς στιγμή, μα συγκράτησε την οργή του:
-Δηλαδή, σαν τί άλλο θέλεις;
-Θέλω δυό ποτάμια κι ένα νησί!
-Δυό ποτάμια κι ένα νησί; Τί εννοείς μ΄ αυτό; Δεν είμαι Θεός να διαθέτω τέτοια πράγματα.
-Έχεις! Θέλω ένα ποτάμι από τα δάκρυα κι ένα από το αίμα σου!
-Και το νησί;
-Αυτό είναι η καρδιά σου.
-Καλά, και πώς θα στην δώσω; Αν το αποφασίσω να...
-Δεν ξέρω, βρες τον τρόπο μόνος σου. Ξερίζωσέ την με τα χέρια, ας πούμε! Το ύφος του περιπαικτικό, στην αρχή, και μετά επιτακτικό.
Με το αίτημα αδιαπραγμάτευτο -βαρύ τελικά το τίμημα της αγάπης κι ο πόνος της αβάσταχτος.
Αναζήτησε, μηχανικά, στο γραφείο τον μικρό κόφτη του σχεδιαστηρίου που έκοβε το ρυζόχαρτο. Κράτησε σφιχτά την κοφτερή λάμα, την ζύγιασε στο χέρι κι ετοιμάστηκε γιά την καίρια μαχαιριά, που θα ξέσκιζε το στήθος του, ανοίγοντάς το σαν πρωινή μαργαρίτα. Ούτε που κατάλαβε τον πόνο. Τόση ήταν η δύναμη της απόφασής του. Πέταξε το μαχαίρι, χούφτωσε την καρδιά με δύναμη κι αποφασιστικότητα και την ξερίζωσε, καθώς το αίμα του έτρεχε, σχηματίζοντας το ένα από τα δύο ποτάμια που του ζητήθηκε και οι κρουνοί των ματιών του το άλλο, ώστε να ικανοποιείται πλήρως κι η δεύτερη απαίτηση.
-Πάρ΄ τα κι αυτά και άσε με να περάσω. Δεν έχω τίποτε άλλο να σου δώσω.
Ο Εγωισμός κοίταξε περιφρονητικά την καρδιά που σπαρταρούσε στο πάτωμα, ανάμεσα στα ρυάκια του αίματος και των δακρύων, και μ΄ ένα σαρδόνιο χαμόγελο την έλιωσε, πατώντας την και τρίβοντας πάνω της, σαδιστικά, το παπούτσι του. Όπως λιώνουν τις ανοιξιάτικες κάμπιες που, βγαίνοντας από τα κουκούλια τους, κατεβαίνουν απ΄ τα πεύκα και κάνουν στρατιές στους εξοχικούς δρόμους, προχωρώντας αργά και περιμένοντας να μεταλλαχτούν σε πεταλούδες. Ξαφνικά, με μιά ισχυρή έκρηξη και έναν εκκωφαντικό θόρυβο, η καταματωμένη καρδιά του, σαν κινέζικο πυροτέχνημα, σκόρπισε σε χιλιάδες φωτεινά κομμάτια, που απλώθηκαν και καταύγασαν τον σκοτεινό και άναστρο ουρανό.
Η έκρηξη ήταν το ξυπνητήρι στο κομοδίνο, που στρίγγλισε -ξαφνικά και λυτρωτικά- διώχνοντας στο βάθος της επερχόμενης αυγής ολόκληρο τον σκοτεινό εφιάλτη.
*
Άνοιξε τα μάτια ανακουφισμένος και σηκώθηκε κάθιδρος. Λουσμένος μέσα σ΄ ένα ποτάμι ιδρώτα. Ένα άλλο ποτάμι -δικό του κι αυτό- που όμως δεν του ζητήθηκε ποτέ…
Στο μαβί ξημέρωμα, με τα μάτια θολά από κάποια παραμένοντα δάκρυα και τον ήλιο να ετοιμάζεται να σκάσει μύτη χαμηλά στην ανατολή, σάμπως του φάνηκε θαμπά ένα σχήμα σαν παλιά ισπανική κορβέτα που απομακρυνόταν, αρμενίζοντας πλησίστια στον ουρανό. Σκούπισε βιαστικά τα μάτια του, μισοκλείνοντάς τα γιά να καθαρίσει το βλέμμα και θεώρησε βεβαιότητα πως ήταν αυτή το σημαδάκι που έβλεπε να ξεμακραίνει συνεχώς στον ορίζοντα. Μέχρι που έγινε, από ένα τόσο δα σημαδάκι, πρώτα κουκίδα και ύστερα μύτη καρφίτσας, Πριν εξαφανιστεί τελείως, επιστρέφοντας αυτή στον κόσμο των ονείρων του και η θύμησή της στον καταψύκτη της ψυχής του.
Η μέρα του κύλησε βαριά. Άκεφος αναμασούσε τον εφιάλτη που έζησε και καταριόταν την τύχη που -πάντα άδικη, μαργιόλα και περιπαικτική- του έπαιζε συνέχεια σαδιστικά παιχνίδια. Σαν πλανόδιος γυρολόγος πραματευτής αράδιαζε στα πόδια του όλα της Γης τα καλούδια και του μοστράριζε στα μάτια όλες τις χαρές της ζωής. Όμως μόλις άπλωνε, με λαχτάρα, το χέρι να τ΄ αρπάξει αυτά γίνονταν σκόνη, ή χάνονταν ως διά μαγείας από μπροστά του.
Ακόμη κι η Σταχτοπούτα πρόλαβε να ζήσει λίγες ώρες ευτυχίας, πριν τα πανάκριβα ρούχα της γίνουν κουρέλια, η λαμπερή της άμαξα με τα περήφανα άτια γίνουν κολοκύθα που την σέρνουν ποντικοί κι αυτή από τα παλάτια να ξαναγυρίζει στις στάχτες της. Όμως αυτός τίποτα. Πάντα άτυχος και πάντα παραπεταμένος. Αντί να ζει στην πραγματικότητα όσα ονειρευόταν -έστω κάποια απ΄ αυτά- ζούσε στα όνειρά του μια ψεύτικη πραγματικότητα.
Με τις σκέψεις αυτές να κουτρουβαλούν μπερδεμένες στο μυαλό του, μιά να ανηφορίζουν στις πλαγιές του και μιά να γκρεμίζονται στα φαράγγια του, ούτε που κατάλαβε πως τον έφτασε πάλι η νύχτα και βαρυφορτωμένος από δαύτες έπεσε πάλι γιά ύπνο. Άλλωστε η χειμωνιάτικη μέρα δεν κρατά και πάρα πολύ.
*
-Τρέξετε, τρέξετε, η παράσταση αρχίζει!
Η κόκκινη βελούδινη αυλαία άνοιξε στο βάθος και πέντε μικρά κωμικά ανθρωπάκια, παρδαλοντυμένα, άρχιζαν να στριφογυρίζουν στο βάθος του δωματίου με γέλια, πειράγματα, αταξίες και σκανταλιές, αναστατώνοντάς το.
-Έέέέ, γιά ησυχάστε! Έτσι δεν μπορεί να κοιμηθεί κανείς.
-Εμείς δεν ησυχάζουμε ποτέ. Αυτό, δα, μας έλειπε!
-Και ποιοί είσαστε εσείς, παρακαλώ;
-Χα, χα… δεν μας ξέρεις. Εμείς όμως σε ξέρουμε καλά, χά, χα, χα!
Και συνέχισαν να σκαρφαλώνουν στο κρεβάτι χοροπηδώντας. Να τραβούν τα σκεπάσματα, να ανοίγουν ντουλάπες, να βγάζουν έξω τα συρτάρια, να κρεμιούνται και τραμπαλίζονται από τη λάμπα της οροφής, ν΄ αναβοσβήνουν το καντήλι, αφήνοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι και στη μικρή και αμυδρά φωσφορίζουσα λάμψη που ανέδιδαν τα κορμιά τους. Και χασκογελώντας συνέχεια, να κάνουν ένα σωρό ζαβολιές και παλαβομάρες.
-Μα ποιοί, τέλος πάντων, είσαστε του λόγου σας; Τί θέλετε στο δωμάτιό μου;
-Αφού επιμένεις να μη μας αναγνωρίζεις… θα σου συστηθούμε, είπαν όλοι με μιά φωνή.
- Εγώ είμαι ο Μπιζελάνθης, λέει ο πιό αστείος της ομάδας, πηδώντας πρώτος στην κάτω άκρη του κρεβατιού.
- Εγώ ο Αραχνοφάδης, πήδηξε πάνω, με τη σειρά του ο πιό αδύνατος και τόσο διάφανος, που νόμιζες πως ήταν φτιαγμένος από… τούλι!
- Εγώ είμαι ο Πεταλούδης, σκαρφάλωσε ο τρίτος, πεταρίζοντας τα δύο πολύχρωμα φτεράκια του.
- Εγώ, ψιθύρισε αδύναμα ο πιό μικρόσωμος και συνεσταλμένος, είμαι ο Σιναπόσπορος. Και μ΄ ένα σάλτο έκλεισε την τετράδα, πάνω στο κρεβάτι.
- Κι εγώ είμαι ο Πουκ, είπε μεγαλόπρεπα ο τελευταίος. Ο πιό μεγαλόσωμος και πιό όμορφος. Είμαι ο αρχηγός τους. Απορώ πώς δεν μας θυμάσαι, αφού σίγουρα έχουμε ξανασυναντηθεί. Είμαστε τα ξωτικά του δάσους. Και τραβώντας μιά βαθιά υπόκλιση, συνέχισε:
- Μας έστειλε ο Όμπερον, ο βασιλιάς μας. Ξέροντας την κακοδαιμονία που σε κατατρύχει σε όλη σου τη ζωή, μας ζήτησε να σου ικανοποιήσουμε όποια χάρη μας ζητήσεις. Όμως πρόσεξε, μόνο τρεις χάρες! Γι΄ αυτό, σκέψου καλά, ζύγιασε κι αποφάσισε. Λοιπόν, στις προσταγές σου!
Ο Πούκ κάρφωσε τα λαμπερά του μάτια πάνω του και περίμενε.
-Δεν έχω να σκεφτώ και πολύ. Γιά πρώτη χάρη, θέλω να μου φέρεις πίσω την ισπανική κορβέτα μου!
Τα ξωτικά μαζεύτηκαν, σαν σε σύσκεψη, και μιλούσαν μεταξύ τους γιά λίγο σιγανόφωνα. Μετά ο Μπιζελάνθης ξεχύθηκε σαν σίφουνας, τρύπησε τους τοίχους του δωματίου και χάθηκε. Ο Πουκ του ανακοίνωσε:
-Μπες στο λιμανάκι της ψυχής σου και περίμενε, σε λίγο η κορβέτα καταφθάνει, την φέρνει μαζί του ο Μπιζελάνθης. Τώρα η δεύτερη χάρη.
-Να μου ξαναφέρεις και να βάλεις στη θέση τους την καρδιά μου, την περηφάνια, την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό μου.
Με ένα αδιόρατο νεύμα του Πουκ, τα τρία ξωτικά -ο Αραχνοφάδης, ο Πεταλούδης κι ο Σιναπόσπορος- τον άρπαξαν απ΄ τα χέρια κι άρχισαν να τον περιστρέφουν σαν σβούρα, μέχρις ότου έχασε τις αισθήσεις του. Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια, ο Πούκ απέναντί του χαμογελούσε:
-Έγινε κι αυτό. Και τώρα η τελευταία!
-Χμμμ... Να ξεκάνεις τον Κέρβερο!
-Το μόνο εύκολο! Πες πως έγινε κι όλας! Και σκύβοντας, σε μιά βαθιά υπόκλιση, ο Πουκ τράβηξε το σπαθί του, σαν σε θέση μάχης, και απήγγειλε με στόμφο:
-Φίλε, αποστολή εξετελέσθη, τα ξωτικά σε αποχαιρετούν. Και χτυπώντας με το σπαθί του τρύπησε τον τοίχο και χάθηκε κι αυτός απ΄ το δωμάτιο….
*
Επίλογος:
Κυρίες και Κύριοι, καλοί μου αναγνώστες. Ίσως δεν θα έπρεπε να σας αποκαλύψω το τέλος αυτής της ιστορίας. Θα προτιμούσα να το αφήσω αιωρούμενο και να το διαμορφώσετε μόνοι σας, πιστεύοντας πως οι περισσότεροι θα πέφτατε μέσα στην δική μου άποψη. Το βρίσκω πολύ πιό προσωπικό, πιό συναρπαστικό και, οπωσδήποτε, πιό… συμμετοχικό!
Σε μία από τις λίγες εκείνες περιπτώσεις όπου οι επιθυμίες των καλών ανθρώπων μπορούν ακόμη και να… πραγματοποιούνται!
Έτσι, απλά, δένω το κομμένο σκοινί της μοίρας και της ιστορίας και αφήνω τη δική σας φαντασία να αυτοσχεδιάσει.
Πάντως, προσωπικά, αν με αφήνατε να επιλέξω μόνος μου, θα προτιμούσα να έκλεινε κάπως έτσι…:
*
Πρωί, πρωί, ξημερώνοντας, το κουδούνι χτύπησε δειλά και διακριτικά. Η ξεκλείδωτη πόρτα άνοιξε αθόρυβα και στο αχνό ροδόχρωμα της αυγής πρόβαλε η γνώριμη φιγούρα της… παλιάς ισπανικής κουρσάρικης «κορβέτας» του. Το ίδιο γελαστή, το ίδιο κοκέτα, το ίδιο ανέμελη και το ίδιο… αμαρτωλή.
-Καλημέρα, του λέει μελιστάλακτα… Ήρθα!
Τα ξωτικά, όπως φαίνεται, δούλεψαν σωστά και έντιμα. Εκτέλεσαν πιστά τις εντολές του βασιλιά τους Με συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Οπότε σε λόγου μας απομένει η συνέχεια της ιστορίας και το…