Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Μιά φορά κι έναν καιρό...ήταν η «Μάγια» μου...


Το reqviem  της «Μάγιας» μου.

Αυτή δεν είναι, ακριβώς, η Μάγια μου. Δεν βρίσκω φωτογραφία της. Θα μπορούσε όμως να είναι.

   Όταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα γεμίζει χυδαιότητα, στρέφομαι σε κάτι πιό καθαρό, πιό όμορφο, πιό συγκινητικό. Ενστικτώδης κίνηση αυτοσυντηρήσεως και αναζήτησης  υγιεινότερου τόπου. Έτσι ξετρύπωσα κάτι που έγραψα... τότε, επ' ευκαιρία... θα δείτε.

   -Παρασκευή  8/4/94.  Ώρα 9.30΄ π.μ.
   Σιωπήστε φίλοι μου, η Μάγια μας τελειώνει. Ένα μικρό κεράκι παλεύει απεγνωσμένα να κρατήσει τ’ αδύνατο φως που τρεμοπαίζει... Το κοιτώ με θλίψη. Ποιός μίλησε γι’ ανέσπερα φώτα... Ζωή το μεγαλείο σου... Εκεί βρίσκεται... Στο κλείσιμο του διακόπτη.
   Η Μάγια μας φεύγει, κλείνει ο επίγειος κύκλος της...  Οι τελευταίες της ανάσες κάνουν το στηθάκι της να αργοσαλεύει... σαν από πνοή  θαλασσινού μπάτη.  Αφελής, ατάραχη, ανύποπτη και, όπως πάντα, απορημένη. Ποτέ της δεν έμαθε πώς και γιατί ήρθε... και γιατί φεύγει. Ούτε ποτέ θα μάθει... Η Μάγια μου φεύγει... την βλέπω να φεύγει...
   Ένα τόσο δα μικρό αστεράκι τρεμοπαίζει αχνά την στερνή του σπίθα... Που όπου να ’ναι σβήνει.
Ποιός μίλησε για ασήμαντα πράγματα. Τα πιό σημαντικά μυστικά της ζωής κρύβονται στην κάψα της ασημαντότητος.
   Γλυκειά μου Μάγια...  Τα μικρά αθώα σου ματάκια σε λίγο θα σφραγιστούν γιά πάντα. Κι αν εσύ ήσουν που πάντα φάνταζες απορημένη, η απορία θα μείνει να βασανίζει εμάς. Πώς χώραγε σ’ ένα τόσο δα μικρό κορμάκι, τόση αγάπη, τέτοια λατρεία, τόση αφοσίωση.
   Μικρή μου, τριανταφυλλένια μου Μάγια...  Το μικρό καράβι της ασήμαντης ζωούλας σου ανοίγει πανιά κι ετοιμάζεται να σαλπάρει γιά τη χώρα του Πουθενά. Τ’ ακούω  που σφυρίζει...
   Αντίο μικρή μου... Στο τελευταίο σου ταξίδι, καιρούς ας έχεις ούριους και θάλασσες γαλήνιες. Καλό σου δρόμο  Μαγιούλι μου... Δεν πρόλαβες τον Μάη... Δεν πρόλαβες την άνοιξη, σε πρόλαβε ο χειμώνας...  Χθες δεν μπορούσες να κοιμηθείς... σήμερα σε παραμονεύει ο αιώνιος ύπνος.
   Είναι σκληρό να φεύγεις από την Ζωή, όταν  αυτή γυρίζει στη Γη. Μοιάζει άδικο να στερεύει το ρυάκι μιάς ύπαρξης όταν οι χυμοί της Άνοιξης  πλημμυρίζουν  την Φύση. Είναι απάνθρωπο να πεθαίνεις  Άνοιξη. Πόσο αντιφατική -Θεέ μου- είναι  η Δημιουργία σου και πολύ μικρό το ανθρώπινο μυαλό για να χωρέσει τη Θεία Λογική... Αλήθεια γιατί να «φεύγουν» τ’ αγαπημένα μας πλάσματα. Πόσο φτωχαίνουμε χωρίς αυτά... Πόσο στενεύει ο δρόμος μας, για να καταλήξει στο στενό μονοπάτι που οδηγεί στο πουθενά...

   -Παρασκευή 8/4/94. Ώρα  2.05΄μ.μ.
   Υποκλιθείτε φίλοι μου... Μόλις θάψαμε τη Μάγια μας... Ένα ακόμη παραθυρόφυλλο της ψυχής μας σφαλίστηκε γιά πάντα. Στ’ αλήθεια, σε λίγο από πού θα παίρνω φως; Από πού θ’ ανασαίνω; Έτσι που, ένα-ένα,  τα παραθύρια αυτά κλείνουν ερμητικά; Το σπίτι ορφανεύει σιγά-σιγά.  Αδειάζει απ’ αγάπη. Κι αλίμονο, δεν θα ξαναγεμίσει ποτέ...

   (Γιά το «Μαγιούλι» μου. Την πιό μικρή κι αφοσιωμένη, μεγάλη μου αγάπη.  8/4/1994).

   Σημ. Η «Μάγια» υπήρξε ένα τόσο δα μικρό, ασπρόμαυρο σκυλάκι. Ένα τσιουάουα που γεννήθηκε στη χούφτα μου και πέθανε στην αγκαλιά μου. Το μόνο πλάσμα που μ’ αγάπησε τόσο βαθειά, τόσο πιστά, τόσο απόλυτα και τόσο ανυπόκριτα. Και το κυριότερο, γιά όλο το διάστημα της ζωής του. Α΄, και κάτι άλλο.  Η Μάγια, κάθε πρωί,  με ξυπνούσε τραγουδώντας, μόλις άκουγε το ξυπνητήρι να σημαίνει!
-


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου