Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Μελαγχολία....

"... κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις." (Κ. Καβάφης)


  
    Φτώχεια, μιζέρια, αθλιότητα, σήψη, παρακμή, απογοήτευση, απόγνωση... Μέσα σ' όλον αυτόν τον ζόφο, εσύ να γερνάς, φυλλομετρώντας τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου της ζωής σου. Και αντί να πατάς, απεγνωσμένα, φρένο στο "τσούλισμα" του χρόνου, αντί να προσπαθείς να κρατήσεις την κάθε στιγμή, καθυστερώντας το γέρμα και το διάβα του δρόμου, στην άκρη του οποίου, ήδη βλέπεις το Ανυπέρβλητο Τείχος, να σπρώχνεις με αγωνία και μανία, το ρημαγμένο σου κάρο μπροστά, προς το τέρμα του, κυνηγώντας το τέλος κάθε... μήνα. Να βιάζεσαι να τελειώσει κι αυτός που διανύεις και ουσιαστικά να συντομεύει η ζωή σου. Κι αυτό γιά να προλάβεις τη.... σύνταξη και τους.... λογαριασμούς σου! Τραγική ειρωνεία! 
   Αναλογίζομαι το μέγεθος της κατάντιας και φρικιώ. Να εύχομαι να φύγει ο μήνας γρήγορα και να έρθει η τελευταία του ημέρα. Η ζωοδόχος ημέρα της... σύνταξης! Απελπισία! Κατάντησε ο χρόνος μας να έχει 12 ημέρες... μόνο. Να θέλεις να πέφτεις γιά ύπνο στις 2 του κάθε μηνός και να ξυπνάς στις... 30! Φρίκη! Μιά σπιθαμή απ' την κατάθλιψη.....
  Μιά ζωή, που σε όλη της τη διάρκειά προσπαθούσες να πείσεις τον εαυτό σου πως είναι "πανάκριβη" και "μοναδική", (όπως και κάθε ζωή άλλωστε), και πρέπει να την "ξοδεύεις" με φειδώ και δημιουργικά, να σου προκύπτει τόσο ευτελής και ασήμαντη, μικροποσό που σπαταλιέται πάμφθηνα και μόνο σέ ΔΕΗ, ΟΤΕ, χαράτσια και...φόρους. Να τρέχεις συνέχεια πίσω τους και ν' αγωνιάς γιά να καλύψεις αυτό το άδικα μεγιστοποιημένο κόστος της με τα ψίχουλα μιάς γλίσχρας σύνταξης, και μάλιστα ανεπιτυχώς! Και καταντάς να "ροκανίζεις" το χρόνο σου, σκορπώντας την "επί ματαίω"!
   Ένα τανγκό είναι τελικά η ζωή. Αργεντίνικο, που τελειώνει θλιβερά και άδοξα.  Ποιός το περίμενε, ποιός θα το πίστευε!
   "Σαν γέλιο άρχισε η ζωή, σαν δάκρυ αργοκυλάει.....".
   Κι ενώ αισθάνομαι ανακούφιση γιά όλη την ασχήμια που θ' αφήσω φεύγοντας, ταυτόχρονα λυπάμαι γιατί θα στερηθώ και κάποιες ομορφιές, που γιά χάρη τους άξιζε, στ' αλήθεια, αυτό το ζόρικο ταξίδι που λέγεται "Ζωή".....

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ, ο μεγάλος συγγραφέας, ο σπουδαίος άνθρωπος.





Χρονογράφημα-κριτική του ΔΗΜΗΤΡΗ ΨΑΘΑ που δημοσιεύτηκε στη στήλη του  “Εύθυμα και σοβαρά”, στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», στις 29/3/1962, γιά την παράσταση της Έλλης Λαμπέτη, «Η μικρή μας πόλη».
Δημήτρης Ψαθάς
  
 Σκαλίζοντας τις προάλλες κάτι παλιά αρχεία, όπου χάνει η μάνα το παιδί και…. αντιστρόφως, αναζητώντας στοιχεία γιά την «Μαντάμ Σουσού», έπεσε το μάτι μου και στο κάτωθι απόκομμα των ΝΕΩΝ της εποχής. Σε συνδυασμό με το βαρύ κλίμα που διακατέχει τη χώρα και την παγερότητα και το σκοτάδι του θανάτου που με περιτριγυρίζει και περισφίγγει μέσα στο φως και την καλοκαιρινή ζέστη, το αναρτώ αυτούσιο, με την παρατήρηση πως, όντως, οι «καιροί αναπλάθουν αλλήλους». Υποσημειώνω, μισόν αιώνα μετά, κάποιες απόψεις του, που υιοθετούσα από τότε χωρίς να αποστώ ούτε κεραία απ’ αυτές, κόντρα στην «υψηλή διανόηση» και τη «θολή κουλτούρα», (διακωμωδιακοί όροι που εφευρέθηκαν αργότερα, γιά να προσδιορίσουν πρωτοποριακές και ψυχοπαθολογικές προσπάθειες καθιερώσεως της... αρλούμπας στην τέχνη και τη ζωή, γενικώς). Κάτι στο οποίο ενέδιδε μεγάλο μέρος της τότε παρέας και των νέων της εποχής, στη λογική του «γυμνού βασιλιά», του γνωστού παραμυθιού του Άντερσεν, κατάσταση που διατηρείται, σε μεγάλο μέρος, και σήμερα. 
   Με το ίδιο πείσμα και την ίδια «τζαναμπετιά» που με κράτησε, τότε, μακριά από τον μοντερνισμό του τσιγάρου, νιώθω ακόμη την ικανοποίηση πως και τώρα, στα χρόνια της ωριμότητος, εξακολουθώ να συμφωνώ με τον μεγάλο χρονογράφο Δ. Ψαθά!   
   Ο Ψαθάς, γιά άλλους στριμμένος, γιά άλλους απλά οπισθοδρομικός και γιά άλλους στέρεα γήινος κι ανθρώπινος, είχε ως αγαπημένο ήρωα τον «Αφελή», (νομίζω Αγησίλαο τον έλεγε, χωρίς να παίρνω όρκο), και μέσω αυτού τολμούσε να λέει μεγάλες αλήθειες, ταράζοντας λιμνάζοντα ύδατα και χτυπώντας αλύπητα ψευτοπροοδευτικά κατεστημένα και ψευτοδιανοουμενίστικους ανόητους «σουσουδισμούς».

   «Αντιπαθώ θανάσιμα τους συγγραφείς που σχίζουν τεχνικά αλλά και βάρβαρα τον άνθρωπο -με το νυστέρι του ταλέντου τους- γιά να μας δείξουν ό,τι ταπεινό και κτηνώδες έχει μέσα του, αυτός και η ζωή του. Όπως αντιπαθώ κι εκείνους που αγωνίζονται να μας πείσουν γιά την ασημαντότητα της καθημερινής ζωής – παράδειγμα ο Ιονέσκο που η μανία του γιά την αποσύνθεση της καθημερινής “ασημαντότητας” φτάνει τα όρια της παράκρουσης, μ’ εκείνους τους ανισόρροπους διαλόγους του (τόσο “ασήμαντα” είναι αυτά που λέγονται και πράττονται στην καθημερινή ζωή μας, ώστε θα μπορούσαν, λέει, ν’ αντικατασταθούν με ισοδύναμες… αρλούμπες).
         
   Να μάχεσαι ορισμένες εκδηλώσεις της ζωής  -ασχήμιας, αδικίας, βαναυσότητας- με αντικειμενικό σκοπό να βοηθήσεις στο καλύτερο, είναι γιά μένα μιά αποστολή άξια της ανθρώπινης υπόστασης ενός συγγραφέα με ζεστή καρδιά. Ν’ αποσυνθέτεις όμως, μέχρι κι εκείνο που θεωρούμε ωραίο, γιά να μας δείξεις ότι πίσω και απ’ αυτό ακόμα υπάρχει ασχήμια και αθλιότητα, δείχνει διάθεση διεστραμμένη και ιδιοσυγκρασία χολερική που όσο την εξιδανικεύει το ταλέντο, τόσο μου προκαλεί αποτροπιασμό. Γι’ αυτό ποτέ δεν χώνεψα μεγάλους συγγραφείς, όπως ο Ανούιγ και όπως ακόμα ο Τένεσσι Ουίλιαμς. Μπορεί να θαυμάζω απεριόριστα τη δύναμη της τέχνης τους, αλλά αντιπαθώ βαθύτατα το έργο τους.
      
 Ίσως γι’ αυτή μου την αδυναμία (πρόκειται, βλέπετε, γιά αντιδράσεις καθαρά προσωπικές) με γοητεύει αυτό το έργο του Θόρντον Ουάιλντερ  -Η Μικρή μας Πόλη”-  που παίζει η Έλλη Λαμπέτη, την οποίαν με χαρά ξαναβρήκε από καιρό η ελληνική σκηνή και η νοσταλγική αγάπη του θεατρόφιλου κοινού. Το ξαναείδα προχτές κι έφυγα από το θέατρο με μιά ευφορία ψυχής αληθινή, βαθύτερη, όσο σπάνια μου δίνεται η ευκαιρία να αντλήσω από το θέατρο. Κι αυτό  -τι περίεργη που είναι η μαγεία της τέχνης!-  παρ’ όλον ότι στην τρίτη πράξη του ο ποιητής του έργου μας μεταφέρει στο… νεκροταφείο της μικρής του πόλης (που είναι όμως τόσο μεγάλη όσο κι ο κόσμος).
    Δεν έχουν, βέβαια, καμιά πρόθεση κριτικής οι γραμμές αυτές -σ’ άλλην αρμοδιότητα ανήκει η ασχολία- άλλωστε προ πολλού είπαν τη γνώμη τους οι “ειδικοί”. Τις προσωπικές μου αντιδράσεις μόνο μεταφέρω, κατά καιρούς, στον χώρο τούτο, όταν συμβαίνει να με γοητεύει μία παράσταση και ν’ ασκεί επάνω μου επίδραση ξεχωριστή. Νιώθω υποχρέωσή μου να ενημερώνω τους αναγνώστες μου με τους οποίους βρέθηκε τόσες πολλές φορές νά 'χουμε κοινά τα γούστα και κοινές τις αντιδράσεις.
   Μ’ αρέσει ιδιαίτερα το έργο τούτο του Ουάιλντερ γιατί πέραν των άλλων, δείχνει στον προσεκτικό θεατή πόσο μάταιες -και άχρηστες- είναι οι “πρωτοτυπίες” των λεγόμενων μοντέρνων ή “επαναστατικών” συγγραφέων της σκηνής που προσπαθούν να βρουν καινούργιους τρόπους έκφρασης. Γιατί ολόκληρος ο μοντέρνος μηχανισμός της σκηνικής ανάπτυξης του θέματός του είναι το λιγότερο που μας προσφέρει ο συγγραφέας. Συχνά, μάλιστα, η απουσία των σκηνικών και η μιμική των ηθοποιών γίνεται ενοχλητική κι όχι μονάχα δεν βοηθά ν’ ακουστεί καλύτερα ο λόγος, αλλά τον εμποδίζει με τις αφύσικες κινήσεις που περισπούν μοιραία (γιά το αφύσικό τους, ακριβώς) την προσοχή του θεατή.
    

   Πέρα, όμως, απ’ αυτά, πόση αισθητική χαρά και πόση απόλαυση μας δίνει ο ποιητικός οίστρος του Ουάιλντερ, που φτιάχνει απ’ την περιφρονημένη, ακριβώς, καθημερινότητα της ανθρώπινης ζωής το θαυμάσιο ποιητικό, θεατρικό του έργο. Η αισθητική του ευαισθησία συνέλαβε την χαρά και την αξία της τετριμμένης καθημερινότητας απ’ το θλιβερό εκείνο σημείο που μας ανοίγει κι εμάς τα μάτια -φευγαλέα, όμως, και παροδικά- όπου ο θάνατος τα μεταβάλλει σε οριστικό και τελεσίδικο παρελθόν. Όταν συμβεί να χάσουμε ένα πρόσωπο δικό μας, προσφιλές, που μέχρι χτες ακόμα η ζωή του κυλούσε ανάμεσά μας κοινοτοπική, με όλη την βαρετή καθημερινή ασημαντότητά της, τότε αμέσως αλλάζουν όλα: Το πρόσωπο αυτό παίρνει στα μάτια μας άλλη υπόσταση, τελείως διαφορετική, όπου οι καθημερινές του πράξεις μετριούνται αναδρομικά και όλες οι κινήσεις του ζυγίζονται με άλλο μέτρο, έτσι που να φαντάζουν στα μάτια μας σαν γεγονότα πολύ σημαντικά, που τα αναπολούμε με βαθύ πόνο και μεγάλη δυστυχία.    
   
   Αυτόν τον αναδρομικό ύμνο προς την ζωή μάς προσφέρει με τις γραφικές και χαριτωμένες θεατρικές εικόνες που συνθέτει ο συγγραφέας -ξημερώματα, νύχτες, φεγγαροβραδιές, έρωτα, νοικοκυριό, γεννήσεις, γάμους, τυπική και αιωνίως επαναλαμβανόμενη καθημερινή ζωή- γιά να μας τα σκεπάσει, όμως, όλα, ξαφνικά και απροσδόκητα, με την αυλαία του τέλους.   Με τόλμη εκπληκτική -κι εκεί ο συγγραφέας μας δείχνει τον δημιουργικό μοντερνισμό του- μας μεταφέρει στο νεκροταφείο, όχι τόσο γιά να μας δείξει την ματαιότητα των εγκοσμίων (σαν τους αρρωστημένους μανιακούς της απαισιοδοξίας), αλλά γιά να μας ανοίξει τα μάτια, ακριβώς, επάνω στην ομορφιά και την γοητεία της τετριμμένης καθημερινότητας, που όσο την ζούμε, δεν την υποπτευόμαστε, ούτε καν την παίρνουμε χαμπάρι. Κι όλα αυτά με οίστρο γνήσιο, όπου η πρωτοτυπία αναπηδά μέσα από την χάρη, γι’ αυτό και δεν οδηγεί σε εκτρωματικές “μοντέρνες” συλλήψεις, αλλά σε αληθινή αισθητική ομορφιά.
   Να σημειώσω και δυο λόγια γιά την Λαμπέτη: Μέσα σ’ ένα συγκρότημα από καλούς ηθοποιούς -πόσο λαμπρό προμηνύεται το μέλλον του κ. Κούρκουλου που είναι ήδη ένας άριστος ηθοποιός- φαντάζει σαν πολύτιμο πετράδι η πρωταγωνίστρια και θιασάρχις. Βλέποντάς την προχτές, (κι αναθυμούμενος τις φτηνές “δόξες” των ημερών μας), ένιωσα μιά βαθιά ανακούφιση: Η δραματική τέχνη δεν πέθανε στον τόπο μας. Είναι ευτύχημα ότι (δίπλα στις δυο τρεις άλλες αληθινές ιέρειες της δραματικής τέχνης) η Έλλη Λαμπέτη ξαναγύρισε κοντά μας
» .
   
 Προσυπογράφω και νοσταλγώ. Και την Λαμπέτη και την εποχή εκείνη! Με την παρατήρηση, πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος μας αν υπήρχαν σήμερα Ψαθάδες και Λαμπέτες και πόσο φτωχός δείχνει χωρίς αυτούς!


Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Ο φανατισμός, ως «πολιτισμικός» παράγων της καθημερινότητος.

Μικρή προσέγγιση σε τεράστιο πρόβλημα!
Νέα Υόρκη, 11 Σεπτεμβρίου 2001. Η καταστροφή των Δίδυμων Πύργων

   Ο φανατισμός αποτελεί ένα από τα πιό έντονα και χειρότερα σύμφυτα της ψυχής. Από τα αρχέτυπα και πρωτόγονα συστατικά της. Δεν ανήκει στο συναισθηματικό κομμάτι της, αλλά στα ένστικτα και, κατά κανόνα, στα ευτελή, τα χαμερπή, τα βάρβαρα, αποτελώντας μόνιμη στρέβλωση του συνειδότος. Σπανιότατα προκαλεί ψυχική ανάταση και δημιουργία εποικοδομητικού λόγου και έργου, ενώ συνηθέστατα οδηγεί στην καταστροφή, την κατάλυση και την απαξία. Εκφράζεται, κατά κανόνα, με την εμμονή σε αλλόκοτες, μειοψηφικές, μειονοτικές και λανθασμένες, έως εντελώς παράλογες, απόψεις τις οποίες προσπαθεί να επιβάλει οπωσδήποτε. Με πείσμα, επιμονή και βία. Αντίκειται στην ανεξάρτητη σκέψη και την ελευθερία οιασδήποτε διατύπωσης παρεκκλίνει από τo αγκυλωμένο δόγμα που υπηρετεί. Ο φανατισμός δεν διαθέτει αυτιά!
   Στην πολιτική λέγεται «στράτευση», (κατά επιεικέστερο χαρακτηρισμό και με όλη τη σημασία του όρου και των παραγώγων του), σε ένα σκοπό, ή μιά ιδέα και αντιμετωπίζεται ως «αγκύλωση», από όποιον βλέπει αντικειμενικά το φαινόμενο.
   Επί θρησκευτικών πεποιθήσεων αποκαλείται «φονταμενταλισμός». Αν και ως όρος εμφανίστηκε, γιά πρώτη φορά στις ΗΠΑ, προκειμένου να αποτυπώσει χριστιανικές προτεσταντικές συμπεριφορές, ταίριαξε γάντι σε μεταγενέστερες μουσουλμανικές πρακτικές, όπου γνώρισε την αποθέωση. Και ισχύει πλέον, γιά όλες τις θρησκευτικές υπερβολές, με αναδρομική μάλιστα ισχύ!

   Ο φανατισμός αρνείται, ή μάλλον ούτε διανοείται καν, τον διάλογο, επί του αντικειμένου όπου εκδηλώνεται και πιστεύει τυφλά, το οποίον θεωρεί, a priori, θέσφατο και ταμπού αδιαπραγμάτευτο. Κάθε λογική και νοητική επεξεργασία καταλύεται προ αυτού και η «βάσανος της λογικής» αποτελεί έννοια αδιανόητη γιά κάθε φανατικό.
   Ο φανατισμός, σίγουρα, καλλιεργείται και εξυπηρετεί σκοπιμότητες και στόχους, τους οποίους παρουσιάζει ως «ανώτερους» και άξιους γιά κάθε υποστήριξη και πόλεμο μέχρις εσχάτων. Μέχρι την υπέρτατη θυσία. Η δε ανταμοιβή, πάντοτε πλούσια, εναποτίθεται στο μέλλον. Το άδηλο και υπερβατικό! Η Ιστορία βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων. Από τους πρώτους χριστιανούς, βορά των θηρίων του Διοκλητιανού και των άλλων Ρωμαίων αυτοκρατόρων, μέχρι τους Γιαπωνέζους πιλότους «καμικάζι», (άνεμος του Θεού), τους αυτοπυρπολούμενους Βιετναμέζους μοναχούς, στις πλατείες της Σαϊγκόν, ή τους Παλαιστίνιους που, αφιονισμένοι, ζώνονται με κιλά εκρηκτικών και εξαερώνονται μαζί με πλήθος αθώων σε χώρους συγκεντρώσεως κοινού.
  
   Εμφυτεύεται σε νεαρές ηλικίες, όπου η ικανότητα κρίσεως είναι περιορισμένη ή αδιαμόρφωτη. Οπωσδήποτε προ της συγκρότησης του πλέγματος ηθικών αξιών του ατόμου, εντασσόμενος σ' αυτές και μάλιστα σε πρωτεύουσα θέση. Κατευθύνεται έντεχνα, με κατάλληλη «τροφοδοσία» και πλύση του εγκεφάλου στον… «στόχο», που είναι το συνειδός. Έτσι  τον εγκλωβίζουν, σταματούν την ανάπτυξη του εγκεφάλου και τον εκτρέπουν προς τις αδιέξοδους ατραπούς που επιθυμούν, καθιστώντας το άτομο υποχείριο. Πρόχειρα σύγχρονα παραδείγματα, μεταξύ άλλων, τα ραντεβού θανάτου των διαφόρων ανεγκέφαλων νεαρών…. φιλάθλων-οπαδών και οι συμπλοκές και τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών των, επίσης, νεαρών Βρετανών στα Μάλια της Κρήτης, την Κέρκυρα και αλλαχού.

   Σημεία ταραγμένων καιρών, αλλά και απτή απόδειξη της διαχρονικότητος και παγκοσμιότητος του φαινομένου αυτού. 
   Κάποτε σκότωναν τον Σωκράτη και καταδίκαζαν σε θάνατο τον Μιλτιάδη, (τον νικητή της μάχης στον Μαραθώνα), που όμως πρόλαβε και πέθανε μόνος του από γάγγραινα! Μετά οι Ιεροεξεταστές της Ισαβέλλας έκαιγαν τους… «αιρετικούς» και τις δήθεν «μάγισσες», και πάει λέγοντας! Αύριο, όλο και κάτι νέο θα βρεθεί γιά λυσσαλέες διαμάχες και μάχες. Όμως πηγή, βάση και εφαλτήριο θα είναι πάντα το ίδιο. Ο φανατισμός. Αυτός ο απόλυτος παραλογισμός  που λέει και εννοεί : «Πίστευε και μη ερεύνα», γιά κάθε έκφανση της ζωής.
 

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Την έλεγαν «Ίρμα»…….


                         ....και σε λίγο κανείς δεν θα την θυμάται.

   Βρέθηκε ουρανοκατέβατη, τρία χρόνια πριν, στην πιό κάτω γειτονιά. Άντε να είχε κι άλλον ένα χρόνο στην πλάτη.

   Ήμερη, τρυφερή, άκακη και γλυκιά. Ίσως γι’ αυτό να την βάφτισαν «Ίρμα»! Φιλική με όλους και κυρίως με τα παιδιά.

   Οι γείτονες, «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι», έκαναν τη μισή δουλειά. Την τάϊζαν, την πότιζαν, την στείρωσαν και την άφηναν να τριγυρίζει ανάμεσά τους, χωρίς κανείς να κάνει το βήμα παραπάνω. Το αποφασιστικό και σωτήριο. Μπαινόβγαινε μόνο στις αυλές τους, στα σπίτια τους. Άκακη όπως ήταν τους αγαπούσε όλους, αλλά κάποιους πιό πολύ. Τους έδειχνε την εύνοιά της ακολουθώντας όταν πήγαιναν με τα πιτσιρίκια τους στη θάλασσα. Υπομονετικά σε κάποια σκιά, αρχοντικά καθισμένη στην ακροθαλασσιά, σαν κυρία σαλονιού, παρακολουθούσε και περίμενε να τελειώσουν το μπάνιο και να γυρίσουν, όλοι μαζί, πίσω. Όμως κανείς δεν τόλμησε το μεγάλο βήμα. Ν’ ανοίξει διάπλατα καρδιά και αγκαλιά μαζί με την αυλόπορτά του. Να την κλείσει μέσα, να την υιοθετήσει, να την προστατέψει, να την ασφαλίσει. Η γνωστή ελληνική ανευθυνότητα κι ευθυνοφοβία. «Και μαζί και χώρια»! 

   Προχθές νύχτα, αργά προς το ξημέρωμα, ένας θόρυβος αυτοκινήτου έσπαγε τη σιγαλιά της κοιμισμένης γειτονιάς. Σταμάτησε μπροστά στην κουλουριασμένη Ίρμα, που κοιμόταν ανύποπτη στην άκρη του πεζοδρομίου, έξω από μιά αγαπημένη πόρτα. Ο Χάρος κατέβηκε με τη μορφή άντρα. Η Ίρμα του κούνησε αγουροξυπνημένη την ουρά της. Τελευταία φορά που το έκανε, κοιτώντας τον με τα αγαθά της μάτια. Ένας πυροβολισμός, εξ επαφής, αντήχησε σαν κραυγή θανάτου, κάνοντας τους πιό λαγοκοιμισμένους να πεταχτούν στο πόδι. Σπινάρισμα τροχών και το αμάξι χάθηκε στο σκοτάδι. Στο ίδιο σκοτάδι που τύλιξε και τη ζωή της άδολης Ίρμας. Άδικα, αναίτια, βάρβαρα.
   Το άψυχο κορμάκι της βρέθηκε με το πρόσωπο γεμάτο σκάγια και τα αθώα της μάτια ανοιχτά, να κοιτούν κατάματα τον κτηνώδη δολοφόνο της. Το «ΓΙΑΤΙ», πελώριο, βουβό, πονεμένο κι αναπάντητο, πλανιέται σε όλη την περιοχή. Ίσως μαζί με κάποιες τύψεις που εκτονώνονται καθυστερημένα σε ατελέσφορες και αλυσιτελείς κατάρες γιά τον φονιά. Κάποιοι ισχυρίζονται πως είναι έργο με εντολή του Δημάρχου. Ενός ολοστρόγγυλου μηδενικού, που μην κάνοντας τίποτε σε ολόκληρη θητεία, αποφάσισε, τώρα που αυτή τελειώνει, να μιμηθεί τον Ηρόστρατο.
   Η Ίρμα θάφτηκε χθες. Με τα μάτια ανοιχτά κι απορημένα....