Χρονογράφημα-κριτική
του ΔΗΜΗΤΡΗ ΨΑΘΑ που δημοσιεύτηκε στη στήλη του “Εύθυμα και σοβαρά”, στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»,
στις 29/3/1962, γιά την παράσταση της Έλλης Λαμπέτη, «Η μικρή μας πόλη».
|
Δημήτρης Ψαθάς |
Σκαλίζοντας τις προάλλες κάτι παλιά αρχεία,
όπου χάνει η μάνα το παιδί και…. αντιστρόφως, αναζητώντας στοιχεία γιά την «Μαντάμ
Σουσού», έπεσε το μάτι μου και στο κάτωθι απόκομμα των ΝΕΩΝ της εποχής. Σε συνδυασμό με το βαρύ κλίμα που διακατέχει τη χώρα και την παγερότητα και το σκοτάδι του θανάτου που με περιτριγυρίζει και περισφίγγει μέσα στο φως και την καλοκαιρινή ζέστη, το
αναρτώ αυτούσιο, με την παρατήρηση πως, όντως, οι «καιροί αναπλάθουν αλλήλους». Υποσημειώνω, μισόν αιώνα μετά, κάποιες απόψεις του, που υιοθετούσα από τότε χωρίς να
αποστώ ούτε κεραία απ’ αυτές, κόντρα στην «υψηλή διανόηση» και τη «θολή κουλτούρα», (διακωμωδιακοί όροι που εφευρέθηκαν αργότερα, γιά να προσδιορίσουν πρωτοποριακές και ψυχοπαθολογικές προσπάθειες καθιερώσεως της... αρλούμπας στην τέχνη και τη ζωή, γενικώς). Κάτι στο οποίο ενέδιδε μεγάλο μέρος της τότε παρέας και των νέων της εποχής, στη λογική του «γυμνού βασιλιά», του γνωστού παραμυθιού του Άντερσεν, κατάσταση που διατηρείται, σε μεγάλο μέρος, και σήμερα.
Με το ίδιο πείσμα και την ίδια «τζαναμπετιά»
που με κράτησε, τότε, μακριά από τον μοντερνισμό του τσιγάρου, νιώθω ακόμη την ικανοποίηση πως και τώρα, στα
χρόνια της ωριμότητος, εξακολουθώ να συμφωνώ με τον μεγάλο χρονογράφο Δ. Ψαθά!
Ο
Ψαθάς, γιά άλλους στριμμένος, γιά άλλους απλά οπισθοδρομικός και γιά άλλους στέρεα γήινος κι ανθρώπινος, είχε ως αγαπημένο
ήρωα τον «Αφελή», (νομίζω Αγησίλαο τον έλεγε, χωρίς να παίρνω όρκο), και μέσω αυτού τολμούσε να λέει μεγάλες αλήθειες, ταράζοντας λιμνάζοντα ύδατα και χτυπώντας αλύπητα ψευτοπροοδευτικά κατεστημένα και ψευτοδιανοουμενίστικους ανόητους «σουσουδισμούς».
«Αντιπαθώ θανάσιμα τους συγγραφείς που
σχίζουν τεχνικά αλλά και βάρβαρα τον άνθρωπο -με το νυστέρι του ταλέντου τους- γιά να μας δείξουν ό,τι ταπεινό και κτηνώδες έχει μέσα του, αυτός και η ζωή
του. Όπως αντιπαθώ κι εκείνους που αγωνίζονται να μας πείσουν γιά την
ασημαντότητα της καθημερινής ζωής – παράδειγμα ο Ιονέσκο που η μανία του γιά
την αποσύνθεση της καθημερινής “ασημαντότητας” φτάνει τα όρια της παράκρουσης,
μ’ εκείνους τους ανισόρροπους διαλόγους του (τόσο “ασήμαντα” είναι αυτά που
λέγονται και πράττονται στην καθημερινή ζωή μας, ώστε θα μπορούσαν, λέει, ν’
αντικατασταθούν με ισοδύναμες… αρλούμπες).
Να μάχεσαι ορισμένες εκδηλώσεις
της ζωής -ασχήμιας, αδικίας,
βαναυσότητας- με αντικειμενικό σκοπό να βοηθήσεις στο καλύτερο, είναι γιά μένα
μιά αποστολή άξια της ανθρώπινης υπόστασης ενός συγγραφέα με ζεστή καρδιά. Ν’
αποσυνθέτεις όμως, μέχρι κι εκείνο που θεωρούμε ωραίο, γιά να μας δείξεις ότι
πίσω και απ’ αυτό ακόμα υπάρχει ασχήμια και αθλιότητα, δείχνει διάθεση
διεστραμμένη και ιδιοσυγκρασία χολερική που όσο την εξιδανικεύει το ταλέντο,
τόσο μου προκαλεί αποτροπιασμό. Γι’ αυτό ποτέ δεν χώνεψα μεγάλους συγγραφείς,
όπως ο Ανούιγ και όπως ακόμα ο Τένεσσι Ουίλιαμς. Μπορεί να θαυμάζω απεριόριστα
τη δύναμη της τέχνης τους, αλλά αντιπαθώ βαθύτατα το έργο τους.
Ίσως
γι’ αυτή μου την αδυναμία (πρόκειται, βλέπετε, γιά αντιδράσεις καθαρά
προσωπικές) με γοητεύει αυτό το έργο του Θόρντον Ουάιλντερ -“Η Μικρή μας Πόλη”- που παίζει η Έλλη Λαμπέτη, την οποίαν με χαρά
ξαναβρήκε από καιρό η ελληνική σκηνή και η νοσταλγική αγάπη του θεατρόφιλου
κοινού. Το ξαναείδα προχτές κι έφυγα από το θέατρο με μιά ευφορία ψυχής
αληθινή, βαθύτερη, όσο σπάνια μου δίνεται η ευκαιρία να αντλήσω από το θέατρο.
Κι αυτό -τι περίεργη που είναι η μαγεία
της τέχνης!- παρ’ όλον ότι στην τρίτη
πράξη του ο ποιητής του έργου μας μεταφέρει στο… νεκροταφείο της μικρής του
πόλης (που είναι όμως τόσο μεγάλη όσο κι ο κόσμος).
Δεν έχουν, βέβαια, καμιά πρόθεση κριτικής οι γραμμές αυτές -σ’ άλλην
αρμοδιότητα ανήκει η ασχολία- άλλωστε προ πολλού είπαν τη γνώμη τους οι
“ειδικοί”. Τις προσωπικές μου αντιδράσεις μόνο μεταφέρω, κατά καιρούς, στον
χώρο τούτο, όταν συμβαίνει να με γοητεύει μία παράσταση και ν’ ασκεί επάνω μου
επίδραση ξεχωριστή. Νιώθω υποχρέωσή μου να ενημερώνω τους αναγνώστες μου με
τους οποίους βρέθηκε τόσες πολλές φορές νά 'χουμε κοινά τα γούστα και κοινές τις
αντιδράσεις.
Μ’ αρέσει ιδιαίτερα το έργο τούτο του
Ουάιλντερ γιατί πέραν των άλλων, δείχνει στον προσεκτικό θεατή πόσο μάταιες
-και άχρηστες- είναι οι “πρωτοτυπίες” των λεγόμενων μοντέρνων ή “επαναστατικών”
συγγραφέων της σκηνής που προσπαθούν να βρουν καινούργιους τρόπους έκφρασης.
Γιατί ολόκληρος ο μοντέρνος μηχανισμός της σκηνικής ανάπτυξης του θέματός του
είναι το λιγότερο που μας προσφέρει ο συγγραφέας. Συχνά, μάλιστα, η απουσία των
σκηνικών και η μιμική των ηθοποιών γίνεται ενοχλητική κι όχι μονάχα δεν βοηθά
ν’ ακουστεί καλύτερα ο λόγος, αλλά τον εμποδίζει με τις αφύσικες κινήσεις που
περισπούν μοιραία (γιά το αφύσικό τους, ακριβώς) την προσοχή του θεατή.
Πέρα, όμως, απ’ αυτά, πόση αισθητική χαρά και πόση απόλαυση μας δίνει ο
ποιητικός οίστρος του Ουάιλντερ, που φτιάχνει απ’ την περιφρονημένη, ακριβώς,
καθημερινότητα της ανθρώπινης ζωής το θαυμάσιο ποιητικό, θεατρικό του έργο. Η
αισθητική του ευαισθησία συνέλαβε την χαρά και την αξία της τετριμμένης
καθημερινότητας απ’ το θλιβερό εκείνο σημείο που μας ανοίγει κι εμάς τα μάτια
-φευγαλέα, όμως, και παροδικά- όπου ο θάνατος τα μεταβάλλει σε οριστικό και
τελεσίδικο παρελθόν. Όταν συμβεί να χάσουμε ένα πρόσωπο δικό μας, προσφιλές,
που μέχρι χτες ακόμα η ζωή του κυλούσε ανάμεσά μας κοινοτοπική, με όλη την
βαρετή καθημερινή ασημαντότητά της, τότε αμέσως αλλάζουν όλα: Το πρόσωπο αυτό
παίρνει στα μάτια μας άλλη υπόσταση, τελείως διαφορετική, όπου οι καθημερινές
του πράξεις μετριούνται αναδρομικά και όλες οι κινήσεις του ζυγίζονται με άλλο
μέτρο, έτσι που να φαντάζουν στα μάτια μας σαν γεγονότα πολύ σημαντικά, που τα
αναπολούμε με βαθύ πόνο και μεγάλη δυστυχία.
Αυτόν τον αναδρομικό ύμνο προς την ζωή μάς προσφέρει με τις γραφικές και
χαριτωμένες θεατρικές εικόνες που συνθέτει ο συγγραφέας -ξημερώματα,
νύχτες, φεγγαροβραδιές, έρωτα, νοικοκυριό, γεννήσεις, γάμους, τυπική και
αιωνίως επαναλαμβανόμενη καθημερινή ζωή- γιά να μας τα σκεπάσει, όμως, όλα,
ξαφνικά και απροσδόκητα, με την αυλαία του τέλους. Με τόλμη εκπληκτική -κι εκεί
ο συγγραφέας μας δείχνει τον δημιουργικό μοντερνισμό του- μας μεταφέρει στο
νεκροταφείο, όχι τόσο γιά να μας δείξει την ματαιότητα των εγκοσμίων (σαν τους
αρρωστημένους μανιακούς της απαισιοδοξίας), αλλά γιά να μας ανοίξει τα μάτια,
ακριβώς, επάνω στην ομορφιά και την γοητεία της τετριμμένης καθημερινότητας,
που όσο την ζούμε, δεν την υποπτευόμαστε, ούτε καν την παίρνουμε χαμπάρι. Κι
όλα αυτά με οίστρο γνήσιο, όπου η πρωτοτυπία αναπηδά μέσα από την χάρη, γι’
αυτό και δεν οδηγεί σε εκτρωματικές “μοντέρνες” συλλήψεις, αλλά σε αληθινή
αισθητική ομορφιά.
Να σημειώσω και δυο λόγια γιά την
Λαμπέτη: Μέσα σ’ ένα συγκρότημα από καλούς ηθοποιούς -πόσο λαμπρό προμηνύεται
το μέλλον του κ. Κούρκουλου που είναι ήδη ένας άριστος ηθοποιός- φαντάζει σαν
πολύτιμο πετράδι η πρωταγωνίστρια και θιασάρχις. Βλέποντάς την προχτές, (κι
αναθυμούμενος τις φτηνές “δόξες” των ημερών μας), ένιωσα μιά βαθιά ανακούφιση:
Η δραματική τέχνη δεν πέθανε στον τόπο μας. Είναι ευτύχημα ότι (δίπλα στις δυο
τρεις άλλες αληθινές ιέρειες της δραματικής τέχνης) η Έλλη Λαμπέτη ξαναγύρισε
κοντά μας»
.
Προσυπογράφω και νοσταλγώ. Και την Λαμπέτη και
την εποχή εκείνη! Με την παρατήρηση, πόσο καλύτερος θα ήταν ο κόσμος μας αν υπήρχαν σήμερα Ψαθάδες και Λαμπέτες και πόσο φτωχός δείχνει χωρίς αυτούς!