«Άρνηση». Ένα εξαίρετο ποίημα, ένας μεγάλος ποιητής και μιά εντυπωσιακή εφαρμογή του.
Στην πραγματικότητα το ποίημα αυτό που με συγκίνησε σφόδρα, (μαζί με την εντυπωσιακή του μελοποίηση από τον Μίκη των πρώιμων νιάτων μου), γράφτηκε από τον νομπελίστα ποιητή Γεώργιο Σεφέρη περί τα τέλη της δεκαετίας ΄20 προς ΄30, με εντυπωσιακό μέτρο ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου -ανά δύο στίχους- και σταυρωτή ομοιοκαταληξία.
Βαθύτατα ερωτικό και στοχαστικά πεσιμιστικό ποιητικό αριστούργημα εκφράζει το φθαρτό του έρωτα αλλά -γενικότερα- και την ματαιότητα των εγκοσμίων. Μαζί και την πεισματική «Άρνηση» του Ανθρώπου να υποταχθεί στη Μοίρα του. Έτσι, στον τελευταίο του στίχο, αφήνει να διαφανεί ξεκάθαρα το μόνο θετικό και έσχατο στοιχείο που, σαν αντίβαρο των πολλών ανθρώπινων δεινών, ο Θεός προίκισε την ανθρωπότητα. Κι αυτό είναι η ελπίδα.
Χθες, σε μιά μικρή φιλική συντροφιά, από έναν εκλεκτό Κύπριο φίλο πληροφορήθηκα την κυπριακή εκδοχή-ερμηνεία του ποιήματος.
Λίγο δυτικότερα της μαρτυρικής Κερήνειας, στο βόρειο τμήμα του νησιού, υπάρχει ένα μικρό χωριό, ο Καραβάς. Εκεί, στην άκρη ενός γκρεμού -απόμακρα και σχετικά δύσβατα- βρίσκεται ένα μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στην Παναγιά την Γλυκιώτισα και δίπλα του ένας κολπίσκος με ψιλή κάτασπρη άμμο. Το όνομα «γλυκιώτισα» οφείλεται σε παρακείμενη πηγή, της οποίας -όμως- το νερό είναι γλυφό. Ο ρομαντισμός και η λαχτάρα των σκλαβωμένων Κυπρίων θέλει η λέξη που, κατά το ποίημα… «γράψαμε» στην άμμο την ξανθή και την οποία έσβησε ο μπάτης, να είναι η λέξη… «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»! Στο δε τελευταίο τετράστιχο εκφράζεται, μαζί με την πίκρα και τον πόνο που δημιούργησαν τα τεράστια πολιτικά λάθη διαχρονικά στο Κυπριακό από Ελλάδα και Κύπρο, η άσβεστη ελπίδα γιά μιά μελλοντική καλύτερη ζωή.
Στα γενικότερα σημερινά δεδομένα μου, η εκδοχή αυτή, αλλά και η γενικότερη μεταφορά στην περίοδο ακμής, ξύπνησε μέσα μου μνήμες και ανέστησε παλιές συγκινήσεις. Ίσως και νοσταλγία γιά ό,τι "άλλαξα" και πιότερο γιά ό,τι "δεν άλλαξα" τότε.
Και τώρα το ποίημα, γιά όσους τυχόν δεν το θυμούνται:
Άρνηση
-Στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι,
διψάσαμε το μεσημέρι, μα το νερό γλυφό.
-Πάνω στην άμμο την ξανθή, γράψαμε τ΄ όνομά της,
ωραία που φύσηξε ο μπάτης και σβήστηκ΄ η γραφή.
-Με τί καρδιά και τί πνοή, τί πόθους και τί πάθος,
πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε ζωή.
Άλλη μία δικαίωση του «si non e vero, e ben trovato». («Κι αν δεν είναι αληθινό, είναι καλοσερβιρισμένο»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου