Μνήμες γλυκές, μνήμες βασανιστικές... και ένας «δικός»
μας θούριος!
-«Εμπρός παιδιά του Βαρβακείου,
με τη λαχτάρα στη καρδιά,
Γιά μιά ζωή που να’ναι
πάντα, γεμάτη αλήθεια κι ομορφιά.
-Ψηλά κρατάτε τη σημαία, κρατάτε τις καρδιές ψηλά,
Κι αν είναι γύρω σας γαλήνη,
κι αν έρθουν μπόρες ξαφνικά.
-Εεμπρός, εεμπρός, του
Βαρβακείου τα παιδιά.
Εεμπρός, εεμπρός,
παλιοί και νέοι, όλοι εμπρός παιδιά»
(Ύμνος του Βαρβακείου. Μουσική του Καθηγητού μου Ι. Μαργαζιώτη)
Χθεσινό δημοσίευμα της «Κ» ήταν
η αφορμή να γυρίσω γιά μισό αιώνα πίσω. Τουλάχιστον να στύψω τη μνήμη μου γι’
αυτό, με όσα φάλτσα και αστοχίες, που ελπίζω η κατανόηση και... ανεξικακία των
αναγνωστών να μου συγχωρήσει. «Ου γαρ έρχεται μόνον...».
Είχα την μεγάλη τύχη και την
υψίστη τιμή να φοιτήσω στα γυμνασιακά μου χρόνια στο, τότε, κραταιό Βαρβάκειο.
Ή, γιά την ακρίβεια, στην «Βαρβάκειο Πρότυπο Σχολή», όπως ήταν ο ακριβής τίτλος
του σχολείου. Άστεγη και περιπλανώμενη, στεγαζόταν τήδε κακείσε, μετά την καταστροφική
πυρκαγιά του σχολείου, την κατασκευή του οποίου χρηματοδότησε ο Εθνικός
Ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης και βρισκόταν στην οδό Αθηνάς. Σήμερα ο χώρος κατάντησε
-ονοματολογικά- ως η Κεντρική Λαχαναγορά της Αθήνας!
Επί της εποχής μου, η Σχολή
στεγαζόταν στα κτίρια δύο δημόσιων δημοτικών σχολείων, στο τέρμα της οδού
Κωλέττη, στα Εξάρχεια. Με πολλή συγκίνηση θυμάμαι την σημερινή... «Καμπούλ» να
κατοικείται από φιλήσυχους Αθηναίους και μανάδες που έβγαζαν τα μωρά τους με
καροτσάκια, γιά να πάρουν αέρα στην θαυμάσια πλατεία τους. Η στέγαση, προφανώς,
γινόταν γιά απογευματινή λειτουργία, κάτι που σημάδεψε ολόκληρη την υπόλοιπη
ζωή μου -μέχρι της στρατεύσεώς μου- όπου «μηχανεύτηκα 365 διαφορετικές
προφάσεις γιά ν’ αποφύγω το πρωινό εγερτήριο! Μέχρι να «βουτήξω» στα βαθειά
νερά της βιοπάλης ήταν αδύνατον στο μάτι μου ν’ ανοίξει πριν τις... 9.00 το πρωί!
Η δική μου χρονιά -δεύτερη
κατά σειρά- είχε μία ιδιαιτερότητα. Με δαπάνες των γονιών μας -σαράντα χιλιάρικα-
κτίστηκαν σε τρία διαδοχικά χρόνια, σε μιά γωνιά της αυλής, τρεις αίθουσες.
Δίπλα στο υπάρχον Χημείο η μία, η οποία αποτελούσε τα κεντρικά γραφεία της Σχολής,
και δύο από πάνω. Έτσι, αντί των -μέχρι τότε- δύο τμημάτων των 40 μαθητών που
εισήγοντο, θεσπίστηκε αυτά να γίνουν τρία. Αυτά, στις δύο τελευταίες τάξεις
δημιουργούσαν δύο πρακτικά τμήματα και ένα κλασσικό, με αναδιάταξη των μαθητών
και των τριών τμημάτων, βάσει της προτιμήσεως, αλλά και της βαθμολογίας. Οι
καλύτεροι προηγούνταν στη κατάταξη γιά το πρακτικό, προφανώς λόγω του οργασμού της
ανασυγκρότησης της χώρας και της ζήτησης των σχετικών επαγγελμάτων. Όπως θυμάμαι,
καμμία χρονιά που ξεκινούσε με 120 μαθητές δεν τερμάτιζε με τόσους. Αιτία η
διαρροή λόγω... «εξωπετάξεως» όσων αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν τον ρυθμό
σπουδής. Νομίζω πως κάτω από βαθμό προαγωγής 14... ξού! Στα πρώτα χρόνια
γινόταν αντικατάσταση των κενουμένων θέσεων από αριστούχους άλλων γυμνασίων,
με σειρά βαθμολογικής προτεραιότητος. Ένας τέτοιος συμμαθητής μου, στο 3ο
τμήμα, υπήρξε -από τον τρίτο χρόνο και γιά δύο διαδοχικά χρόνια- ο Νίκος
Κωνσταντόπουλος, ο μετέπειτα πρόεδρος του Σύριζα και πατέρας της πληθωρικής Ζωής. Στα δύο
τελευταία χωρίσαμε, καθ’ όσον εκείνος ακολούθησε κλασσική κατεύθυνση. Όμως μέχρι
τέλους αποτελούσε τον αμυντικό... ογκόλιθο της ποδοσφαιρικής μας ομάδος, την
οποία είχα την τιμή να καταρτίζω, ακόμη από τον τρίτο χρόνο σπουδής.
Η είσοδος στο Βαρβάκειο
γινόταν βάσει ειδικών εισαγωγικών εξετάσεων -προφορικών και γραπτών- και εγώ
μπήκα ως 105ος. Σαν μαθητής υπήρξα μέτριος γιά τα... «βαρβακειακά»
δεδομένα, καθ’ όσον η βαθμολογία μου κυμαινόταν γύρω στο... 18, και αυτός ο βαθμός με έφερνε στην κατάταξη της τάξης περί το... μέσον! Εκ φύσεως, εκ διαπλάσεως και ένεκα «Παιδικής
Χαράς» και άπλας του Βούθουλα, της τότε κατοικίας μου, πρώτη προτεραιότητά μου
ήταν ο αθλητισμός και το μόνο 20/άρι που με «συνόδεψε», από αρχής μέχρι τέλους, στη
μαθητική μου διαδρομή ήταν αυτό της Γυμναστικής! Η τετράδα των γυμαστών του
Βαρβακείου -Αναστασάκης, Σταμούλης, Κονταξής και αργότερα Παππάς- άρχιζαν την
κατάρτιση των ομάδων ποδοσφαίρου, μπάσκετ και -κυρίως- βόλλεϋ, από την...
αφεντιά μου! Ελπίζω και εύχομαι κάποιος αναγνώστης να υπήρξε μαθητής -τότε- και
ως... «εορακός» να μαρτυρήσει περί του
λόγου το αληθές. Πάντως αρκετά χρόνια πριν, ο φίλος μου ο Νικολάκης
Κωνσταντόπουλος μου έκανε, από τηλεοράσεως, σχετική τιμητική αναφορά.
«Τω καιρώ εκείνω», εκτός της αυστηρής
επιλογής των μαθητών, υπήρξε και αυστηρή επιλογή και των καθηγητών. Μία πλειάδα
εξαίρετων «Καθηγητών» -με το «Κ» κεφαλαίο- τιμήθηκαν με τον ορισμό τους ως
καθηγηταί Βαρβακείου και τίμησαν το λειτούργημα που τους εμπιστεύθηκαν οι
αδιάβλητοι μηχανισμοί του -τότε- Υπουργείου Παιδείας. «Γίγαντες» όπως ο
Μερεντίτης -μετέπειτα Καθηγητής Πανεπιστημίου- Τζουγανάτος, Γοργολίτσας, Δορμπαράκης,
Κορώνης, Τόγκας, Μάζης ήσαν μερικά από τα ονόματα που «έχτισαν» στέρεα την
ψυχική και πνευματική συγκρότηση χιλιάδων ελληνόπαιδων, μεταξύ των οποίων και της
αφεντιάς μου. Άπαντες -μέχρι και ο τελευταίος από πλευράς σπουδαιότητος
μαθήματος καθηγητής- είχαν βαθμό «διευθυντού» και θα μπορούσαν να ασκήσουν
διεύθυνση σε οποιοδήποτε γυμνάσιο της χώρας, αλλά όλοι -ομόθυμα- προτιμούσαν να
παραμείνουν... «δεύτεροι στην πόλη», (το Βαρβάκειο), παρά «πρώτοι στο χωριό»,
(κάποιο γυμνάσιο με ένα τυχαίο αριθμό μπροστά).
Δυό, τρία χρόνια μετά την
αποφοίτησή μου, μιά παράλογη και συμπλεγματική απόφαση της τότε ηγεσίας «κατεδάφισε»,
σταδιακά, τον πνευματικό «ελιτισμό» του Βαρβακείου και του Πειραματικού, του
άλλου πόλου της ποιοτικής εκπαιδεύσεως που υπήρχε στην Αθήνα. Πρώτα επέβαλαν
-με το στανιό- στους Καθηγητές τους να ασκήσουν καθήκοντα με βάση τον βαθμό τους και
τους εξαπέστειλαν, ως Διευθυντάς, στα πέρατα της Ελλάδος. Και μετά καθιέρωσαν
-κερασάκι στην τούρτα- την εισαγωγή μαθητών στα... «ξεδοντιασμένα» πρότυπα, όχι δι΄ εισαγωγικών εξετάσεων, αλλά διά...
κλήρου! Η τύχη αντικατέστησε την ικανότητα, η λαμογιά, το μέσον και ο φαβοριτισμός βρήκαν κανάλι γιά να εισχωρήσουν. Οπότε το πράγμα κατάντησε τα πρότυπα σχολεία σαν... «ένα απ’ όλα».
Ήδη, με τους αριστερούς
αρχιτενεκέδες εξουσιαστές που αμιλλώνται ποιός θα κατεδαφίσει βαθύτερα την έρμη
παιδεία μας, ποιός θα... «ενώσει» ταχύτερα το πρώτο με το τελευταίο θρανίο
-δηλαδή ισοπέδωση αμορφωσιάς- ποιός θα πρωτοφτιάξει πνευματική συγκρότηση...
Καρανίκα και οργάνωση γραφείου... αλά Γιαβρούμογλου, μετασχηματίζοντας την Ελλάδα
σε μιά χώρα που θα κατοικείται από έναν ανεγκέφαλο ανθρώπινο χυλό, απαρτιζόμενο
από κράμα, «εκ μεταγραφής» εξαθλιωμένων -υλικά και πνευματικά- εξελληνισμένων λαθρομεταναστών,
αγκυλωμένων γερούνδιων με μυαλό από στόκο, αριστερών ιδεολογικά ξεπερασμένων,
συμπλεγματικών αποτυχημένων και πάσης φύσεως περίεργα όντα -τύπου Τζέησον-Αντιγόνη και λοιπά περιθωριακά αποβράσματα που θα κυκλοφορούν και θα δρουν
ανεξέλεγκτα, αλλά θα ψηφίζουν... Σύριζα! Και, βεβαίως, όλο αυτό το ετερόκλητο αντικοινωνικό και
αντιπροοδευτικό συνονθύλευμα θα το κατευθύνουν... «τσοπάνηδες» που -όλα κι όλα-
στέλνουν τα παιδιά τους να «ξεστραβωθούν» σε ιδιωτικά σχολεία και πανεπιστήμια
του εξωτερικού, φλομώνοντας το Σύμπαν με ψέμματα και παρουσιάζοντας εικονικές πραγματικότητες, στα πρότυπα των αλήστου μνήμης πολυδιαφημισμένων... "Κομμουνιστικών Παραδείσων".
Και όμως... υπάρχουν ακόμη «σανοφάγοι»
που τους πιστεύουν και τους ακολουθούν! Χαλάλι τους! Αυτούς αξίζουν, αυτούς έχουν, όπως είπε ο Τσώρτσιλ.
Όμως εμείς... οι «άλλοι» τί φταίμε;
ΥΓ. Τελειώνοντας, οφείλω μιά δήλωση ευγνωμοσύνης: Στον αείμνηστο Πέτρο Τόγκα, μαθηματικό και διευθυντή της Β.Π.Σ. οφείλω τη σπουδή μου στο Βαρβάκειο, στον αείμνηστο Αλκ. Μάζη, φυσικό και διευθυντή της Β.Π.Σ. οφείλω την στροφή προς το Πολυτεχνείο, στους αείμνηστους Σπ. Κανέλλλο και Ι. Μανωλκίδη οφείλω τα αποφασιστικά εφόδια της εισαγωγής μου στο ΕΜΠ και στον -κατά σειρά- άνθρωπο, δάσκαλο, συνάδελφο, συνεργάτη, φίλο -και συνολικά- Μέντορά μου Λεωνίδα Λογοθέτη οφείλω την επαγγελματική μου καριέρα. Όλους αυτούς, θα τους θυμάμαι πάντα με σεβασμό, αγάπη κι ευγνωμοσύνη. Τους οφείλω το... "ευ ζην".
Σε ευχαριστούμε αι γενεαί πάσαι Βαρβακειοπαίδων πάσης Ελλάδος και πάσης Αμερικής και βάλε...
ΑπάντησηΔιαγραφή