«ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΑΡΑΒΙ………»
-
Σπέρνει νιφάδες
κάτασπρες, ο γκρίζος ουρανός,
σαν εκκρεμές ξεκούρντιστο
παλινδρομεί η καρέκλα,
παλιά, βιεννέζα, ψάθινη κι
ο γέρος καθιστός
αναπολεί και μπλέκεται στης
θύμησης τα πέπλα.
-
Στο παραθύρι του
σιμά, κοιτάζοντας τη φύση,
η σκέψη φεύγει ελεύθερη και
τρέχει και πετά
σ’ όλα όσα έζησ’ έντονα κι
όσα ΄θελε να ζήσει.
ταξίδια, πάθη, έρωτες στα
χρόνια τα μεστά.
- Τις εμπειρίες που, κανείς, άνθρωπος
μετρημένος
δεν μπόρεσε να φανταστεί ότι μπορεί να
νοιώσει,
με το κρασί των δυνατών, μονίμως, μεθυσμένος
τ’ άκρα της γης, τις εσχατιές,
κατάφερε να ενώσει.
-
Πλάνεψε και
πλανεύτηκε απ’ τη μικρή γοργόνα
στην άκρη κάποιου
λιμανιού, τί ματαιοδοξία!
κι άφησε μια ζεστή φωλιά,
την πετροχελιδόνα.
Μι’ αγάπη σκόρπισε, βορά,
στη λήθη κι απαξία.
-
Στο χωνευτήρι
της ζωής, αλέθοντας τα χρόνια
της ουτοπίας εραστής, εξ
απαλών ονύχων,
μήτε που το κατάλαβε πως
φτάσανε τα χιόνια
κι η νιότη πως ξεθώριασε,
καμπάνα δίχως ήχον.
-
Στις θάλασσες
του Αdaman, σαν μπλε μαργαριτάρι,
το Phuket το
μαγευτικό, ξένοιαστο κολυμπάει,
στην πορφυρένια δύση του
μιά ζόγκα όλο χάρη,
αγέρωχη, στην πυρκαγιά του ορίζοντα γλιστράει.
-
Στο ανακάτεμα του νου, ανέβαινε στο Bromo,
ένα ροδόστικτο πρωί, καβάλα σ’ ένα πόνυ,
τοπίο σεληνιακό, θειάφι στρωμένο δρόμο
με τ’ άλογο στο ηφαίστειο, αργά να
σκαρφαλώνει.
-
Μπαλκόνια
ξύλινα, μπαρόκ, στα κτίρια της Lima
και αγκαλιές διακριτικές
στου « Έρωτα το Πάρκο»
το «πέταγμα του Κόνδορα»,
το βλέμμα, η παντομίμα,
κεραμικά ερωτικά, απ’ το
Μουσείο του Larco.
- Τρέχει
το πούλμαν, βιαστικό, στις γέφυρες του Τάγου
στ’ αυτιά ηχούν, δραματικά, οι νότες απ’
τα fados
κι
όπως το δάκρυ αργοκυλά, σαν με ραβδί ενός μάγου
στο καρναβάλι χάνεται, το ξέφρενο στο Santos.
-
Μ’ ένα ποτήρι
κόκκινο κρασί από το Porto,
σ’ ένα υπόγειο καπηλειό,
μιά νύχτα στην Alfama
με της Αμάλια τη φωνή, σπαραχτική
στο άλτο
ζωή και θάνατος, θολά,
φλερτάριζαν αντάμα.
-
Πότε χαμένος,
σκυθρωπός, στα ορυχεία του Potosi
της «πάτσα μάμα» χάζευε των
Ινδιάνων μάγια,
του Viracocha το ιερό, τη
μάσκα τη χρυσή,
πότε βολτάρει, σκεφτικός,
στα ντόκς στην Ushuaia.
-
Ξεστρατημένες φάλαινες που βγήκαν στη Valdes,
παγόβουνα θεόρατα, οι σάρκες του
Moreno,
στο νου γυρίζουν έντονα, φαντάζουν όλα χθες
νοσταλγικά στριμώχνονται στης θύμησης
το τραίνο.
-
Ευλαβικός
προσκυνητής, στου Bali τη μαγεία,
κράταγε νύχτες άγρυπνος,
μιλώντας με τ’ αστέρια,
βουντού, πορείες, τελετές
και σε τοπία θεία,
χοροί, κινήσεις, έκφραση
στα μάτια και τα χέρια.
-
Τα χρόνια κύλαγαν, νερό, κι ήρθεν η ωριμότης,
δρόμοι χαράκτηκαν, τροχιές, είν’ η ζωή
μεγάλη
που αντί να σβήσει, ξέθαψε τα σφάλματα
της νιότης,
μ’ ανθίζουν πάλι τα κλαδιά, βγαίνει ο
ήλιος πάλι!
-
Μια νύχτα
καλοκαιρινή, του φεγγαριού τ’ ασήμια
στης Ταϊτής, απλόχερα, τη
γη διασκορπισμένα
σπάταλα σκέπαζαν, σοφά, του
κόσμου κάθε ασχήμια
και μοιάζαν όλ’ αγγελικά,
απ’ τον Gauguin πλασμένα.
-
Πως θα ’θελε να ξόκειλε, γιά μιά
βραδιά στο Rio,
στο καρναβάλι το τρελό, με μιά θερμή μουλάτα,
σ' ένα κορμί σοκολατί, διαβολεμένο μπρίο.
Θα ’θελε, μα αλίμονο, τα νιάτα είναι
φευγάτα.
-
Στου Xian
περιδιαβαίνοντας τον πήλινο στρατό,
σ’ υδραργυρένιους ποταμούς
με διαμαντένια αστέρια
του Χαν, που νόμιζε ο μωρός,
της μοίρας το γραφτό
μπορεί ν’ αλλάξει «πλάθοντας»
την τύχη με τα χέρια.
-
Φάτσες απόκοσμες, γλαρές, στην κάμαρα παντού
καθείς στον κόσμο του, βουβός, το
χόρτο να φουμάρει
με θολωμένο το μυαλό, ψηλά στην
Katmadu,
φαντάζεται έρωτες τρελούς, αυτός με την
Kumari.
- Υφαίνει η σκέψη τον ιστό, γέρμα στη Srinagar
μ’ αρώματα μεθυστικά, με
ήχους οριαντάλ,
μαχαραγιάς, με το μυαλό,
στους κήπους Salimar
με μιά «sikara», ξέσκιζε στα δυό τη λίμνη Dal,
-
που φάνταζε σαν
ψεύτικος καθρέφτης ξαπλωμένος,
απιθωμένος στοργικά, στις
ρίζες των βουνών
με σκάφη ξύλινα, κομψά,
βαθιά χαρακωμένος
και πληγωμένος, καίρια, απ’
τις βούτες των αετών.
-
Νύχτες ξαγρύπνησε, στητός, στου Taj Mahal τον θρύλο,
του Sah Zahan
θαυμάζοντας την άμετρη λατρεία,
αγάπη ανεπανάληπτη στης ιστορίας τον
μύλο.
Μοιραία, καθοριστική στου κόσμου την
πορεία.
-
Γιατί γυρίζουν,
σαν τρελό κοντέρ ολοταχώς,
χρόνια, αιώνες στη στιγμή
και στο Καρνάκ τον φτάνουν,
Αρχιερέα στον ναό του Amen!
Δυστυχώς!!
Δολοπλοκίες κι ίντριγκες,
κάποια στιγμή ξεκάνουν.
-
Ξανάρχεται στη σιωπηλή του Ankor την πολιτεία,
κουβέντα πιάνοντας ψιλή με μιά
γλυκιά «Apsara»,
να πάρει θέλει μυστικά, να βρει τη
γοητεία,
του ξεχασμένου ιερού να σπάσει την
κατάρα.
-
Κι αν είν’ αυτό
το τυχερό, πάλι να ξαναζήσει
σ’ αυτό τον κόσμο τον πεζό,
αν έχει τέτοιο γούρι
και πρέπει, οπωσδήποτε,
ξωπίσω να γυρίσει,
ας ήταν, Θεέ μου, μπορετό
να βγει στη Σινγκαπούρη.
-
Βάρυναν πιά τα βλέφαρα, μα ξάφνου αλαφραίνει,
μπροστά του τα Ιμαλάια, τα πιό ψηλά
βουνά,
έτσι που νοιώθει ανάλαφρος κι αρχίζει ν’
ανεβαίνει,
τα ξέρει. τα ’χει ξαναδεί, … μα εδώ τα
προσπερνά!
- Ποιά δύναμη τον κυβερνά, γιά πού τον
διαφεντεύει,
ακόμη και το Everest το
βλέπει χαμηλά,
όλα τριγύρω απόμακρα, η Γη
όλο κι αλαργεύει,
τα μάτια του σφαλίστηκαν,
μ’ αυτός χαμογελά!
-
Τα όνειρα που, συνεχώς, κυνήγαγε να πιάσει,
μα
όλο κάτι τύχαινε κι εκείνος πάντα πίσω,
τώρα τα βλέπει δίπλα του, κοντεύει να
τα φτάσει.
- «Σταθείτε, μη ξεκόβετε, έρχομαι! Δεν
θ’ αργήσω»!!