Δάσκαλε, μέντορα και φίλτατε Λεωνίδα, χαίρε.
Σε ευχαριστώ βαθύτατα γιά την επιδεικνυόμενη καλοσύνη να μοιράσεις μαζί μου τις σκέψεις σου πάνω σ’ ένα αρχέγονο και πρωταρχικής σημασίας ερώτημα, το οποίο «βασανίζει» και κατατρύχει -αιωνίως και από άποψη κατηγορηματικής και αδιαψεύστως αληθούς απαντήσεως- τον Άνθρωπο. Εννοώ τα περί Δημιουργίας και λειτουργίας του Σύμπαντος κόσμου. Επίσης και γιά την εμπιστοσύνη που μου δείχνεις, ως προς την δυνατότητα «σποράς σε γόνιμο έδαφος» των απόψεων και θέσεών σου, ανοίγοντας έτσι ένα παραγωγικό και εποικοδομητικό, όπως πιστεύω, διάλογο μαζί μου.
Κατ’ επέκτασιν των ανωτέρω, επίτρεψε την διατύπωση, και εκ μέρους μου, κάποιων σκέψεων, λογίζοντας αυτές ως αφετηρία και έναυσμα περαιτέρω συζήτησης. Βεβαίως, ο ζωντανός λόγος ενισχύει τον διάλογο, επεξηγεί, αναλύει, διευκρινίζει και «στρογγυλεύει» τις ιδέες, διευκολύνοντάς τον. Όμως η γραπτή αντιπαράθεση επιτρέπει την ψύχραιμη μελέτη και την νηφάλια ανταπάντηση.
Από τη στιγμή που η υποχώρηση της νεότητος ενίσχυσε την ωριμότητα και η πείρα άρχισε κατισχύουσα της άγνοιας, ο προβληματισμός και η ανερώτηση πάνω σ’ αυτό το θέμα, ήταν φυσικό ν’ απασχολήσει κι εμένα. Επίσης, ως φυσικό επακόλουθο και απολύτως λογικό, προκύπτει η όλη επεξεργασία και τα εξαγόμενά της να αποτελούν υποκειμενικά συμπεράσματα, συμβατά με τις προσωπικές νοητικές μου δυνατότητες και το πλήθος, την ένταση και την έκταση των προσληφθεισών, έξωθι, παραστάσεων οι οποίες και απετέλεσαν την πρώτη ύλη αυτής της επεξεργασίας.
Αυτά ως πρόλογος και επιτάγματα, του κάτωθι «διά ταύτα».
Διαβλέπω, ή μάλλον βλέπω πεντακάθαρα, τη φλογερή σου πίστη στο Θείον και την αθανασία της ψυχής. Συμφωνώντας απολύτως στο πρώτο, επίτρεψέ μου κάποιους ποιοτικούς διαφορισμούς στο δεύτερο, μαζί με κάποια περαιτέρω ανάλυση του πρώτου.
Στην ύπαρξη του Δημιουργού, (Θεού, Πλάστη, Υπέρτατου Όντος, Αλλάχ, Βράχμα, Βιρακότσα, Τύχη, ή όπως θέλεις αποκάλεσέ τον), φτάνει εύκολα ο οιοσδήποτε στοιχειωδώς νουνεχής, εκ της απλής και μόνο παρατηρήσεως του Κόσμου. Ο περισσότερο καλλιεργημένος και σκεπτόμενος μάλιστα, μπορεί να το εμπεδώσει ανετότερα και πιό τεκμηριωμένα.
Προσωπικά πιστεύω στο δίπολο, Δημιουργός – δημιούργημα, όπου το δεύτερο προκύπτει ως απόρροια της Θείας Λογικής, αυτού που ονομάζουμε «Λόγος», εννοώντας τον ως αποτέλεσμα της δημιουργικής ενέργειας που «κατασκεύασε» το Σύμπαν και «επιβλέπει» τη λειτουργία του.
Στο προφανώς αναφυόμενον ερώτημα, «γιατί έφτιαξε ο Θεός τον Κόσμο;», αδυνατώ να δώσω απάντηση, όπως πιστεύω πως ουδείς μπορεί να δώσει σαφή, κατηγορηματική και πειστική τέτοια, αφού έτσι μπαίνει στην απροσπέλαστη Θεία Λογική. Απορρίπτω εκείνο το ένεκα … «αγάπης προς τον Άνθρωπο», το οποίο θεωρώ ως απόλυτα ανθρωποκεντρικό και, άρα, τελείως αφελές!
Την γενική μου άποψη, αλλά και την ειδοποιό διάκριση μεταξύ Θεού, θρησκείας και θρησκευτικών λειτουργών την έδωσα, κατά το δυνατόν απλουστευμένα γιά πλατύτερη κατανόηση, στο βιβλίο μου «Επιστροφή από το αύριο» και εννοείται πιστεύω κι επιμένω σ’ αυτήν.
Θεωρώ όλες τις θρησκείες πνευματικά δημιουργήματα του Ανθρώπου και προϊόντα του πεπερασμένου βεληνεκούς των δυνάμεων και δυνατοτήτων του. Σωματικών και πνευματικών. Εκεί που τελειώνουν αυτές αρχίζει ο Θεός! Άρα ο Θεός, με ασχημάτιστη ή προσωποποιημένη μορφή, είναι η Ανώτερη δύναμη η οποία υπάρχει και επιβάλλεται, ως ειμαρμένη, γιά καλό ή γιά κακό.
Οι πρωτόγονες κοινωνίες προτάσσουν τον φόβο και την αμείλικτη τιμωρία προκειμένου να επιβάλλουν την πειθώ και το κάνουν με τα σχηματοποιημένα παραδείγματα του αίματος, της σκληρότητος και της φρίκης, ενώ οι πολιτισμένες προτάσσουν την πειθώ των επιχειρημάτων, της κατήχησης και της διδασκαλίας. Ειδικά η χριστιανική, όντας η ουμανιστικότερη, πρεσβεύει την πραότητα, την ανοχή, την άφεση και την αγάπη.
Πιστεύω, δίνοντας ένα «μεταφορικό» προσωπικό παράδειγμα, (που όμως θα πρέπει να ισχύει γενικότερα), πως ευρισκόμενος σ’ ένα σταθμό μετρό, ( δηλαδή, ο τόπος κι ο χρόνος γεννήσεώς μου), στο πρώτο τραίνο που πέρασε, επιβιβάστηκα. Το τραίνο ήταν ο Χριστιανισμός και βαγόνι μου η Ορθοδοξία. Προσωπικά αισθάνομαι πολύ άνετα στο βαγόνι μου!
Ο Θεός, εδώ θα διαφωνήσω και μ’ εσένα και με πολλούς, δεν σκέφτεται «ανθρωποκεντρικά», όπως γενικά και εγωιστικά πιστεύεται, ούτε και πολυνοιάζεται ιδιαίτερα γιά τον Άνθρωπο, ως μονάδα! Δεν τον αγαπά, τουλάχιστον περισσότερο από τα υπόλοιπα δημιουργήματά του, αλλά ούτε και τον μισεί. Γι’ Αυτόν ο Άνθρωπος αποτελεί ένα απλό εξάρτημα της τεράστιας «Μηχανής» που έφτιαξε και εμείς αποκαλούμε «Σύμπαν» και ένα από τα δραστικά «εργαλεία» που τοποθέτησε στα «σημεία αποφασιστικής στροφής» της λειτουργίας αυτής της «Μηχανής». Μαζί με πολλά τέτοια διάσπαρτα αντίστοιχα. Τοποθετημένα όλα στον άπειρο χώρο και τον αδιανόητο, (ως προς την μέτρησή του και γιά τη δική μας πεπερασμένη λογική), χρόνο, ο οποίος γιά τον Θεό αποτελεί ανύπαρκτη έννοια.
Ο Θεός, ως τέλειο Ον, δημιουργεί τέλεια έργα. Έτσι και η «Ανθρωπότητα» αποτελεί ένα τέλειο κατασκεύασμα συντεθειμένη από ατελή άτομα, όλους εμάς και όσους δεν βλέπουμε, αλλά υπάρχουν γύρω μας. Αυτά που προϋπήρξαν κι αυτά που θα έλθουν. Η «Ανθρωπότητα» καλείται να διαδραματίσει, ως σύνολον, ένα διατεταγμένο ρόλο στην εξέλιξη του Σύμπαντος. Και όπως βλέπουμε τον παίζει άριστα, αφού οδηγεί νομοτελειακά τη Γη στη περαιτέρω μεταμόρφωσή της. Η απάντληση των φυσικών πόρων, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η αλλαγή του κλίματος, η σταδιακή εκχέρσωση της λεκάνης του Αμαζονείου, η τρύπα του όζοντος, το λιώσιμο των πάγων και τόσα άλλα, αποτελούν μερικά από τα οφθαλμοφανή, αλλά και σαφή δείγματα της επερχομένης μεταβολής.
Αυτό που η ανθρωποκεντρική εγωιστική λογική τα αποκαλεί «καταστροφή του ανθρώπινου γένους» και «Συντέλεια του Αιώνος», εγώ τα θεωρώ απλώς «επόμενη φάση της ζωής του Σύμπαντος», στην είσοδο της οποίας η «περίοδος του ανθρώπινου πολιτισμού» είναι νομοτελειακά ταγμένη να διαδραματίσει αποφασιστικό και καταλυτικό ρόλο. Αντίστοιχο με εκείνο που η Θεία Σοφία έταξε στον Κατακλυσμό, τους Παγετώνες και τους Δεινοσαύρους. Συστατικά τα οποία ρυμούλκησαν το Πλανήτη μας στις διάφορες επόμενες Εποχές του.
Υπ’ αυτή την έννοια θεωρώ την «Ανθρωπότητα» ως τέλειο εργαλείο, αφού εκτελεί πιστά τις εντολές του «Εντολέα» της, απαρτιζόμενη όμως από ατελή άτομα, τους ανθρώπους, οι οποίοι διαθέτουν πεπερασμένη αυτονομία σε σκέψη και δράση, χωρίς να υπεισέρχεται Θεϊκός δάκτυλος, γεγονός το οποίον θα ισοδυναμούσε με παραδοχή ύπαρξης μοιρολατρίας και αδράνειας. ( Ο Άνθρωπος είναι κάτι σαν σκύλος δεμένος με λουρί, ποικίλου μήκους και, άρα, με περιορισμένες δυνατότητες αυτενέργειας). Συνεπώς, εμείς τα ανθρωπάκια «κινούμεθα» όπως τα μόρια του νερού, που βράζει μέσα σε μιά κατσαρόλα, υπακούοντας στο νόμο της χαοτικής απροσδιοριστίας, (Χάϊζεμπεργκ), ενώ η κατσαρόλα μπορεί, π.χ. να ταξιδεύει στην κουζίνα ενός κρουαζιερόπλοιου στον Ειρηνικό, ή να βράζει στα υπόγεια κάποιου θυρωρείου.
Ο Άνθρωπος από την πλευρά του και μέσα από περιορισμένο βιολογικό βεληνεκές, (σωματικό και πνευματικό), με το οποίον ο Δημιουργός τον «επροίκισε», επιτρέποντάς του την, μέχρις ενός σημείου, διείσδυσή του στη Θεία Λογική, έχει υποχρεώσεις έναντι του Πλάστη του. Επί τω λόγω πως Αυτός του επέτρεψε να «παίξει» στο «παιχνίδι» της Ζωής! Συνεπώς ο Άνθρωπος οφείλει αναγνώριση, σεβασμό και υπακοή εις τους κανόνες που Εκείνος θέσπισε σ’ αυτό το «παιχνίδι». Εδώ, στο σημείο αυτό, πρωτοεμφανίζεται το Συναίσθημα, ως σύμφυτο σύνολον των ψυχοπνευματικών εκφράσεων του Ανθρώπινου γένους. Μεταξύ αυτών και η Αγάπη.
Όμως, όλη η γκάμα των συναισθημάτων δεν έχουν, και εν ουδεμία περιπτώσει νοείται να έχουν, ως αποδέκτη τον Θεόν, όπως καθ’ υπερβολήν, από φιλοσοφική άγνοια, υπερβολική απλοϊκότητα και έλλειψη μορφώσεως συμβαίνει. Ο Θεός δεν χρειάζεται κανένα συναίσθημα, ούτε και την Αγάπη, αφού αυτός είναι ο δημιουργός και των Συναισθημάτων. Και, εννοείται, δεν μπορεί, ως επικυρίαρχός τους, να διακατέχεται, ή να εμπλέκεται με αυτά. Αυτός, (δι’ Εαυτόν), δεν απαιτεί και δεν χρειάζεται τίποτε από τον Άνθρωπο. Η μόνη απαίτησή από το ανθρώπινο δημιούργημά του, (και μέσα από τον βαθμό ελευθερίας που του επέτρεψε να έχει), είναι η εφαρμογή και τήρηση των Θείων κανόνων στο εσωτερικό υποσύνολο της Δημιουργίας, που λέγεται ανθρώπινη κοινωνία, με προφανή στόχο την ομαλή λειτουργία της. Και εκεί ο Δημιουργός δεν επεμβαίνει, παρέχοντας έτσι το δικαίωμα στην ατελή και μη ορθοφρονούσα ανθρώπινη μονάδα να εγείρει γογγυσμό και αμφισβήτηση περί της υπάρξεώς Του, οσάκις κάποια πράγματα δεν εξελίσσονται κατά τις βουλές, τις επιθυμίες και τις προσδοκίες της!
Στην λειτουργία του τέλειου Σύμπαντος, (η τελειότης τεκμαίρεται από την αιώνια και μετ’ ακριβείας λειτουργία του), δεν υπάρχει και δεν νοείται ως έννοια, η έννοια του θανάτου! Αφού το Σύμπαν κινείται αενάως, άρα ζει, ενώ ο θάνατος εκφράζει τέλος και ακινησία.
Η λέξη «Θάνατος» προσωποποιεί τον ύψιστο ανθρώπινο φόβο γιά την αναπόφευκτη μετεξέλιξή των γήινων όντων, του φθαρτού σαρκίου και τις μικρές δυνατότητες των ανθρωπίνων αισθήσεων! Ο άνθρωπος γνωρίζει, αναγνωρίζει και γι’ αυτό φοβάται, το περίφημο «χους ην και εις χουν απελεύσει»!
Στο σημείο αυτό και με βάση το μεγαλύτερο, ίσως, δώρο που προίκισε ο Θεός τον ανθρώπινο νου, την Ελπίδα, οι πιό προχωρημένες πνευματικά θρησκείες εφηύραν την διέξοδο μιάς μετέπειτα ζωής, προκειμένου να καταστείλουν τον φόβο του τέλους και της πορείας προς την ανυπαρξία και το τρομακτικό άγνωστο. Μάλιστα, ο συνδυασμός της πειστικότερης θεωρίας περί της μέλλουσας ζωής με τους ουμανιστικότερους κανόνες λειτουργίας, εν ζωή, των ανθρωπίνων κοινωνιών, καθιστά τον Χριστιανισμό ως τον ελκυστικότερο δρόμο προσπέλασης προς το Θείον.
Πιστεύω στην αθανασία της ψυχής, όχι όμως με τη χριστιανική διάσταση που αποδίδεται στον όρο, έστω κι αν θεωρείται αντιδογματική αυτή μου η τοποθέτηση. Άλλωστε, σε γενικές γραμμές, αρνούμαι την a priori και αβασάνιστα αποδοχή κάθε «δογματικά σερβιριζόμενου προϊόντος» και το αποδέχομαι μόνο, όταν και εφ’ όσον, δεν μπορώ να σκεφτώ και πράξω αλλιώς. Επί του προκειμένου, φρονώ -και θα χρησιμοποιήσω παραβολικό παράδειγμα- πως η ψυχή, η κάθε ψυχή, πηγάζει και εκπορεύεται από μία τεράστια φωτιά που εκφράζει τη Θεϊκή Γνώση και Σοφία. Γλώσσες αυτής μεταλαμπαδεύονται σε φθαρτά σαρκία και πετάγονται, δρώσες στιγμιαία, όπως οι φλόγες αναμμένου τζακιού. Καταυγάζουν, φουντώνουν γιά λίγο και μετά υποχωρούν στη βάση τους. Και όπως στο τζάκι ξεπηδούν φλόγες ποικίλου ύψους και δραστικότητος, έτσι και διαφορίζονται και κατηγοριοποιούνται οι πνευματικές δυνατότητες των ανθρώπων. Άλλοι γίνονται, π.χ. Ντα Βίντσι, Αϊνστάιν, Χόκινγκ, Νεύτων, Αριστοτέλης, κ.λπ., αποτελούντες υψηλές φλόγες σοφίας και άλλοι, οι πλείστοι, παραμένουν απλές, ασήμαντες φλογίτσες.
Εδώ θα ήθελα να διαφωνήσω με το υπ’ εσού θεωρούμενο τρίπτυχο, -σώμα, νους, πνεύμα- (σελίς 3 του κειμένου σου), πιστεύοντας ως ορθότερη την διάκριση, σώμα και ψυχή, όπου στο πρώτο απεικονίζεται η ύλη και στο άλλο το άυλον. Δηλαδή το πνεύμα συνολικά, ως και κάθε συναφές εκπηγάζον, εξ αυτού, παράγωγο.
Η ανυπολόγιστη έκταση του Σύμπαντος, η σοφία του Δημιουργού και η εισχώρηση του ανθρώπινου νου στις γνώσεις που Εκείνος επέτρεψε στον άνθρωπο να εισχωρήσει, επιβάλλουν την, κατά τον νόμο των πιθανοτήτων, αποδοχή πολλών και διαφόρων «πολιτιστικών» περιόδων, εγκατεσπαρμένων με ανάλογα «εργαλεία» στις διάφορες θέσεις κλειδιά του Χάους, όπως Εκείνος προσδιόρισε. Με διάφορες μορφές και σχήματα και συμπτωματικές πιθανότητες ομοιότητος με τη γήινη, άρα και το ανθρώπινο γένος. Φρονώ πως κάτι ανάλογο, και εις το πολλαπλούν, θα υπάρχει οπωσδήποτε στο στερέωμα, αλλά με άλλες συνθήκες, σε άλλες βάσεις και με διαφορετικές προϋποθέσεις ζωής και λειτουργίας.
Το πνεύμα, σαφώς κατ’ εικόνα και ομοίωση Εκείνου, πιστεύω πως συναντάται, ως πανταχού παρόν και εν σπέρματι, στην Δημιουργία. Γιά να την επιβλέψει και επιστατεί αυτής. Ψυχρά όμως και με τη Θεία Λογική. Χωρίς Θείο Συναίσθημα, στοιχείο που θεωρώ αδιανόητο!
Ο Θεός είναι Λόγος και ο Λόγος δεν περιέχει συναισθήματα, δεν του χρειάζονται. Αυτά είναι αδυναμίες και ο Θεός δεν έχει αδυναμίες. Αποτελούν συστατικά αδύναμων πλασμάτων, όπως ευτυχώς (!), είναι ο Άνθρωπος, ο οποίος σε δύσκολες στιγμές επικαλείται την … ευσπλαχνία του Θεού. Όμως ευσπλαχνία γιά τον Θεό σημαίνει, πλην των άλλων, αναθεώρηση και υπαναχώρηση! Δηλαδή επαναδιαπραγμάτευση, ή επανεξέταση! Αλλά κάτι τέτοιο προϋποθέτει προηγούμενο λάθος Του, άρα άτοπον!
Γι’ αυτό αποτελεί μικρόνοια η αιτίαση, με το παραμικρό, της Θεϊκής επέμβασης και η μετέπειτα κατηγορία Αυτού γιά σκληρότητα και αδικία! Ανθρώπινες κουταμάρες.
Αυτά αποτελούν απλώς, ανθρώπινη επίκληση με ίσως και λίγη… κουτοπονηριά, αφού βάζουμε το Θεό ιδιοτελώς στα δρώμενα και τα παιχνίδια των θνητών, κάτι που κατά κόρον συνήθιζαν οι αρχαίοι, δίνοντας στους θεούς τους ανθρώπινα ελαττώματα, προκειμένου να ελαφρύνουν, συνειδησιακά, τα δικά τους.
Προς το παρόν αυτά και μένω, πιστεύοντας κι ευελπιστώντας σε συνέχεια.
ΥΓ. Θεωρείται βέβαιον πως τέτοιες απόψεις, εις μεν την εποχή του μεταιχμίου, μεταξύ Μεσαίωνος και Αναγεννήσεως, θα οδηγούσαν το πρόσκαιρο σαρκίο μου εις την πυρά, (Ιερά Εξέτασις), την δε ψυχή μου εις τα τάρταρα της Κολάσεως! Κατά τον 19ον αιώνα, ευτυχώς, θα την γλίτωνα με έναν απλό αφορισμό, (Καζαντζάκης, Λασκαράτος).
Θεωρώ πως άπαντες θα έκαναν λάθος, αδικούντες με. Διά ταύτα και επιμένω!