Αρνούμαι αυτήν εδώ τη
στιγμή, αρνούμαι τούτον τον χώρο. Αρνούμαι ν’ αποδεχθώ αυτό που βλέπουν τα μάτια
μου, αυτό που ζω τώρα. Αρνούμαι αυτό που συμβαίνει.
Η συγκίνηση και η
συναισθηματική φόρτιση με κάνει να αρνούμαι τη νομοτέλεια της ανθρώπινης
μοίρας. Το μυαλό μου έχει κολλήσει πεισματικά σε παλιότερες, ευτυχισμένες
εποχές. Στα χρόνια που μάθαμε να ονομάζουμε, «της αθωότητος». Όπως π.χ. τότε
που ανεβοκατεβαίναμε μαζί βολτάροντας, πεζοί κι ακούραστοι, πάνω-κάτω στην οδό
Αχαρνών. Αστειευόμενοι, αμπελοφιλοσοφώντας και κάνοντας όνειρα και σχέδια γιά
το μέλλον. Ένα μέλλον που τελικά ήρθε
και πέρασε, σαν τραίνο-βολίδα από μπροστά μας, γενόμενο διά μιας και
αστραπιαία, παρελθόν. Στα χρόνια που τρέχαμε σε ποδόγυρο, σε σινεμά και σε
γήπεδα. Στα χρόνια που κάναμε πλάκες στο σχολείο, στα χρόνια που οργώναμε τους
δρόμους με τα ποδήλατα, φτάνοντας στα πέρατα της Αττικής, που έμοιαζαν τότε σε
μας και τον παιδικό μας μικρόκοσμο, ως
οι εσχατιές του Κόσμου, τις οποίες
εξερευνούσαμε μαζί.
Στ’ αλήθεια που
πήγαν όλα αυτά; Γιά πότε πέρασαν και χάθηκαν στα βάθη της μνήμης; Πώς γλίστρησε
η ζωή, σαν χαλί κάτω από τα πόδια μας και πώς άδειασε το «νερό» της μέσα από τη
χούφτα μας, ξεγλιστρώντας ανάμεσα στα
δάκτυλα; Αφήνοντάς την άδεια και προδίδοντας έτσι τη ματαιότητα των εγκοσμίων;
Είχε, είχαμε τότε,
ζωντάνια, δύναμη και αντοχή. Κι εκείνος είχε -αρκετά πάνω από μας, τους υπόλοιπους
φίλους του- μια πιο μεγάλη και πιο ζηλευτή έφεση κι επίδοση στα γράμματα, στη
σπουδή και τη γνώση.
Σταδιοδρόμησε
ακολούθως, σε μια μεγάλη κι επιτυχημένη καριέρα, αποσπώντας, όπου εργάστηκε, την
εμπιστοσύνη κι εκτίμηση των ανωτέρων, κερδίζοντας ταυτόχρονα την αποδοχή, την αγάπη
και τον σεβασμό των υφισταμένων του.
Διακρινόμενος πάντα γιά απλότητα, καλοσύνη, ευθυκρισία, δικαιοσύνη και
αποτελεσματικότητα. Διαθέτοντας συνάμα και μια απέραντη αίσθηση χιούμορ.
Συνεπής στις κοινωνικές
επιταγές και τις ανθρώπινες αξίες, έφτιαξε μια ευτυχισμένη, συμπαγή κι αγαπημένη οικογένεια και αξιώθηκε να
σφίξει στην αγκαλιά του δυο εγγόνια, τερματίζοντας με τιμή και δόξα τον «αγώνα
τον καλό» της ζωής. Καταξιώθηκε, δηλαδή,
εκείνης της εύνοιας του Θεού, που σφραγίζει με την θεία σφραγίδα Του, τους
καλούς, τους ικανούς κι αυτούς που ακολουθούν τον δρόμο Του. Γευόμενος όλα όσα η Μοίρα επιδαψιλεύει στους τυχερούς
και τους άξιους.
Ακάματος πολεμιστής
της καθημερινότητος, αν και χτυπημένος καίρια από την «επάρατο» νόσο, έπεσε
μαχόμενος μέχρι τελευταίας στιγμής στις επάλξεις της, χωρίς να λιποψυχήσει και
χωρίς να εγκαταλείψει το μετερίζι του «πιστεύω» και των αξιών του. Μας θύμισε
πως στην Ελλάδα δεν εξέλειψαν οι Παλαιολόγοι, μετά την πτώση εκείνου του
Μεγάλου, αλλά υπάρχει ακόμη πλήθος μικρών «Παλαιολόγων» -ένας των οποίων
υπήρξε κι ο Μανώλης- που δίνουν από το δικό τους ταμπούρι τον μεγάλο αγώνα της
επιβίωσης και της προκοπής. Το ίδιο δυνατά και με το ίδιο πείσμα κι
αποφασιστικότητα, αλλά δυστυχώς, και με την ίδια αναπόφευκτη κατάληξη.
Υπήρξε μια καταξιωμένη
ανθρώπινη μονάδα παροιμιώδους εργατικότητος και
παραγωγικότητος, αλλά και σπάνιου κοινωνικού ήθους. Τόσο στον
επαγγελματικό, όσο και τον ιδιωτικό του βίο. Αυτό που λέμε «χρήσιμο μέλος της
κοινωνίας», δικαιούμενος -και με το
παραπάνω- ένα απολυτήριο ζωής που να
γράφει, με ωραία, μεγάλα και καλλιγραφικά γράμματα: «Αποφοίτηση με άριστα και διαγωγή κοσμιωτάτη».
Εμείς που μένουμε πίσω επικροτούμε προσθέτοντας: Πανάξιος!
Ζήσαμε μαζί
αρμονικά, κοντά 60 χρόνια, σε αλληλοεπικαλυπτόμενες ατμόσφαιρες και δράσεις και
σε κοντινούς χώρους δουλειάς και
κατοικίας, ξεπερνώντας άνετα, με συγκατάβαση, ανοχή και άφεση, κάθε μικρότητα,
ευτέλεια κι ασημαντότητα που δημιουργεί η τριβή της καθημερινότητος, κρατώντας ζωντανά
μόνο τα μεγάλα και σημαντικά. Δηλαδή όλα εκείνα που μας ένωναν, παραβλέποντας
και προσπερνώντας όσα τυχόν -πράγματι ελάχιστα κι ασήμαντα- μας χώριζαν.
Έτσι τώρα, αυτή την
δύσκολη και σημαδιακή για όλους στιγμή, και γιά μας που μένουμε και γιά εκείνον
που φεύγει, καθώς ο πανδαμάτωρ χρόνος και οι άγνωστες βουλές του Κυρίου επέλεξαν να τον στείλουν προπομπό στην επόμενη φάση της Αιώνιας Ζωής, ειδικότερα εμείς
οι συγγενείς και φίλοι της γενιάς του, τον αποχαιρετούμε και τον κατευοδώνουμε με
μια ολόθερμη ευχή. Οψέποτε σημάνει και η δική μας πένθιμη προσκλητήρια καμπάνα,
να μας επιτρέψουν, οι ίδιες εκείνες βουλές, να ξανασυναντηθούμε. Σε έναν κόσμο
καλύτερο, σε μια νέα αρχή και έναν αντίστοιχο
δρόμο, πιο φωτεινό και πιο όλβιο από τούτον. Δρόμο που θα θέλαμε να τον διανύσουμε και πάλι μαζί.
Καλό ταξίδι να ’χεις
φίλε μου παλιέ. Με ούριους ανέμους σε γαλήνιες
θάλασσες. Και… καλή αντάμωση.
ΥΓ. Με τον Μανώλη Κάλφα υπήρξαμε συμμαθητές στο Βαρβάκειο, συμφοιτητές στο Πολυτεχνείο, σύγγαμβροι στην οικογένεια και συγκάτοικοι σε γραφείο και σπίτι. "Έφυγε" σήμερα στις 7 το πρωί.
Συλλυπητήρια σε όλη την οικογένεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό ταξίδι να έχει!